Η έξοδος του «ΤΣΕΣΜΕ» και η συγχρονισμένη έναρξη της άσκησης «ΓΑΛΑΖΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ», δεν συνιστά μια συνηθισμένη κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο και στην ΝΑ Μεσόγειο. Πρόκειται για μια στρατηγικά σχεδιασμένη παρέμβαση, μελετημένη στην κάθε της λεπτομέρεια, με την οποία η Άγκυρα προωθεί μια σειρά από πολύ συγκεκριμένες επιδιώξεις…
Το τουρκικό ΥΠΕΞ μέσα από μια άκρως ενδιαφέρουσα ανακοίνωσή του, διαμηνύει πως οι ενέργειες του «ΤΣΕΣΜΕ» είναι καθ’ όλα νόμιμες αφού δεν σχετίζονται με έρευνες στην Υφαλοκρηπίδα και επομένως δεν παραβιάζουν τα προβλεπόμενα από το πρωτόκολλο της Βέρνης. Η Τουρκία φροντίζει έτσι να υπενθυμίσει στους πάντες ότι η Ελλάδα δεσμεύεται από τις προβλέψεις του «πρωτοκόλλου της ακινησίας» στην δυνητικά δική της Υφαλοκρηπίδα, ενώ η Τουρκία με την γνωστή ρητορική περί διεθνών υδάτων δικαιούται να ασυδοτεί και πάνω στα τετελεσμένα της ασύδοτης παρουσίας της, να οικοδομεί και το επεκτατικό της αφήγημα για την ουσιαστική διχοτόμηση του Αιγαίου στα όρια του 25ου Μεσημβρινού.
Το κρίσιμο ζήτημα που χρειάζεται να προσεχθεί εδώ, έγκειται στο γεγονός ότι με το συγκεκριμένο πρωτόκολλο η Ελλάδα αυτοχειριάζεται ως προς την δυνατότητα αξιοποίησης του υποθαλάσσιου πλούτου της, η Τουρκία όμως δεν αισθάνεται την ασφυκτική πίεση αυτής της δέσμευσης, αφού αυτό που την ενδιαφέρει είναι μέσα από την διαρκή αποδόμηση των Ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων να εμποδίζει την Ελλάδα να «κλειδώνει» τα τετελεσμένα που την αφορούν, προσβλέποντας τελικά στην ανατροπή των ισχυόντων και εν τέλει του ιδίου του καθεστώτος κυριαρχίας στην ευρύτερη περιοχή.
Να θυμίσουμε εδώ ότι μετά την κρίση του 1987, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε κηρύξει «ανενεργό» το εν λόγω πρωτόκολλο. Το Νταβός βέβαια σηματοδότησε ένα χρόνο μετά την σιωπηρή επαναφορά του. Ωστόσο, η ποιοτική αναβάθμιση των τουρκικών προκλήσεων και η διεύρυνση της τουρκικής παράνοιας που σε σχέση με το Κυπριακό επιδεικνύει μια απόλυτα περιφρονητική στάση στα ψηφίσματα του ΣΑ του ΟΗΕ, υπενθυμίζει ότι η χώρα μας, όχι μονάχα νομιμοποιείται να επανακατατάξει στην κατηγορία «ανενεργό» το συγκεκριμένο πρωτόκολλο, αλλά παράλληλα με αυτό υποχρεούται να δρομολογήσει τα προβλεπόμενα από το Διεθνές Δίκαιο για τον ορισμό των θαλασσίων ζωνών, στο πλαίσιο μιας συνολικής μεταστροφής της παραδοσιακά υποχωρητικής και φοβικής στάσης που τηρεί έναντι της τουρκικής επιθετικότητας. Το ερώτημα: «Γιατί δεν το απετόλμησε» απαιτείται να απαντηθεί και επιβάλλεται να απαντηθεί τώρα.
Με την ανακοίνωση του Τουρκικού ΥΠΕΞ, επιχειρείται ακόμη να αμφισβητηθεί το δικαίωμα της Ελλάδας να ασκεί κυριαρχικές δράσεις στην Κρήτη ή ακόμη και στην Πελοπόννησο. Είναι χαρακτηριστικό το ότι με την σχετική τους ανακοίνωση, οι Τούρκοι επιτελείς κατηγορούν την Ελλάδα ότι «πραγματοποιεί υποθαλάσσιες εργασίες μεταξύ της Κρήτης και της Πελοποννήσου, ενώ με νέα NAVTEX στις 18 Φεβρουαρίου ξεκίνησε υποθαλάσσιες εργασίες βόρεια της Κρήτης με άγνωστη ημερομηνία λήξης», επαναφέροντας ταυτόχρονα και τα περί καθεστώτος αποστρατικοποιημένων νησιών στο Αιγαίο. Και το κερασάκι στην τούρτα είναι ότι παράλληλα με όλα τα παραπάνω, σπεύδουν να «συμβουλέψουν» την Ελλάδα «να αποφύγει τις ενέργειες και τη ρητορική που αυξάνουν την ένταση και να προσπαθήσει για την επίλυση των προβλημάτων με συναντήσεις και ειλικρινή διάλογο».
Έτσι, το πακέτο των Τουρκικών προκλήσεων, συνδυάζεται και με ένα αχταρμά αιτιάσεων που επιδιώκουν να ροκανίσουν Ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και το επιχειρούν προσάπτοντας στις τουρκικές αμφισβητήσεις, έναν ιδιότυπο διεθνοδικαιικό φερετζέ, εν μέσω «διερευνητικών» και λοιπών δρομολογούμενων εξελίξεων. Πρόκειται για μια καταφανώς δόλια και επικίνδυνη πρακτική, η οποία όχι μόνο δεν μπορεί να μένει αναπάντητη εκ μέρους της χώρας μας, αλλά αντιθέτως αυτό που επιβάλλεται είναι η όποια απάντηση σε διπλωματικό επίπεδο, να ισχυροποιείται έτι περαιτέρω και με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες στο περιβάλλον των προβλεπομένων του Διεθνούς Δικαίου, που θα διευρύνουν το πλαίσιο των τετελεσμένων υπέρ των εθνικών μας προτεραιοτήτων. Ποια κυρίαρχη συλλογιστική είναι αυτή που επέβαλε και συνεχίζει να επιβάλει την μη ανάληψη αντίστοιχων πρωτοβουλιών;
Και ενώ η χώρα μας συνεχίζει να επενδύει ένα μεγάλο μέρος των προσδοκιών της, στην στήριξη των «συμμάχων», ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας, Φ. Αλτούν, σε σχετική ημερίδα στο πλαίσιο της οποίας συζητήθηκε η νέα στρατηγική «ΝΑΤΟ 2030», τόνισε ότι η Τουρκία σήμερα διαθέτει το δεύτερο μεγαλύτερο στρατό της Ατλαντικής συμμαχίας, ότι είναι μια από 5 χώρες που έχουν τη μεγαλύτερη συμβολή στις αποστολές και τις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ, και μια από τις 8 χώρες που συνεισφέρουν περισσότερα στους ΝΑΤΟικούς προϋπολογισμούς, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα ότι η Τουρκία συνεχίζει να εκπληρώνει τις δεσμεύσεις της στο ΝΑΤΟ, το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο των σχεδίων ασφαλείας και άμυνάς της, για να καταλήξει λέγοντας ότι: «Είναι σαφές πως ήρθε ο καιρός και η Συμμαχία να ανανεώσει τον εαυτό της, να εκσυγχρονιστεί ανάλογα με τις σύγχρονες απειλές για την ασφάλεια και να προσαρμοστεί σύμφωνα με τη δεκαετία του 2030. Στο πλαίσιο αυτό προσμένουμε μια πολύ σθεναρή αλληλεγγύη από τους συμμάχους μας έναντι των επιθέσεων που δέχεται η χώρα μας».
