Είναι η Τουρκία η νέα Ρωσία; Το ερώτημα αυτό τίθεται ολοένα συχνότερα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες καθώς ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υιοθετεί μια πιο επιθετική εξωτερική πολιτική. Πέρα από το να χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες και τους μετανάστες για να απειλεί και να εξαπατάει την ΕΕ, ο Ερντογάν αξιοποιεί τη στρατιωτική του ισχύ για να διευρύνει τη σφαίρα επιρροής της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή.
Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά οι Ευρωπαίοι έβλεπαν την περιφερειακή ασφάλεια μέσα από ένα μονοπολικό δυτικό φακό. Την ώρα που το NATO εγγυόταν την ασφάλεια, η ΕΕ – με τους 80.000 σελίδων κανόνες της περί παντός επιστητού, από τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ έως τα όρια εκπομπής θορύβου για τις χλοοκοπτικές μηχανές – παρείχε την έννομη τάξη.
Κατά τη δεκαετία του 1990 επικρατούσε ευρέως η άποψη ότι οι δύο μεγάλοι μη-δυτικοί περιφερειακοί παράγοντες, η Ρωσία και η Τουρκία, θα προσαρμόζονταν βαθμιαία σε αυτήν τη διευθέτηση. Ομως τα τελευταία 15 χρόνια, το όνειρο της ευρωπαϊκής μονοπολικότητας αποκάλυψε μια πολυπολική πραγματικότητα.
Τόσο η Ρωσία όσο και η Τουρκία είχαν μια μακρά, βασανιστική σχέση αγάπης – μίσους με την Ευρώπη ενώ αμφότερες κατέστησαν πιο δυναμικές υπό την ηγεσία ηγετών που περιφρονούν τους κανόνες και τις αξίες της Δύσης. Η κατάρρευση της σχέσης μεταξύ της ΕΕ και της Ρωσίας έχει καταγραφεί επαρκώς ενώ η τουρκική περίπτωση είναι λιγότερο γνωστή.
Ο πόλεμος στο Ιράκ το 2003 περιέπλεξε τη σχέση της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ ενώ η σχέση της με την ΕΕ άρχισε να επιδεινώνεται το 2007, όταν η Γαλλία μπλόκαρε ένα σημαντικό κομμάτι των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας στην Ενωση. Από τότε η Τουρκία χαράσσει και ακολουθεί τη δική της πορεία στη Συρία, τα Βαλκάνια και τη Λιβύη ενώ επιδιώκει να αναπτύξει νέες σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα.
Φυσικά η σχέση Τουρκίας – Ρωσίας είναι εξίσου πολύπλοκη κυρίως γιατί ο Ερντογάν και ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν υποστήριξαν διαφορετικές παρατάξεις στο εμφύλιο πόλεμο της Συρίας. Οι σχέσεις τους βρέθηκαν στο ναδίρ όταν η Τουρκία κατέρριψε ένα ρωσικό μαχητικό αεροσκάφος το 2015. Ο Πούτιν απάντησε με κυρώσεις που προκάλεσαν χάος στην τουρκική οικονομία και ανάγκασαν τον Ερντογάν να απολογηθεί.
Από τότε, παρότι είναι μέλος του NATO, η Τουρκία αποφάσισε να αποκτήσει τα ρωσικά πυραυλικά συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας S-400 παρά τις ενστάσεις των ΗΠΑ. Και παρόλο που οι εντάσεις για τη Συρία δεν έχουν κοπάσει, ο Ερντογάν δεν κρύβει ότι θαυμάζει το πώς η Ρωσία κατάφερε να αναδειχθεί εκ νέου – με σχετικά μικρό κόστος – ως σημαντικός παίκτης στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
Αφότου ενεπλάκη και παγιδεύτηκε σε έναν πόλεμο που δεν μπορεί να κερδηθεί στην Ανατολική Ουκρανία, διεξάγοντας μια επιτυχημένη σε γενικές γραμμές εκστρατεία στη Συρία ο Πούτιν κατάφερε να αποκαταστήσει εν μέρει την ισχύ του στο εσωτερικό της Ρωσίας.
Επί πέντε χρόνια η Δύση επέμενε να δηλώνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει στρατιωτική λύση στη σύρραξη και πως ο σύρος πρόεδρος Μπασάρ Αλ Ασαντ πρέπει να φύγει. Αλλά ενώ οι συνομιλίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ στη Γενεύη δεν κατέληξαν πουθενά, στις συνομιλίες υπό την αιγίδα της Ρωσίας στην Αστάνα έγιναν κάποια βήματα. Συμπεριλαμβάνοντας στις συνομιλίες την Τουρκία και το Ιράν και αποκλείοντας τις δυνάμεις της Δύσης, το Κρεμλίνο δημιούργησε την εντύπωση πως η Ρωσία αναδύεται από τις στάχτες, πως είναι μια αναγεννημένη υπερδύναμη.
