Η τουρκική επέμβαση στα ανατολικά του Ευφράτη ξεκίνησε την Τετάρτη, παρά τη γενική – και εν πολλοίς υποκριτική – κατακραυγή. Ποια είναι, όμως, τα κλειδιά της τουρκικής επέμβασης στη Συρία και ο αντίκτυπός της στην Ελλάδα; Και κυρίως, τι πρέπει να προσέξουμε ως Ελλάδα και γιατί η κατευναστική πολιτική της Δύσης έναντι της Άγκυρας χρήζει αναθεώρησης;
Το βάθος της εμπλοκής της. Πέρα από τις μεγαλοστομίες Ερντογάν, η Τουρκία φαίνεται να κινείται αρχικά προσεκτικά. Η περιοχή όπου οι τουρκικές δυνάμεις θα επιχειρήσουν είναι κυρίως επίπεδη (δεν έχει γεωμορφολογικές συνθετότητες), ωστόσο, χωρίς τεχνικές διευκολύνσεις και ενημέρωση, οι Κούρδοι ίσως αποδειχθούν «σκληρά καρύδια». Οι Τούρκοι προτίθενται να δραστηριοποιηθούν σε μήκος 100+ χλμ. της συνοριογραμμής ώστε να κάνουν πραγματικότητα το αμφιλεγόμενο και υπερφιλόδοξο πλάνο Ερντογάν για κατασκευή 10 πόλεων και 140 χωριών.
Αυτό βέβαια απαιτεί χρόνο και προϋπόθεση ευόδωσης είναι μέχρι εκείνο το σημείο να έχουν κυλήσει όλα ομαλά. Η Άγκυρα, προκειμένου να αποφύγει μεγάλες απώλειες, το πρώτο χρονικό διάστημα θα χρησιμοποιήσει ως εμπροσθοφυλακή χιλιάδες μαχητές του FSA (Ελεύθερος Συριακός Στρατός), αλλά προφανώς η στρατηγική της επιλογή είναι να εγκαθιδρυθεί στην περιοχή, να την αλλοιώσει δημογραφικά και να την ανοικοδομήσει προκειμένου να αποκτήσει ουσιαστικά ερείσματα. Άρα θα χρειαστεί χρόνο, ενώ εν τω μεταξύ θα πρέπει να έχει τηρήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι όσων εκ των εμπλεκομένων επέδειξαν ανοχή, τουλάχιστον σε αυτήν τη φάση. Τι θα συμβεί, επί παραδείγματι, αν το καθεστώς Άσαντ αποφασίσει ότι οι Τούρκοι είναι ανεπιθύμητοι;
Θα συνεννοηθεί η Δαμασκός με την Άγκυρα μέσω Μόσχας και Τεχεράνης; Επισημαίνεται ότι το Κρεμλίνο έθεσε ως προϋπόθεση στην Τουρκία τον σεβασμό της διαδικασίας της Αστάνας και της συμφωνίας των Αδάνων, κάτι που απαγορεύει σκέψεις για μόνιμη παραμονή της Άγκυρας στη συριακή επικράτεια. Οπωσδήποτε, όμως, η σχεδόν μονομερής ενέργεια από πλευράς της τελευταίας δίνει αέρα στα πανιά της και σε άλλα περιφερειακά μέτωπα (βλ. Ανατολική Μεσόγειος).
Τη δυνατότητα εξουδετέρωσης των τζιχαντιστικών θυλάκων, που παραμένουν στην περιοχή (εκτιμώνται μαζί με τις οικογένειές τους σε έως και 70.000) και τους οποίους είχαν θέσει υπό έλεγχο οι κουρδικές πολιτοφυλακές. Πλέον, ακόμη και αν η παλινόρθωση του Ισλαμικού Κράτους μοιάζει απίθανη, το ενδεχόμενο διάχυσης εξτρεμιστών στη Συρία, σε γειτονικές χώρες και αργότερα σε ευρωπαϊκά κράτη δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Ήδη ορισμένοι από αυτούς που πολεμούν στο πλευρό της Άγκυρας κάλλιστα μπορεί να είναι πρώην τζιχαντιστές που δήθεν απαρνήθηκαν το παρελθόν τους, αλλά μόλις εγκατασταθούν εκ νέου στη Συρία θα απεκδυθούν τον μανδύα του μετριοπαθούς. Μάλιστα, στο μέλλον ο Ερντογάν δύναται να τους χρησιμοποιήσει (ειδικότερα τους ευρωπαϊκής καταγωγής) ως μοχλό πίεσης εναντίον της ΕΕ, απειλώντας να «γεμίσει» την Ευρώπη με τζιχαντιστές.
Πάντως, οι επιδόσεις της Άγκυρας στο Ιντλίμπ, όπου είχε επίσης αναλάβει την αδρανοποίηση των εξτρεμιστών, μας καθιστούν ιδιαίτερα επιφυλακτικούς, άρα οι ελληνικές Αρχές οφείλουν να βρίσκονται σε επιφυλακή και συντονισμό με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές και τουρκικές.
