Κύρια θέματα, Ελληνοτουρκικά • 20/04/2021 - 9:30
Παραλήρημα από τους Τούρκους: Τα τουρκικά ψέματα και η πραγματική αλήθεια για την Συνθήκη της Λωζάνης
Αποδόμηση των τουρκικών επιχειρημάτων
Αρθρογράφος: Θεόφραστος Ανδρεόπουλος
Η εμφάνιση του Νίκου Δένδια έχει προκαλέσει συνεχές παραληρηματικό σοκ στους Τούρκους οι οποίοι τώρα λένε πως η Ελλάδα είναι αυτή που έχει παραβιάσει στο σύνολό της τη Συνθήκη της Λωζάνης και μάλιστα επανειλημμένα «σε ότι αφορά τα νησιά του Αιγαίου, τον αφοπλισμό τους, την εκλογή θρησκευτικών ηγετών στη Δυτική Θράκη, την εκπαίδευση, την υφαλοκρηπίδα και τα ιδρύματα».
που απηχεί τις απόψεις των σκληροπυρηνικών ισλαμιστών εθνικιστών που αποτελούν και την εκλογική βάση του Τούρκου προέδρου Ρ.Τ.Ερντογάν επιχειρεί να παρουσιάσει την Συνθήκη της Λωζάνης ως παραβιαζόμενη από την Ελλάδα.
Η ανάλυσή της όμως βρίθει αναληθειών και σκοπίμων παραβλέψεων για να παρουσιαστεί η εικόνα που θέλει στο τουρκικό κοινό.
Από τους Τούρκους εχουμε σκόπιμη διαστρέβλωση της Λωζάνης
«Τα άρθρα της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία έχει γίνει διεθνής συμφωνία εδώ και 98 χρόνια, τα οποία έχουν παραβιαστεί πολλές φορές, έχουν ως εξής:
Νησιά-βάσεις με οπλικά συστήματα
Σύμφωνα με το 13ο άρθρο της Λωζάνης,δεν πρέπει να υπάρχει ναυτική βάση και καμία οχύρωση στα νησιά του Αιγαίου.
Ωστόσο, η Ελλάδα 18 από τα 23 νησιά τα έχει μετατρέψει σε οπλοστάσια. Ο συνολικός αριθμός στρατιωτών της Ελλάδας στα νησιά κυμαίνεται μεταξύ 50 και 100 χιλιάδων.
Παραβίαση των χωρικών υδάτων
Τα όρια της θάλασσας, σύμφωνα με το άρθρο 6, περιλαμβάνουν νησιά και νησίδες που απέχουν μέχρι 3 μίλια από την ακτή. Η Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, παραβιάζει τη Λωζάνη αυξάνοντας τα χωρικά της ύδατα από 3 σε 6 μίλια συμμετέχει σε κυρίαρχες δραστηριότητες σε νησιά που δεν ανήκουν σε αυτήν. Υπάρχουν 17 νησιά όπως το νησί Keçi (=Γίδα), το νησί Eşek (Γαϊδουρονήσι κατά τη μετάφραση, δηλαδή Αγαθονήσι) που τα κατέχουν παράνομα.
Οι μειονότητες αγνοούνται
Το άρθρο 40 της Λωζάνης δίνει στις μειονότητες το δικαίωμα να ιδρύουν, να διαχειρίζονται και να επιβλέπουν θρησκευτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, όλα τα είδη σχολείων και παρόμοια ιδρύματα εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Τα τελευταία 25 χρόνια, η Ελλάδα σταματάει συστηματικά τις δραστηριότητες σχολείων που ανήκουν στην τουρκική μειονότητα της Δυτικής Θράκης μέσω «προσωρινής στάσης» χωρίς να συμβουλευτεί τη μειονότητα, με το πρόσχημα των μέτρων λιτότητας στη χώρα και του ανεπαρκούς αριθμού σπουδαστών. Ο αριθμός των τουρκικών δημοτικών σχολείων της μειονότητας μειώθηκε από 231 πριν από 25 χρόνια σε 107.
Παρέμβαση στα τουρκικά σχολεία
Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η Ελλάδα δεν έχει το δικαίωμα να παρέμβει στη διοίκηση και το διδακτικό προσωπικό των τουρκικών μειονοτικών σχολείων στη Δυτική Θράκη.
Οι διορισμοί γίνονται από το τουρκικό υπουργικό συμβούλιο στις madrasah στην Κομοτηνή και στην Ξάνθη στη Δυτική Θράκη. Χριστιανοί Έλληνες πολίτες τόσο στην Κομοτηνή όσο και στην Ξάνθη διορίζονται στις θέσεις από την Γενική Γραμματεία και τις Επιτροπές του υπουργικού συμβουλίου.
Τα ιδρύματα δεν επιτρέπονται
Άρθρα 40-42 της Συνθήκης της Λωζάνης. Σύμφωνα με τα άρθρα της, η τουρκική μειονότητα έχει το δικαίωμα να ιδρύει, να διαχειρίζεται και να εποπτεύει κάθε είδους φιλανθρωπικά ιδρύματα και θρησκευτικούς και κοινωνικούς θεσμούς.
Ωστόσο, η Ελλάδα διορίζει ως κράτος τους διοικητές θρησκευτικών ιδρυμάτων. Τα έσοδα του ιδρύματος δεν δαπανώνται για τα ιδρύματα. Οι Τούρκοι δεν μπορούν να εκλέξουν οι ίδιοι τους διαχειριστές του ιδρύματος. Δεν επιτρέπονται ΜΚΟ με τη λέξη «Τουρκικά».
Αποχαρακτηρισμένη μειονότητα
Το άρθρο 45 παρέχει στη μουσουλμανική μειονότητα στην επικράτεια της Ελλάδας πολλές ευκαιρίες.