Αντιμετωπίζοντας πολλά προβλήματα στην πατρίδα του, ο Ερντογάν υιοθέτησε τη μέθοδο του Πούτιν. Οντας απρόθυμη η Δύση να επέμβει στρατιωτικά (για δεύτερη φορά) στη Λιβύη, ο Ερντογάν διέκρινε μια ευκαιρία για την Τουρκία. Ακολουθώντας τη στρατηγική της Ρωσίας στη Συρία, εξασφάλισε μια επίσημη πρόσκληση από την κυβέρνηση της Τρίπολης να επέμβει στη χώρα. Και στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς κατάφερε και να ενισχύσει την εικόνα της πατρίδας του και να υπογράψει ένα μνημόνιο οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Λιβύης και Τουρκίας.
Στη Διάσκεψη του Βερολίνου αναζητήθηκε μια λύση για να τερματιστεί ο πόλεμος στη Λιβύη, αλλά η στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας άλλαξε τον συσχετισμό δυνάμεων στα πεδία των μαχών. Για ακόμη μια φορά το μέλλον μιας χώρας που σχετίζεται άμεσα με τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, θα το καθορίσουν η Ρωσία και η Τουρκία, αλλά αυτήν τη φορά τον πρώτο λόγο τον έχει η Τουρκία.
Φαίνεται πως ο Ερντογάν εμπνεύστηκε και από τη στρατηγική του «διαίρει και βασίλευε» που εφαρμόζει το Κρεμλίνο στις σχέσεις του με την Ευρώπη, ασκώντας ισχυρές πιέσεις στα μέλη της ΕΕ που εξαρτώνται από τους υδρογονάνθρακες και τις αγορές της Ρωσίας.
Οπως ακριβώς ο Πούτιν μετέτρεψε σε ισχυρό όπλο του την παροχή ενέργειας, ο Ερντογάν αποπειράθηκε να μετατρέψει σε ισχυρό όπλο του τις ροές των μεταναστών και των προσφύγων που εγκαταλείπουν τα μέτωπα της Μέσης Ανατολής.
Επί χρόνια, οι Ευρωπαίοι θεωρούσαν ότι η Ρωσία ήταν ένα είδος άσωτου υιού και ότι η ευρωπαϊκή μονοπολική τάξη πραγμάτων παρέμενε ασφαλής. Ωστόσο αυτό κατέστησε την Ευρώπη έναν εύκολο στόχο για το Κρεμλίνο. Μόνο σχετικά πρόσφατα η ΕΕ εκπόνησε νέες πολιτικές και ένα συμπαγές καθεστώς κυρώσεων με στόχο να αποτρέψει τη ρωσική επιθετικότητα. Αλλά ακόμη και σήμερα – παρά τις προσπάθειες της Ανγκελα Μέρκελ και του Εμανουέλ Μακρόν – η ΕΕ δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει αποτελεσματικούς διαύλους επικοινωνίας με τη Ρωσία για την αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων.
Η Τουρκία δεν έχει γίνει ακόμα μια νέα Ρωσία αλλά θα μπορούσε να καταστεί στην περίπτωση που η κατάσταση δεν αντιμετωπιστεί σωστά. Προς το παρόν οι περισσότεροι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την Τουρκία περισσότερο ως περίπλοκο εταίρο παρά ως «συστημικό αντίπαλο».
Ομως, οι Ευρωπαίοι πρέπει να λάβουν υπόψη τα σκληρά μαθήματα που πήραν από τις σχέσεις τους με τη Ρωσία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαπέντε ετών. Η σχέση ΕΕ – Τουρκίας χρειάζεται ένα νέο και αποδεκτό από αμφότερες τις πλευρές σύνολο αρχών, όπως επίσης και ξεκάθαρων κόκκινων γραμμών, με στόχο να αποτραπεί η περαιτέρω αποσταθεροποίηση στην ευρύτερη περιοχή.
Υπό αυτό το πρίσμα οι Ευρωπαίοι πρέπει να καταστήσουν σαφές στην Τουρκία ότι η διαδικασία ένταξης στην ΕΕ μπορεί είτε να ανατραπεί είτε να λάβει νέα ώθηση αλλά και πως στο πλαίσιο μιας πιο στενής σχέσης προβλέπεται η χρήση και καρότων και μαστιγίων.
Πρόκληση, ωστόσο, αποτελεί το να διασφαλιστεί ότι υπάρχει ακόμη περιθώριο για κοινή πολιτική δράση όσον αφορά ζητήματα που σχετίζονται με την κοινή ασφάλεια, σε μια περιοχή όπου ρόλο στις εξελίξεις δεν διαδραματίζουν μόνον η Ευρώπη και η Τουρκία αλλά επίσης η Ρωσία, οι ΗΠΑ και η ανερχόμενη Κίνα.
Mark Leonard
Διευθυντής του European Council on Foreign Relations.
Το άρθρο αυτό εγράφη για το Project Syndicate