Ιστορικά ο εθνικισμός στην Τουρκία ήταν κατεξοχήν συνδεδεμένος με τις παραλλαγές του κεμαλισμού, ιδίως από τη στιγμή που ήταν ο Κεμάλ Ατατούρκ αυτός που κατεξοχήν συνέβαλε στην αρχική διατύπωση του τουρκικού εθνικού αφηγήματος, σε μια διαδρομή που από τους Νεότουρκους καταλήγει στη διαμόρφωση του τουρκικού κράτους.
Η επιμονή σε μια τουρκική και όχι οθωμανική ταυτότητα, η εισαγωγή στοιχείων τομής με το παρελθόν (ακόμη στο επίπεδο του αλφάβητου), η αντίληψη ενός κοσμικού εθνικού ιδεώδους διαχωρισμένου από την μουσουλμανική ταυτότητα ήταν μερικά από τα στοιχεία αυτά. Προφανώς και εντός αυτού του αφηγήματος δεν ακυρωνόταν κάθε αναφορά στην Οθωμανική ιστορία ή το Ισλάμ, αλλά ήταν σαφής η προσπάθεια για έναν εθνικισμό πιο κοντά στη συνεκτική ιδεολογία των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών.
Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν έπαυε να έχει το στοιχείο επιθετικότητας που χαρακτηρίζει κάθε εθνικισμό ή ότι δεν περιλάμβανε επίσης διάφορες «εθνικές διεκδικήσεις». Η Κυπριακή τραγωδία για παράδειγμα έχει ως αφετηρία το πώς θεωρήθηκε ότι η Κύπρος ανήκει στην ευρύτερη έννοια του τουρκικού εθνικού χώρου. Και βέβαια και η έναρξη των τουρκικών «αναθεωρητικών» αξιώσεων σε σχέση με το Αιγαίο, ήδη από τη δεκαετία του 1970 στο πλαίσιο μιας «κεμαλικής» εκδοχής εθνικισμού έλαβε χώρα. Άλλωστε, υπήρχε πάντα και ο ρόλος του στρατού ως θεματοφύλακα αυτής της παράδοσης, ενώ σημαντικό ρόλο στην αναπαραγωγή μιας σκληρής εθνικιστικής γραμμής θα παίζει και η τουρκική ακροδεξιά.
Και βέβαια κρίσιμη έκφραση του τουρκικού εθνικισμού και της αντίληψης εθνικού κράτους που πρέσβευε και η στάση απέναντι στο Κουρδικό και η πάγια άρνηση αναγνώρισης ότι όντως υπάρχει μια διακριτή κουρδική εθνική ταυτότητα, με αποτέλεσμα έναν παρατεταμένο πόλεμο εντός και εκτός συνόρων.
Η εποχή Ερντογάν
Το παράδοξο με τον Ερντογάν είναι ότι παρότι ξεκίνησε παρεκκλίνοντας εν μέρει από ορισμένες σταθερές του κεμαλισμού (μεγαλύτερη διάθεση διαλόγου για τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, ετοιμότητα για αναγνώριση κουρδικής γλώσσας και πολιτιστικής ταυτότητας), τελικά θα συνδεθεί με μια επιθετική εκδοχή εθνικισμού που συνδυάζεται όμως με μια ιδιότυπη νέο-οθωμανική διεκδίκηση περιφερειακού ρόλου.
Προφανώς και όλα αυτά δεν ξεκίνησαν στην εποχή του Ερντογάν. Η λογική ότι η Τουρκία μπορεί να έχει έναν ευρύτερο ρόλο με αφετηρία είτε ιστορικούς δεσμούς με τις μουσουλμανικές κοινότητες στα Βαλκάνια είτε την γλωσσική και εν μέρει πολιτιστική ταυτότητα με χώρες της Κεντρικής Ασίας, ιδίως τις τέως σοβιετικές δημοκρατίες (για παράδειγμα σήμερα στην Τουρκία στις έρευνες κοινής γνώμης ως πιο κοντινή χώρα καταγράφεται το Αζερμπαϊτζάν), είχε ήδη διατυπωθεί από τη δεκαετία του 1980. Όμως, τώρα σταδιακά διατυπώνονται στο πλαίσιο μιας συνολικότερης αξίωσης ισχυρού ρόλου σε μια ευρύτερη περιοχή.