Την ίδια στιγμή ο Ομέρ Τσελίκ ως εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος (ΑΚΡ), δηλώνει ότι «Περιμένουμε σεβασμό της τουρκικής Δημοκρατίας και Δικαιοσύνης και καθαρή στήριξη των Αμερικανών στο θέμα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας», και ότι «χρειάζεται εμπιστοσύνη από τις ΗΠΑ για να συνεχιστεί ο αγώνας που οι Ενοπλες Δυνάμεις των δύο χωρών δίνουν ώμο με ώμο ενάντια στην τρομοκρατία σε κάθε γωνιά του κόσμου». Μάλιστα ο Τσελίκ επέμεινε λέγοντας πως: «Εάν το δίδυμο Ελλάδας – Ελληνοκυπρίων τρέφει όνειρα να υλοποιήσει μαξιμαλιστικά σχέδια παίρνοντας με το μέρος του τα κράτη που έχουν προβλήματα με την Τουρκία, θα μετατρέψουμε αυτά τα όνειρα σε εφιάλτες. Ούτε να ονειρεύονται κάτι τέτοιο, αυτό το όνειρο δεν μπορεί να προχωρήσει ούτε ένα βήμα. Εάν γίνει ένα βήμα, είναι αναπόφευκτο ότι αυτό θα μετατραπεί σε εφιάλτη».
Η Τουρκία εν προκειμένω με την συνδυασμένη διπλωματικοπολιτική και επιχειρησιακή της παρέμβαση, καταδεικνύει την αποφασιστικότητά της να εγκλωβίσει την χώρα μας στην περιδίνηση και στα αδιέξοδα των ιστορικών της λαθών και να επαναφέρει με τρόπο πιεστικό και εν τέλει να επιβάλει την επικαιροποιημένη αναθεωρητική της ατζέντα, μέσα από την οποία απαιτεί την ανατροπή των πάντων.
Την ίδια στιγμή, επιχειρεί να ευνουχίσει και εν τέλει ακυρώσει τις διπλωματικές προσδοκίες στις οποίες επενδύει η φοβική πολιτική ελίτ της χώρας και «διαβάζει» τα όρια της Ελληνικής στρατηγικής σκέψης, με μια ανάγνωση η οποία καταγράφει, ασυνέχεια, έλλειψη επιτελικότητας και καραμπινάτη αναποφασιστικότητα, ενώ με την κλιμάκωση επί του πεδίου (στην οποία ενσωματώνονται και οι παραδοσιακές προβοκάτσιες και λοιπές ανατολίτικες μπαμπεσιές) επιδιώκει να διεμβολίσει το φρόνημα, την συνείδηση και την εμπιστοσύνη της Ελληνικής κοινωνίας.
Η Ελληνική πολιτική τάξη, δεν δείχνει αποφασισμένη να «παίξει» σε αυτήν την αναβαθμισμένη πίστα των απαιτήσεων και αυτό συνιστά πρόβλημα που θα το βρούμε μπροστά μας και στους βηματισμούς της επόμενης μέρας.
Η πολιτική ζωή και ο τόπος απαιτείται να δραπετεύσει από τις κοντόφθαλμες προσεγγίσεις των καρεκλοκένταυρων και να αναλάβει πρωτοβουλίες, μακριά από τον ζόφο των τελευταίων νοσηρών εξελίξεων, που επιδρούν εκφυλιστικά στην καθημερινότητα και απειλούν να παραλύσουν τα πάντα.
Η πολιτική τάξη της χώρας οφείλει να ακούσει τις προτροπές επιτελικών κύκλων και να αιφνιδιάσει τους πάντες με ηχηρότατη προειδοποίηση που θα «την ακούσει» για τα καλά η Τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα, ότι ήταν και παραμένει πάνω από την υφέρπουσα βρωμιά, ότι ΔΕΝ εμπλέκεται, ΔΕΝ εκβιάζεται και ΔΕΝ χαλιναγωγείται από κανέναν. Και αυτή η απάντηση που επιβάλλεται να δοθεί τώρα, πριν ολοκληρωθεί και αυτός ο κύκλος των προκλήσεων, και πριν επιβαρυνθούν με καινούρια τετελεσμένα τις εξελίξεις.
Κ. Κυριακόπουλος
Militaire