Τυχόν αντίποινα / τρομοκρατικές ενέργειες μέσα στην Τουρκία, που θα επαναφέρουν το ζήτημα της ασφάλειας εντός της χώρας, σε μια χρονική περίοδο που ο τουρισμός – λόγω και της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος – παρουσιάζει σημαντική ανάκαμψη. Επίσης, η οικονομία βρίσκεται σε εύθραυστη κατάσταση και ενδεχόμενη επιμήκυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων θα αυξήσει το οικονομικό κόστος.
Εξίσου, αν και η τουρκική κοινωνία είναι μαθημένη σε απώλειες του στρατιωτικού προσωπικού, δεν θα είναι εύπεπτες μεγάλες απώλειες στο πεδίο της μάχης. Σε ένα τέτοιο σενάριο, ο Ερντογάν θα βρεθεί στη γωνία, αναζητώντας εξιλαστήρια θύματα για την αποτυχία του αλλά και τρόπους αποσυμπίεσης. Οι διεργασίες στην Ανατολική Μεσόγειο απαιτούν την προσοχή της Άγκυρας και η προβολή ισχύος στην περιοχή είναι υποχρεωτική για να εξέλθει της απομόνωσής της, καθώς και να διατηρήσει το εθνικιστικό κρεσέντο.
Το δέλεαρ κυρίως προς τους Ευρωπαίους πως με τη ζώνη ασφαλείας θα επαναπατριστούν 1-2 εκατομμύρια Σύροι, κάτι που, αν συνέβαινε, θα ήταν ανακουφιστικό για τους πρώτους αλλά και θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την επιστροφή περισσοτέρων, δεδομένου ότι η κατάσταση στη Συρία βαίνει προς σχετική εξομάλυνση. Όμως, εδώ, η απορία είναι κατά πόσο η τουρκική επέμβαση θα σταθεροποιήσει ή θα αποσταθεροποιήσει την περιοχή ανατολικά του Ευφράτη.
Σημειώνεται πως η επέμβασή της γίνεται σε μια περιοχή όπου, κατά αυτή, συγκεντρώνονται τρομοκράτες, εντούτοις στην πραγματικότητα εδώ και καιρό δεν συνιστούσε εσωτερικό ή περιφερειακό κίνδυνο ασφαλείας. Ενδεχόμενος αναγκαστικός επαναπατρισμός των Σύρων, οι οποίοι σήμερα διαβιούν στην Τουρκία και δη σε αστικά κέντρα, προς τη συριακή ύπαιθρο μπορεί να γεννήσει νέα φαινόμενα ριζοσπαστικοποίησης και ασφαλώς δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση, όπως την παρουσιάζει ο Ερντογάν. Η πίεση των Κούρδων ενδεχομένως να σημάνει και την αύξηση των προσφυγικών ροών σε όμορα κράτη του Νότου, ορισμένα εκ των οποίων φιλοξενούν ήδη μεγάλους αριθμούς προσφύγων (π.χ. Ιορδανία, Λίβανος) και είναι ήδη επιβαρυμένα.
Αν, μάλιστα, οι δυνάμεις του Άσαντ αποφασίσουν να ανταποδώσουν στην Τουρκία και στους εγχώριους συμμάχους της στο μέτωπο του Ιντλίμπ, τότε νέα προσφυγικά ρεύματα (από τα σχεδόν 3,5 εκατ. που συγκεντρώνονται εκεί) θα κατευθυνθούν προς αυτή, αυξάνοντας την πίεση στο καθεστώς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις ροές προς την Ελλάδα.
Ανεξάρτητα, πάντως, από την έκβαση, η Τουρκία καλλιεργεί συστηματικά ένα μοτίβο περιφρόνησης θεσμών και κανόνων που επικράτησαν μεταπολεμικά, χωρίς να επαναφέρεται στην τάξη. Η (συχνά παραπλανητική) αυτοπεποίθηση της ηγεσίας της ενισχύεται από την αμφισημία των ΗΠΑ και την αμηχανία της ΕΕ. Το ίδιο θολό μήνυμά της επικοινωνείται και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Επειδή, όμως, έτσι ανοίγει η όρεξη μιας περιφερειακής δύναμης που θέλει να ηγεμονεύσει στο εγγύς εξωτερικό της, θα πρέπει η πολιτική κατευνασμού έναντί της να εμπλουτιστεί με ισχυρές δόσεις αποφασιστικότητας και προσδιορισμού ενός πλαισίου συμπεριφοράς, ακολουθούμενου από συνέπειες. Δυστυχώς, αυτή είναι η μόνη «γλώσσα» που ομιλεί και αντιλαμβάνεται ο τούρκος πρόεδρος.
* Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων