H από καιρό αναμενόμενη προώθηση στο Ιμπλίμπ των συριακών δυνάμεων υπό ρωσική αεροπορική, και φυσικά πολιτική, κάλυψη και βεβαίως η εσπευσμένη συνάντηση Πούτιν-Ερντογάν επιβεβαίωσε δύο σαφή δεδομένα της σύνθετης συριακής κρίσης:
Το πρώτο αφορά την πολιτική προτεραιότητα που δίνει η Μόσχα στην βορειο-δυτική Συρία και στο ότι ο διπλωματικός χρόνος που έδωσε στην Άγκυρα για την εφαρμογή της Συμφωνίας απόσυρσης των ισλαμιστών από την περιοχή έχει προ πολλού παρέλθει. Γιατί, ακριβώς, για την Μόσχα είναι άλλο ζήτημα η ασφάλεια των τουρκικών συνόρων και εντελώς άλλο ζήτημα η τουρκική (συμβολική έστω) στρατιωτική παρουσία στην βορειο-δυτική Συρία αν αυτή δεν εξυπηρετεί την απαγκίστρωση των ισλαμιστών και βεβαίως την επίτευξη μιας πολιτικής συμφωνίας που θα αποκαθιστούσε την συριακή κυριαρχία στην περιοχή αυτή.
Σε μια κατάσταση που έχει όλα τα γνωρίσματα του καιροσκοπισμού από τους πάντες, φαίνεται ότι ο Ταγίπ έχει εξαντλήσει τα δικά του περιθώρια στο Ιμπλίμπ και η Μόσχα τον επαναφέρει στην τάξη: ή θα ασκήσει την όποια επιρροή διαθέτει στους ισλαμιστές για άμεση εφαρμογή της Συμφωνίας, είτε αυτό θα το πράξει ο συριακός στρατός. Γιατί, και πάλι, άλλο ζήτημα είναι μια τουρκική εδαφική παρουσία στην Συρία και άλλο ζήτημα είναι η τουρκική αγορά ρωσικών εξοπλιστικών συστημάτων, που εξυπηρετεί διαφορετικές επιδιώξεις της κάθε πλευράς.
Το δεύτερο αφορά το διπλωματικό brasdeferτων αμερικανο-τουρκικών σχέσεων σε μια «παρτίδα σκάκι» όπου ο Τράμπ φαίνεται να έχει αφήσειτον Ερντογάν να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων, προκειμένου (και με την προσδοκία) να του δώσει χώρο και χρόνο να βγει από τον θεωρούμενο «αυτό – εγκλωβισμό» του. Κι όμως, και Τραμπ και Πούτιν φαίνεται να συμφωνούν ο καθένας από την δική του πλευρά στο ίδιο ζήτημα:
Γιατί, ακριβώς, για την Ουάσιγκτον είναι άλλο ζήτημα η ασφάλεια των τουρκικών συνόρων και εντελώς άλλο ζήτημα η τουρκική (συμβολική έστω) στρατιωτική παρουσία στην βορειο-ανατολική Συρία αν αυτή υπονομεύει πολιτικά και στρατιωτικά την αμερικανο-κουρδική συμμαχία και τον ρόλο που της επιφυλάσσουν στην διευθέτηση της συριακής κρίσης.
Μια κρίση που παραμένει πρωτίστως αμερικανο-ρωσική υπόθεση, στην οποία αμερικανική προτεραιότητα έχει το υπαρκτό ζήτημα ασφάλειας του Ισραήλ παρά το, προσχηματικό των περιφερειακών τουρκικών επιδιώξεων, ζήτημα ασφάλειας της Τουρκίας. Γιατί, πράγματι, άλλο ζήτημα, και για την Ουάσιγκτον, είναι μια οριοθετημένη τουρκική επιτήρηση στην Συρία και άλλο ζήτημα οι ρωσο-τουρκικές σχέσεις και οι επιπλοκές που δημιουργεί το πλέγμα Ρωσία-Τουρκία-Ιράνστις περιφερειακές εξελίξεις.
Κι αν ο Τράμπ, παρά τις νομοθετικές πιέσεις του Κογκρέσου, χαμηλώνει τους τόνους για τους τουρκικούς… S-400, ο χρόνος που παραχώρησε στον Ερντογάν εκπνέει και τα όρια ελιγμών ενός «επιτήδειου ουδέτερου» σε περιφερειακό επίπεδο -αλλά ενταγμένου ακόμη στο πλέγμα του δυτικού προσανατολισμού- περιορίζονται.
Και είναι μόνο η συνέχιση της τραγωδίας της συριακής κρίσης – πάνω στην οποία καιροσκοπούν όλοι για τις περιφερειακές επιδιώξεις τους – η οποία επιτρέπει στον καθέναν μια περιορισμένη ευελιξία, υποκείμενη πάντα στο απρόβλεπτο, που μπορεί να προκαλέσει οποιαδήποτε πλευρά.
Σ’ άλλες περιπτώσεις, η Ελλάδα αλλά και η Κύπρος θα ακολουθούσε σταθερά την πολιτική της «μη-εμπλοκής» σε περιφερειακές διενέξεις, ωστόσο η επιθετική πολιτική του Ερντογάν στην περίπτωση της ΑΟΖ αλλά και στις διαπραγματεύσεις του Κυπριακού οδηγούν στην αναζήτηση συνθηκών και προϋποθέσεων ενίσχυσης των ελληνικών συμφερόντων στην Αν. Μεσόγειο.
Κι αν η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Γαλλία, η Ιταλία αλλά και το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Ρωσία δείχνουν να επιμένουν στην συντήρηση ενός πλαισίου νομιμότητας και κάποιων ελληνικών διπλωματικών ερεισμάτων, είναι όμως η Ουάσιγκτον που δημιουργεί τις πραγματικές ή υποθετικές προσδοκίες στην ελληνική πλευρά. Κι έτσι, το θεμελιώδες ερώτημα ή προσδοκία εξακολουθεί να παραμένει:
· Τι ουσιαστικό έχει πράξει η αμερικανική διπλωματία για την Ελλάδα και την Κύπρο απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις;
· Τι αμυντική βοήθεια έχει παράσχει η Ουάσιγκτον στην Ελλάδα, δεδομένης της αυξανόμενης ψαλίδας στα εξοπλιστικά Ελλάδος-Τουρκίας;
· Ούτε μια ναυτική αμερικανική άσκηση, ούτε μια αμερικανική ναυτική νότα για ασκήσεις της στις περιοχές της Κυπριακής ΑΟΖ (και στα κυπριακά χωρικά ύδατα) όπου γίνονται οι παράνομες τουρκικές έρευνες;
Γιατί, επίμονα και επανειλημμένα, “ψιθυρίζεται” ότι εγκυρότατοι αμερικανικοί κύκλοι έχουν επανειλημμένα προειδοποιήσει την Αθήνα ότι σε μια κρίση, που θα προκληθεί από παράνομες τουρκικές ενέργειες γύρω από το Καστελόριζο, η Αθήνα θα είναι … «μόνη»;;
Γιατί το συστηματικό αμερικανικό ενδιαφέρον σχετικά με την “αποτροπή” μιας κρίσης αφορά τον “αυτοπεριορισμό” της ελληνικής αντίδρασης;
Μήπως “διαβάζουμε” εντελώς λάθος τις επιλογές του Προέδρου Τραμπ, ενώ ο αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα έχει επανειλημμένα επίσης τονίσει με κατηγορηματικές δημόσιες δηλώσεις του ότι η Αθήνα δεν πρέπει να συνδέει τις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις με τις εξελίξεις στις αμερικανο-τουρκικές;
Με απλά λόγια, ενώ π.χ. ο Ταγίπ ενισχύεται διπλωματικά και στρατιωτικά από την Ρωσία, έστω και στο επίπεδο δημιουργίας διαπραγματευτικών ερεισμάτων σ’ όλο το φάσμα Αιγαίου, Κυπριακού, Αν. Μεσογείου, Συρίας, Κουρδικού, φτάνοντας και μέχρι τον Λίβανο και παλαιστινιακούς κύκλους της Ιερουσαλήμ, οι ΗΠΑ “αδρανούν” στα όποια … “κελεύσματα” (;) Αθήνας ή Λευκωσίας;
Γιατί αυτό που ενδιαφέρει σε…”τελική ανάλυση” είναι ότι οι ελληνο-αμερικανικές σχέσεις στο πεδίο της ελληνικής αμυντικής ικανότητας παραμένουν σε εντελώς… συμβολικό επίπεδο και “προσεκτικών” αμερικανικών διακηρύξεων.
Μπορεί να αλλάξει κάτι στο πεδίο αυτό ή κάποιοι κύκλοι δεν προτιμούσαν να αλλάξει για την διευκόλυνση των διπλωματικών χειρισμών τους σε μια ευρύτερη διαπραγμάτευση;