Καθοριστικοί για τη δυνατότητα της Ελλάδας να διαδραματίσει ρόλο στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων θα είναι οι επόμενοι μήνες, καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη ένα μεγάλο παιχνίδι, το οποίο συνδυάζει τις περιφερειακές διπλωματικές κινήσεις, την προσπάθεια της Αθήνας να ενισχύσει το οπλοστάσιό της, αλλά και τη λιγότερο δημοφιλή –πλην όμως απολύτως συνδεδεμένη και με τα εξοπλιστικά– υφιστάμενη συζήτηση για δημιουργία βιομηχανικών υποδομών.
Τις προηγούμενες ημέρες η Αγκυρα προχώρησε σε ένα κρεσέντο ρητορικών προκλήσεων, οι οποίες συνοδεύτηκαν από υπερπτήσεις, την ανακοίνωση για πραγματοποίηση της μεγάλης ετήσιας άσκησης «Γαλάζια Πατρίδα» έως τις 5 Μαρτίου και ισχυρισμούς περί «παρενόχλησης» του «Τσεσμέ» από ελληνικά μαχητικά.
Σύμφωνα με την , έμπειροι παρατηρητές επισημαίνουν ότι οι Τούρκοι σε επιχειρησιακό επίπεδο απλώς υπενθύμισαν στην Αθήνα κάτι που είχαν ήδη γνωστοποιήσει στον τελευταίο γύρο των διερευνητικών στην Κωνσταντινούπολη.
Δηλαδή, ότι οι βασικές διεκδικήσεις τους αφορούν το Αιγαίο, με την Ανατολική Μεσόγειο να τίθεται εκτός πλαισίου διερευνητικών (η Αγκυρα πλέον τις περιγράφει ως «συμβουλευτικές»), προκειμένου να συζητηθεί σε εύθετο χρόνο.
Το αίτημα Aθήνας σε ΗΠΑ
Παράλληλα με τις αυξημένες ασκήσεις, Αθήνα και Ουάσιγκτον βρίσκονται σε προχωρημένες συζητήσεις για την ανανέωση της MDCA. Τις τελευταίες εβδομάδες, από την ελληνική πλευρά (σε επίπεδο τεχνοκρατών) έγινε μια απόπειρα συνδυασμού της πενταετούς ανανέωσης της MDCA με την ένταξη της Ελλάδας σε προγράμματα FMF ανάλογα με εκείνα που αφορούν την Αίγυπτο, το Ισραήλ και την Ιορδανία, δηλαδή χώρες που αποτελούν εταίρους των ΗΠΑ εκτός ΝΑΤΟ.
Πρακτικά η Ελλάδα ζήτησε την ένταξη σε δύο προγράμματα που θα μπορούσαν να αποφέρουν την ενίσχυση με συνολικά 6 δισ. δολάρια (3+3), ωστόσο κάτι τέτοιο βρίσκεται ολοκληρωτικά εκτός της λογικής με την οποία είναι κατασκευασμένο το αμερικανικό θεσμικό οικοδόμημα.
Στην πραγματικότητα οι συζητήσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές αφορούν τη διάρκεια της MDCA και τη χρήση νέων στρατοπέδων ή βάσεων.
Εως τώρα έχουν τεθεί στο τραπέζι συνολικά 23 τοποθεσίες (εκτός, βεβαίως, από Σούδα, Στεφανοβίκειο, Λάρισα, Αλεξανδρούπολη).
Στο τηλεφώνημα ανάμεσα στους υπουργούς Εξωτερικών Νίκο Δένδια και Τόνι Μπλίνκεν, συνολικής διάρκειας 45 λεπτών, τέθηκαν ευρύτερα στρατηγικά θέματα. Επίσης, παρά τις δυσκολίες που υπάρχουν, γίνονται προσπάθειες και για νέες επικοινωνίες σε ανώτατο επίπεδο (Τζο Μπάιντεν με Κυριάκο Μητσοτάκη) αλλά και στο αμυντικό (Λόιντ Οστιν με Νίκο Παναγιωτόπουλο), καθώς έως αυτή τη στιγμή η πιθανότητα αποστολής κάποιου υψηλόβαθμου αξιωματούχου στην Ουάσιγκτον για την 25η Μαρτίου και τους εορτασμούς των 200 χρόνων είναι μάλλον αμφίβολη λόγω της πανδημίας.
Ως προς την ποιότητα της αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας και ΗΠΑ, η επέκτασή της μπορεί σε σημαντικό βαθμό να κριθεί από το πρόγραμμα των φρεγατών.
Στην Ουάσιγκτον αναμένουν τη μη δεσμευτική επιστολή από την Αθήνα (LOR), προκειμένου να ξεκινήσει και μια πιο ουσιαστική συζήτηση για το πλοίο ενδιάμεσης λύσης που προτίθεται (και μπορεί) να αποδεσμεύσει το αμερικανικό Ναυτικό, ώστε να προχωρήσουν οι συζητήσεις, εφόσον βεβαίως επιλεγεί η πρόταση των ΗΠΑ έναντι των υφισταμένων Γαλλίας, Ολλανδίας, Ιταλίας, Ισπανίας, Βρετανίας και Γερμανίας.
Η ελληνική επιθυμία για αντιτορπιλικό «Αρλεϊ Μπερκ» παραμένει πολύ δύσκολο να ικανοποιηθεί.
Εφόσον πάντως επιλεγεί η αμερικανική λύση, υπάρχει σαφής πρόβλεψη για την από κοινού ανάπτυξη και παραγωγή της επόμενης κλάσης αμερικανικών φρεγατών τύπου Constellation (FFGX).
Πρόκειται, εν ολίγοις, για μια έμμεση πλην σαφή πρόνοια ότι πιθανή συνεργασία με τις ΗΠΑ στο σκέλος των φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού (Π.Ν.) δεν θα περιοριστεί στις τέσσερις MMSC, αλλά θα οδηγήσει στη ναυπήγηση και άλλων πλοίων αργότερα, στο τέλος της δεκαετίας.
Αυτή η αμερικανική επιλογή να επενδύσει στη συνεργασία με την Ελλάδα στο ναυτικό πεδίο, έπειτα από αρκετές δεκαετίες, υποκρύπτει και τη σαφή βούληση της Ουάσιγκτον να συνεργαστεί με τις ναυτικές δυνάμεις της περιοχής.
Το Π.Ν., έπειτα από μια δεκαπενταετία ουσιαστικής αδράνειας σε αυτό το σκέλος, καλείται να παίξει γεωπολιτικό ρόλο, ο οποίος δεν μπορεί υπό την παρούσα κατάσταση του στόλου να διαδραματιστεί.
Η βιομηχανική παραγωγή
Πέρα από όποια επιλογή γίνει τα επόμενα χρόνια, την Αθήνα απασχολούν οι δυσκολίες δημιουργίας μιας βιομηχανικής βάσης που θα επιτρέψει όχι μόνο την αγορά αλλά και –σε βάθος χρόνου– την ανάπτυξη συστημάτων.
Στις συζητήσεις με τους διάφορους ενδιαφερόμενους για το εθνικό τυφέκιο είναι σαφώς ενταγμένη και η δυνατότητα να στηθεί γραμμή παραγωγής για εξαγωγές του προϊόντος και εκτός Ελλάδος. Ανάλογες, βεβαίως, είναι και οι συζητήσεις για τα ναυπηγεία.
Κατά πολλούς, η συζήτηση για δύο ξεχωριστά ναυπηγεία (Σκαραμαγκάς και Ελευσίνα) αποτελεί συνταγή αποτυχίας γι’ αυτό και θεωρείται βέλτιστη λύση είτε η συγχώνευσή τους είτε η ιδιωτικοποίηση της μιας από τις δύο εγκαταστάσεις.
Στα προγράμματα που θα προχωρήσουν την επόμενη περίοδο εντάσσεται, πάντως, η αναβάθμιση των παλαιότερων ελικοπτέρων Απάτσι της Αεροπορίας Στρατού (AH-64A) αλλά και των πυραυλικών συστημάτων MLRS. Μάλιστα, στην περίπτωση των Απάτσι σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και οι πρόσφατες επαφές με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ).