Είναι ένας πολύ σκληρός και άτεγκτος ηγέτης. Συγχρόνως, όμως, είναι καλοπροαίρετος και επιθυμεί να είναι αρεστός και συμπαθής. Και πλέον μεταμορφώνεται συχνά πυκνά από στρατιωτικός καριέρας σε επίδοξο κυρίαρχο της πολιτικής στην πατρίδα του, γνωρίζοντας, ωστόσο, πως δεν είναι αυτός ο δικός του κόσμος.
Απόλυτα σίγουρος για τον εαυτό του όταν μιλάει για όπλα και για μάχες και για επελάσεις, απόμακρος και σφιγμένος όταν πρέπει να παρουσιάσει και να εξηγήσει τις μακροπρόθεσμες στρατηγικές του, όσον αφορά, για παράδειγμα, το τι μέλλει γενέσθαι στην περίπτωση που καταλάβει, τελικά, την Τρίπολη και εγκαθιδρύσει την κυβέρνησή του. «Αυτή δεν είναι η στιγμή της Δημοκρατίας. Δεν επιδιώκω τον διάλογο. Πρώτα πρέπει να πολεμήσω τους εχθρούς μου, τους πολιτοφύλακες, τους τρομοκράτες. Αργότερα, όταν η Λιβύη θα είναι σταθερή, τότε θα μιλήσουμε εκ νέου για εκλογές και ελευθερία του Τύπου», έχει αναφέρει περισσότερες από μία φορές ο Χαλίφα Χαφτάρ, μιλώντας στην .
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, ο 76χρονος, σήμερα, στρατάρχης έχει παραχωρήσει τρεις συνεντεύξεις στην ιταλική εφημερίδα. Πρώτη φορά συνομίλησε με τον Λορέντσο Κρεμονέζι, πολεμικό ανταποκριτή της Corriere με ειδίκευση στη Μέση Ανατολή, το 2017 στο γραφείο του στη Βεγγάζη.
Για περισσότερο από μια ώρα ο Χαφτάρ εξηγούσε στον συνομιλητή του πως στην αρχή ήταν αυτός ο κύριος υποψήφιος για τη θέση του υπουργού Αμυνας της Λιβύης στην κυβέρνηση που προέκυψε μετά την επανάσταση κατά του Μουαμάρ Καντάφι το 2011. «Αλλά οι εξτρεμιστές ισλαμιστές και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι που κυριαρχούν στην Τρίπολη δεν με ήθελαν. Τότε κατάλαβα πως για αυτούς δεν υπάρχει άλλη λύση πέρα από τη σιδηρά πυγμή. Οι πολιτοφυλακές τους είναι έρμαια της Αλ Κάιντα και του ISIS», είχε σημειώσει, αδυνατώντας να κρύψει την οργή του για την προσβλητική απόρριψή του.
Το 2014 ο Χαλίφα Χαφτάρ ξεκίνησε την Επιχείρηση Αξιοπρέπεια με στόχο την «επανίδρυση» της Λιβύης γύρω από ένα και μοναδικό κέντρο εξουσίας, «το δικό του» κέντρο εξουσίας, σημειώνει ο ιταλός δημοσιογράφος. Από τότε έως σήμερα, ωστόσο, έχουν περάσει αρκετά χρόνια και η κατάσταση στη Λιβύη παραμένει χαοτική. Ο επικεφαλής του Λιβυκού Εθνικού Στρατού που μάχεται κατά των δυνάμεων της κυβέρνησης της Τρίπολης υπό τον Φαγέζ Αλ Σαράζ, πλέον επείγεται να ολοκληρώσει την αποστολή του.
Γιατί είναι προχωρημένης ηλικίας ενώ αντιμετωπίζει και προβλήματα υγείας, καθώς υποφέρει από την καρδιά του. Γιατί γνωρίζει πως ακόμα και εάν καταφέρει να καταλάβει την λιβυκή πρωτεύουσα και να ρίξει την κυβέρνηση του Αλ Σαράζ θα πρέπει στη συνέχεια να λογαριαστεί με τους πρώην επικεφαλής του στρατού του Καντάφι. Γιατί οι τοπικές φυλές της Κυρηναϊκής και του Φεζάν που τον ακολουθούν και τον στηρίζουν, καθορίζουν τη στάση τους ανάλογα με τις επιτυχίες των δυνάμεων του στα πεδία των μαχών. Γιατί η εν λόγω εκστρατεία έχει διαρκέσει ήδη παρά πολύ. Και αυτό εξηγεί γιατί ο Χαφτάρ αρνήθηκε να υποκύψει στις πιέσεις της Μόσχας για τη σύναψη εκεχειρίας με την κυβέρνηση της Τρίπολης. «Επέλεξε τον δρόμο της ισχύος. Εάν σταματήσει είναι χαμένος. Το να επανέλθει στο παιχνίδι του διαλόγου τον αποδυναμώνει. Κάθε μέρα που περνάει αποτελεί μια νίκη για την Τρίπολη», εξηγεί ο ιταλός ανταποκριτής.
Τον περασμένο Απρίλιο ο Χαφτάρ εξαπέλυσε την τελική επίθεσή του κατά των δυνάμεων του Αλ Σαράζ με στόχο την κατάληψη της Τρίπολης, πιστεύοντας πως θα είχε επιτύχει τον στόχο του μέσα σε λίγες ημέρες. Τώρα, σχεδόν δέκα μήνες μετά, να οπισθοχωρήσει ο Χαφτάρ θεωρείται απίθανο, καθώς κινδυνεύει να χάσει τα πάντα, ακόμα και την ίδια του τη ζωή.
Εν μέσω αυτού του κλίματος απόλυτης αβεβαιότητας που επικρατεί στη Λιβύη, ο Χαφτάρ εξοργίζεται ακόμη περισσότερο. Κάποιοι, μάλιστα, έχουν αρχίσει να του προσάπτουν παλιές κατηγορίες. Το ότι πρόδωσε, για παράδειγμα, τον Μουαμάρ Καντάφι κατά τη διάρκεια της ένοπλης σύρραξης με το Τσαντ το 1987. Τότε ο Χαφτάρ ήταν επικεφαλής των λιβυκών δυνάμεων αλλά αιχμαλωτίστηκε και κατά την περίοδο της κράτησής του σχημάτισε με τους αξιωματικούς του μια ομάδα με στόχο να ανατρέψουν τον λίβυο δικτάτορα. Η χειρότερη κατηγορία, όμως, που του έχουν επιρρίψει κατά το παρελθόν και εκτοξεύουν εναντίον του και σήμερα είναι ότι άρχισε να εργάζεται για τη CIA το 1990, χρονιά κατά την οποία οι ΗΠΑ του χορήγησαν την αμερικανική υπηκοότητα, επιτρέποντάς του να εγκατασταθεί στη Βιρτζίνια.
«Ο Χαφτάρ δεν έχει ποτέ πραγματικά κερδίσει έναν πόλεμο», υποστηρίζουν οι αντίπαλοί του. Εκείνος, ωστόσο, κατάφερε να δημιουργήσει εκ του μηδενός έναν αξιόμαχο στρατό, εκμεταλλευόμενος την ολοένα εντονότερη επιθυμία των Λίβυων για σταθερότητα, ανεξάρτητα από το κόστος και αναθερμαίνοντας τις σχέσεις του με τους στρατιωτικούς της Αιγύπτου και τους πρίγκιπες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Εσχάτως εξασφάλισε και την έμμεση στήριξη της Ρωσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Η αποτυχία, ωστόσο, των συνομιλιών στη Μόσχα με στόχο την επίτευξη μιας συμφωνίας για κατάπαυση του πυρός μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών στη Λιβύη, θέτει ένα σοβαρό ερώτημα: θα μπορέσει ο πολιτικός Χαφτάρ να επιβληθεί στον στρατάρχη Χαφτάρ; Αργά ή γρήγορα η απάντηση θα δοθεί από τις όποιες εξελίξεις.