Σε «μονοπάτι» ελληνοτουρκικής κρίσης κινούνται οι τελευταίες εξελίξεις, καθώς η αποστολή τουρκικών γεωτρυπάνων στην κυπριακή ΑΟΖ, αναμένεται να απασχολήσει στο άμεσο μέλλον και την Ελλάδα, εφόσον η Άγκυρα σκοπεύει να στείλει γεωτρύπανο στην περιοχή του Καστελόριζου, αναγκάζοντας την Αθήνα να αντιδράσει.
Μια ελληνοτουρκική κρίση είναι πολύ κοντά και αυτή τη φορά δεν περιέχει παράτυπες NAVTEX για ασκήσεις που δεν γίνονται ποτέ, ούτε και προπαγανδιστικούς χάρτες και απαιτήσεις από τις φυλλάδες του Ερντογάν. Πλέον αφορά σαφή παραβίαση της ελληνικής κυριαρχίας και αποτελεί αιτία πολέμου. Η ανακήρυξη ΑΟΖ εδώ και τώρα από την Αθήνα είναι η μόνη λύση για ν αεμποδιστεί η δημιουργία τετελεσμένων.
Η συνταγή για την πρόκληση ελληνοτουρκικής κρίσης υπάρχει εδώ και δεκαετίες, έχει δοκιμασθεί και η εφαρμογή της είναι στη διακριτική ευχέρεια –εν προκειμένω– του Ερντογάν. Παραδοσιακά, η Άγκυρα χρησιμοποιούσε την αποστολή ερευνητικού σκάφους της για σεισμικές έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα σαν μηχανισμό πυροδότησης. Το έργο το έχουμε δει επανειλημμένως από τη δεκαετία του 1970, με κορυφαία στιγμή την κρίση του 1987 στο Αιγαίο.
Η Τουρκία εφάρμοσε την ίδια συνταγή και στην κυπριακή ΑΟΖ, όταν η Λευκωσία δρομολόγησε το ενεργειακό πρόγραμμά της, υπενθυμίζει ο Σταύρος Λυγερός. Το «Μπαρμπαρός» έχει «σαρώσει» την κυπριακή υφαλοκρηπίδα. Η Κυπριακή Δημοκρατία, όμως, ήταν προφανές εξαρχής πως δεν είχε τη δυνατότητα να υπερασπίσει με στρατιωτικά μέσα τα κυριαρχικά δικαιώματά της. Γι’ αυτό και περιορίσθηκε σε διπλωματικές αντιδράσεις. Το ίδιο κι όταν το «Φατίχ» άρχισε τη γεώτρηση δυτικά της Πάφου.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι τί θα πράξει η Αθήνα εάν οι Τούρκοι, όπως έχουν προαναγγείλει, στείλουν μετά τις 15 Αυγούστου ερευνητικό σκάφος για σεισμικές έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα (ΑΟΖ δεν έχει ανακηρυχθεί), συγκεκριμένα στη θαλάσσια περιοχή νοτίως του άξονα Ρόδος-Καστελλόριζο. Η Ελλάδα δεν είναι Κυπριακή Δημοκρατία. Έχει άλλο μέγεθος και δαπανά εδώ και δεκαετίες τεράστια κονδύλια ακριβώς για να διατηρεί αξιόμαχες ένοπλες δυνάμεις, ικανές να προασπίσουν τα κυριαρχικά δικαιώματα, στηρίζοντας μία αξιόπιστη αποτρεπτική στρατηγική.
Κατάθεση συντεταγμένων και χάρτη
Μπορεί η υφαλοκρηπίδα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας να μην έχει οριοθετηθεί, αλλά η Άγκυρα έχει φροντίσει να καταθέσει συντεταγμένες και χάρτες, ξεκαθαρίζοντας ποιες θαλάσσιες περιοχές θεωρεί δική της υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ. Μεταξύ αυτών είναι εκτεταμένες θαλάσσιες περιοχές που –με βάση την αρχή της μέσης γραμμής– ανήκουν στην Ελλάδα.
Το γεγονός αυτό μπορεί να μην συνιστά ακριβώς μονομερή οριοθέτηση, αλλά οπωσδήποτε δημιουργεί ένα διπλωματικό τετελεσμένο, όσο στην πράξη μένει αναπάντητο. Γιατί η Ελλάδα, ως απάντηση, δεν έχει καταθέσει τις δικές της συντεταγμένες στον ΟΗΕ, ώστε να καταστεί σαφές πως υφίσταται διαφορά; Γιατί δεν έχει κυκλοφορήσει στις ξένες κυβερνήσεις τον αντίστοιχο χάρτη, ώστε να μην αφήνει ελεύθερο έδαφος στην τουρκική διπλωματία; Και βεβαίως προκαλεί απορία, γιατί δεν έχει ανακηρύξει (όχι οριοθετήσει) ΑΟΖ, όπως μονομερώς έχει δικαίωμα σύμφωνα με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, την οποία έχει υπογράψει και κυρώσει εδώ και πολλά χρόνια.
Η απάντηση είναι ότι η Αθήνα φοβάται. Είναι το ριζωμένο φοβικό σύνδρομο που την ακινητοποιεί, παρότι οι συνθήκες στη διεθνή σκηνή δεν ήταν ποτέ στη μεταπολεμική περίοδο τόσο ευνοϊκές. Κι αυτό όχι λόγω της ελληνικής διπλωματίας, αλλά λόγω του ρήγματος ΗΠΑ-Τουρκίας. Γιατί, όμως, φοβάται η Αθήνα; Η ανακήρυξη ΑΟΖ είναι μία τυπική πράξη, η οποία δεν αλλάζει τους όρους της διμερούς διαφοράς. Αλλά και η κατάθεση συντεταγμένων αποτελεί στοιχειώδη αμυντική διπλωματική κίνηση στην αντίστοιχη κίνηση της Τουρκίας κι όχι κάποιου είδους πρόκληση που μπορεί να ερεθίσει το «θηρίο».
Διαβάστε τη συνέχεια στο
Η νέα ελληνική κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει μία από τις πλέον σοβαρές κρίσης της σύγχρονης ιστορίας της χώρας. Θα συνεχίσει την «παράδοση» με ήπια ρητορική ή θα προχωρήσει σε πράξεις που δηλώνουν την ξεκάθαρη κυριαρχία και ισχύ της Ελλάδας στην περιοχή;
Η πολιτική του κατευνασμού που κυριαρχεί τις τελευταίες δεκαετίες έχει αποτύχει παταγωδώς και έχει οδηγήσει τη χώρα μας σε μειονεκτική θέση, ενώ την ίδια στιγμή οι κινήσεις που πρέπει να γίνουν για να βγούμε από αυτή τη θέση είναι ξεκάθαρες.