Οι εξελίξεις στην Ιντλίμπ της Συρίας τις τελευταίες εβδομάδες είναι καταιγιστικές. Ποια είναι, όμως, τα γεγονότα που τις πυροδότησαν και πώς θα επιλυθεί η ρωσοτουρκική κρίση; Καταρχάς, η Άγκυρα, που είχε αναλάβει τον αφοπλισμό των τζιχαντιστικών ομάδων που είχαν συγκεντρωθεί στην Ιντλίμπ και τον διαχωρισμό τους από τις σχετικά μετριοπαθέστερες δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης, όχι μόνο δεν υλοποίησε τις δεσμεύσεις της, αλλά άρχισε να τροφοδοτεί με μισθοφόρους την κυβέρνηση της Τρίπολης. Ετσι, αφενός, ήρθε σε ευθεία αντιπαράθεση με τη Ρωσία, δεδομένου ότι η δεύτερη υποστηρίζει τον Χαφτάρ στον λιβυκό εμφύλιο, αφετέρου, εξασθένισε τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να αντισταθούν στον Ασαντ, με επακόλουθο να αντεπιτεθεί, συναντώντας μικρότερη αντίσταση.
Κατά δεύτερον, στην πρόσφατη επίσκεψη της γερμανίδας καγκελαρίου στην Άγκυρα, συμφωνήθηκε το Βερολίνο να προσφέρει 40 εκατ. ευρώ ώστε να μετεγκατασταθούν έως και μισό εκατομμύριο Σύροι (κυρίως Τουρκομάνοι) στην ευρύτερη περιοχή γύρω από την Ιντλίμπ. Αυτό θα σήμαινε την εδραίωση της τουρκικής παρουσίας. Και εδώ προκύπτει η σοβαρή διαφοροποίηση από μεριάς της Μόσχας: μπορεί να αποδεχθεί τον τουρκικό έλεγχο στις κουρδικές περιοχές στα ανατολικά του Ευφράτη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί η παραμονή της στην Ιντλίμπ να μονιμοποιηθεί. Είναι ένα κρίσιμο σημείο, διότι ο Ερντογάν θεωρεί πως η διατήρηση των τουρκικών στρατευμάτων (και) στην Ιντλίμπ θα του δώσει βαρύνοντα λόγο για το μέλλον της Συρίας.
Τρίτον, είναι καθοριστικής σημασίας για το καθεστώς Ασαντ τόσο η ανακατάληψη των συγκοινωνιακών αρτηριών Μ4 και Μ5, που προσφέρουν απρόσκοπτη πρόσβαση μεταξύ Χαλεπίου και Δαμασκού, όσο και η εδαφική προέλαση ώστε να εμπεδωθεί η εντύπωση πως επανακάμπτει εμφατικά, θέτοντας υπό τον έλεγχό του όλο και μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας. Να σημειωθεί πως η Άγκυρα δεν θέλει να εμπλακεί στρατιωτικά ολοσχερώς και προσπαθεί να διατηρήσει τα «πατήματά» της κυρίως μέσω μισθοφορικών και άλλων πολιτοφυλακών. Για αυτό, οι απώλειες των τούρκων στρατιωτών δεν ήταν στο πεδίο των μαχών. Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία σήμερα είναι σε δυσχερή θέση, παρά τις προσπάθειες να βάλει στο παιχνίδι και τους Αμερικανούς.
Παραμένει μία πιθανότητα η Ουάσιγκτον να προσφέρει στην Άγκυρα περισσότερα στη Ροτζάβα – σε βάρος των Κούρδων – για να την αποσπάσει από τη Μόσχα, ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση η τουρκική ηγεσία θα διακινδύνευε να ενοχλήσει περαιτέρω το Κρεμλίνο, με απρόβλεπτες συνέπειες για τα συμφέροντά της στη Συρία – και όχι μόνο. Βέβαια, ο Ερντογάν πιέζεται και από τη δυσαρέσκεια στο εσωτερικό, ανησυχώντας ότι οι εξελίξεις στην Ιντλίμπ ενδέχεται να του στερήσουν τα δημοσκοπικά οφέλη της εισβολής του περασμένου Οκτωβρίου. Γι’ αυτό, άλλωστε, εκβιάζει – δημόσια τουλάχιστον – ακόμη και τη Ρωσία, επιτρέπει στον Μπαχτσελί να απειλεί με εισβολή στη Δαμασκό (!) και πολλαπλασιάζει τις στρατιωτικές δυνάμεις. Πάντως, η Άγκυρα δεν έχει σοβαρoύς μοχλούς πίεσης στη Συρία, τα ερείσματά της είναι γεωγραφικά περιορισμένα και οι εναπομείναντες τζιχαντιστές βρίσκονται εγκλωβισμένοι κυρίως στην Ιντλίμπ. Ποντάρει, εντούτοις, στην απροθυμία της Ρωσίας να διαταραχθούν οι σχέσεις τους. Πλέον, το λογικότερο σενάριο είναι μία συμβιβαστική φόρμουλα με τη Μόσχα, με χρονική μετάθεση της οριστικής διευθέτησης.