Ας συμφωνήσουμε πρώτα όλοι σε κάτι. Αν η Ελλάδα φτάσει ποτέ σε πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία, θα διαπιστώσει ότι στο πεδίο της μάχης θα είναι μόνη της.
Θα πρέπει λοιπόν να ισχυροποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις της και να αναπτύξει την αμυντική της βιομηχανία, επικεντρωνόμενη σε εφαρμογές υψηλής τεχνολογίας και αξιοποιώντας το επιστημονικό δυναμικό εντός κι εκτός συνόρων, χωρίς ρουσφέτια. Τα ανωτέρω προϋποθέτουν μια ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία και ιδανικά στενότερες οικονομικές σχέσεις με μεγάλες εταιρείες της Δύσης, π.χ. μέσω άμεσων ξένων επενδύσεων. Επιπλέον, προϋποθέτουν την επανεξέταση του αμυντικού προϋπολογισμού για να μην κατευθύνεται η μερίδα του λέοντος σε μισθούς και συντάξεις του προσωπικού όπως συμβαίνει σήμερα αλλά σε σύγχρονο εξοπλισμό.
Είναι πολύ πιθανό ότι οι εταίροι μας στην ΕΕ θα επιβάλουν πιθανόν οικονομικές κυρώσεις στην Τουρκία και ίσως κάποιοι από αυτούς, π.χ. Γαλλία, μας προμηθεύσουν με στρατιωτικό υλικό. Όμως, θα ήταν ουτοπικό να περιμένουμε πως θα πολεμήσουν μαζί μας στην πρώτη γραμμή. Άλλες χώρες θα μείνουν στα λόγια, καταδικάζοντας τις τουρκικές ενέργειες ή παραμένοντας άφωνες. Το ΝΑΤΟ θα ακολουθήσει πιθανόν γραμμή ουδετερότητας ενώ θα προσπαθεί να αποτρέψει ή περιορίσει μια σύγκρουση με διπλωματικά μέσα.
Αν υπάρχει ένα ερώτημα, αυτό είναι η στάση των ΗΠΑ. Στην Ελλάδα μάς αρέσει να βγάζουμε συμπεράσματα, εξετάζοντας τα πράγματα επιδερμικά. Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν όλοι στέκονται στις διαφαινόμενες καλές προσωπικές σχέσεις του Τραμπ με τον Ερντογάν. Όμως, εμφανίζονται να αγνοούν την αλλαγή της αμερικανικής στρατηγικής που έχει πρωταρχικούς στόχους τον περιορισμό της Κίνας, της Ρωσίας και σε μικρότερο βαθμό του Ιράν.
Ο ρόλος της Τουρκίας είναι σημαντικός, γιατί αφενός μπορεί να ενισχύσει τον αντιρωσικό άξονα που ξεκινά από τη Ρουμανία στη Βαλτική και αφετέρου να εμποδίσει την επέκταση του Ιράν προς τη Μεσόγειο. Τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Τουρκίας συμπίπτουν.
Η γείτονα γνωρίζει από την ιστορία πως δεν μπορεί να εμπιστευτεί ούτε τη Ρωσία ούτε το Ιράν, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που έχουν συμφέρον να παραμείνει η Τουρκία ανεξάρτητη. Αλλωστε, υπάρχει προηγούμενο. Οι ΗΠΑ εγγυήθηκαν την ακεραιότητα της Τουρκίας μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιλαμβάνονται επίσης ότι η Τουρκία δεν είναι αυτή που ήταν στο παρελθόν. Η Τουρκία έχει ισχυροποιηθεί οικονομικά και στρατιωτικά πολύ και δεν αποδέχεται πια τις αμερικανικές εντολές. Ο Ερντογάν το έχει καταστήσει σαφές και επιδιώκει να του φέρονται ως πρόεδρο μιας περιφερειακής υπερδύναμης.
Αυτό είναι το γενικότερο πλαίσιο που διέπει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και δεν πρόκειται να αλλάξει στο ορατό μέλλον. Οι διαφαινόμενες καλές διαπροσωπικές σχέσεις των Τραμπ και Ερντογάν συμπληρώνουν το παζλ και ίσως είναι εν μέρει απόρροια των ισορροπιών που υπάρχουν. Ο Τραμπ εγκαταλείπει τους Κούρδους της Συρίας για να μη θυσιάσει τη σχέση των ΗΠΑ με την ισχυροποιημένη Τουρκία και για να είναι συνεπής με τη θέση του πως η χρήση στρατιωτικής δύναμης θα πρέπει να είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Ιδίως στη Μέση Ανατολή, που είναι δευτερεύουσας σημασίας πλέον για την αμερικανική στρατηγική, από τη στιγμή που έχουν καταφέρει ισχυρό πλήγμα στο Ισλαμικό Κράτος και στην Αλ Κάιντα.
Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει η Ελλάδα απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα; Μα να κινητοποιήσει την «άλλη Ελλάδα» που βρίσκεται στο εξωτερικό και ιδιαίτερα την ομογένεια στις ΗΠΑ. Αφενός, για να ενισχύσει τους οικονομικούς δεσμούς με τη μητέρα πατρίδα των ομογενών που μπορεί να είναι 3ης ή 4ης γενιάς και αφετέρου, για να τους χρησιμοποιήσει ως μοχλό ενημέρωσης και πίεσης προς τις κυβερνήσεις των χωρών που βρίσκονται.
Αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει αλλά δυστυχώς δεν έχει γίνει. Ιδιαίτερα σε μια χρονιά προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ όπως το 2020, οι ομογενείς θα μπορούσαν να ασκήσουν πίεση προς τον πρόεδρο Τραμπ να λάβει περισσότερο υπόψη του τις ελληνικές ευαισθησίες για θέματα όπως η συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης. Η αμερικανική στρατηγική μπορεί να μην αλλάξει. Όμως, η ύπαρξη ενός μοχλού πίεσης στις ΗΠΑ, όπως η ομογένεια, είναι το ισχυρότερο όπλο που έχει η χώρα μας.
Dr Money