Ωστόσο, ενώ το 85 τοις εκατό της Δυτικής Θράκης ήταν Τούρκοι τη στιγμή της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάνης και οι υπόλοιποι ήταν Έλληνες, τώρα είναι το αντίθετο. Μεταξύ του 1955 και του 1998, περίπου 60 χιλιάδες Τούρκοι της Δυτικής Θράκης αποχαρακτηρίστηκαν (αναφέρεται σε αυτό που λέει ρητώς η Συνθήκη της Λωζάνης, ότι υπάρχει μουσουλμανική άρα θρησκευτική μειονότητα και όχι εθνική δηλαδή τουρκική, αυτός ο ορισμός ενοχλεί ιδιαίτερα τους Τούρκους).
Διορίζουν ακόμα και τον μουφτή
Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης και της Αθήνας, οι μουφτήδες θα εκλέγονταν από τους μουσουλμάνους υπό την δικαιοδοσία τους και ένας αρχιμουφτής θα διοριζόταν για την εποπτεία των μουφτή.
Αντί αυτού όμως, οι μουφτήδες, οι οποίοι υπηρέτησαν στην Κομοτηνή, την Ξάνθη και την Αλεξανδρούπολη μετά το 1920, διορίστηκαν από τη ελληνική βασιλική βούληση. Ενώ ο αρχιμουφτής δεν έχει διοριστεί μέχρι τώρα, η Ελλάδα προσπαθεί να διορίσει σε αυτήν τη θέση και παραβιάζει την Συνθήκη της Λωζάνης.
Στα σκουπίδια με το Montreux
Από την άλλη πλευρά, η Σύμβαση των Στενών του Μοντρέ, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1936, κατάργησε εντελώς το 23ο άρθρο της Λωζάνης, το οποίο περιλαμβάνει τα στενά, και έκανε τη Λωζάνη μερικώς ξεπερασμένη.
Έκαναν «Τσίχλες» τη Λωζάνη
Τα άρθρα 37, 38, 39 και 40 της Λωζάνης περιέχουν τα δικαιώματα της μειονότητας. Στην Ελλάδα, η λέξη «Τούρκος» απαγορεύεται στα επίσημα ονόματα των οργανώσεων
Δεν πραγματοποιούνται επενδύσεις σε υποδομές σε τουρκικές περιοχές, δεν επιτρέπεται στους Τούρκους να διορίζονται σε κυβερνητικά γραφεία και η ποιότητα της εκπαίδευσης στα τουρκικά σχολεία παραμένει χαμηλής στάθμης.
Οι εκλεγμένοι μουφτήδες φυλακίζονται. Όσον αφορά τα δικαιώματα στα νησιά του Αιγαίου, τα οποία έχουμε παραδώσει εσφαλμένα στην Ελλάδα, η Αθήνα αναμασά τη Λωζάνη σαν τσίχλες παραβιάζοντας την επανειλημμένα.»
Ακατάσχετη… τουρκική μπουρδολογία.
Παραβλέπουν εντελώς το γεγονός ότι μέσα στη Συνθήκη δεν αναφέρεται πουθενά ο όρος «Τούρκος» και η μειονότητα είναι αμιγώς μουσουλμανική.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία για να θεωρήσει κάποιον Τούρκο στα χρόνια της έπρεπε να είναι ή μουσουλμάνος ή τουρκόφωνος.
Πολλοί λοιπών που ανήκαν σε διαφορετικές εθνότητες εξισλαμίστηκαν ή άλλαξαν γλώσσα για να γλιτώσουν την βαριά οθωμανική φορολογία.
Μάλιστα χαρακτηριστικό παράδειγμα αλλαγής γλώσσας ήταν οι Γκαγκαούζιοι που υπάρχουν από την Θράκη μέχρι την Μολδαβία, οι οποίοι παρέμειναν Χριστιανοί Ορθόδοξοι αλλά έδωσαν την γλώσσα τους και μιλούν τουρκικά.
Όλους αυτούς οι Οθωμανοί τους έγραφαν «Τούρκους».
διότι απλούστατα οι τουρκογενείς ήταν ελάχιστοι. Οι περισσότεροι ήταν εξισλαμισθέντες με «νταηλίκι», σίγουρα όμως δεν ήταν τουρκικής εθνικής συνείδησης.
Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες [το 1926 η τουρκική κυβέρνηση ακύρωσε με νόμο αυτή τη διάταξη].
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία.
Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση (“μη εγκατάσταση ναυτικής βάσεως”) κάποιων νησιών του Αιγαίου (Λήμνος, Σαμοθράκη, Σάμος, Χίος, Λέσβος, Ικαρία).
[Αργότερα με τη Συνθήκη του Μοντρέ, στην οποία η Ελλάδα ήταν συμβαλλόμενο μέρος, η Τουρκία ξαναπέκτησε το δικαίωμα στρατικοποίησης των στενών, της Ίμβρου, Τενέδου, και αντίστοιχα η Ελλάδα της Λήμνου και Σαμοθράκης.]
Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών.
Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα 1.650.000 Οθωμανοί υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος. Η θρησκεία και όχι η εθνικότητα αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή.
Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι.
Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να παραμείνουν.
Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όρος Τούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον μουσουλμάνο επειδή στο σύστημα των Οθωμανικών μιλέτ (ήταν κύριο στοιχείο στην διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) όλοι οι μουσουλμάνοι ανήκαν σε μια ενιαία κοινότητα.
Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιλαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως Τουρκοκρητικοί και Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας.
Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων.
Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Ρωμιοί κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου του 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Επιπλέον, βάσει του άρθρου 23, η Τουρκία απεμπόλησε πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί της Κύπρου.