Αυτό φαίνεται και στο πώς ειδικά επί Ερντογάν διεκδικείται ένας συνολικότερος ρόλος και στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή. Με έναν τρόπο η Τουρκιά φέρεται ως να διεκδικεί έναν ηγετικό ρόλο σε ένα ευρύτερο σύνολο χωρών που έχουν αναφορά στο Ισλάμ. Βέβαια, αυτό ενέχει και μια αντίφαση. Και αυτό γιατί η αραβική ταυτότητα όπως διαμορφώθηκε με αφετηρία τις παραλλαγές του αραβικού εθνικισμού είχε ως αφετηρία και την εμπειρία της αντίστασης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όπως επίσης σηματοδοτεί και μία μετατόπιση από την κεμαλική κατεύθυνση για αποφυγή εμπλοκής στα της Μέσης Ανατολής.
Από το Μαντζικέρτ στο… Κόκκινο Μήλο
Με αυτή την έννοια ήταν πολύ χαρακτηριστικό ότι ο Ερντογάν έσπευσε να χρησιμοποιήσει την επέτειο της νίκης των Σελτζούκων ενάντια στους Βυζαντινούς στο Μαντζικέρτ το 1071, ένα ιστορικό γεγονός που θεωρείται ότι αποτελεί την εκκίνηση του εκτουρκισμού της Ανατολίας, για να διατυπώσει με πολύ επιθετικό τρόπο την άποψη ότι η Τουρκία θα υπερασπιστεί τα συμφέροντά της απέναντι σε όσους τα επιβουλεύονται, αλλά και να επιτεθεί στην Ελλάδα χαρακτηρίζοντάς την ανάξια να συνεχίσει την κληρονομιά του Βυζαντίου.
Ούτε είναι τυχαίο ότι επανέρχεται στη ρητορική του Ερντογάν και εκπροσώπων του η αναφορά στο «Κόκκινο Μήλο» (Kizil elma) μια σχεδόν μυθολογική επίκληση που αναφέρεται στην τριπλή κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, της Βιέννης και της Ρώμης. Μάλιστα, αυτό υπογράμμισε και ανάρτηση του Φαχρετίν Αλτούν, του διευθυντή επικοινωνίας του Ερντογάν που τόνισε ότι «για εμάς το Κόκκινο Μήλο σημαίνει μια μεγάλη και δυνατή Τουρκία. Είναι η ιερή πορεία του έθνους μας που γράφει ιστορία από το Μαντζικέρτ μέχρι την 15η Ιουλίου [ενν. του 2016, την ημερομηνία του αποτυχημένου πραξικοπήματος]… Το Κόκκινο Μήλο είναι αυτό που ολόκληρη η ανθρωπότητα ποθούσε από το Γιβραλτάρ μέχρι τη Χετζάζ και από τα Βαλκάνια μέχρι την Ασία».
Μάλιστα το βίντεο κλιπ που ετοίμασε η διεύθυνση επικοινωνίας για την περίσταση επίσης περιλάμβανε την έννοια του Κόκκινου Μήλου και περιλάμβανε εικόνες από τη Μέκκα και από το τέμενος Αλ-Ακσά στην Κωνσταντινούπολης. Με έναν τρόπο αποτύπωσε ακριβώς την ιδεολογική προβολή που θέλει να κάνει ο Ερντογάν, ένα είδος υπερεθνικισμού με ισλαμικό περίβλημα, ένας συνδυασμός ανάμεσα σε παραδόσεις που προέρχονται από τον κοσμικό εθνικισμό με την ιδιαίτερη εκδοχή πολιτικού Ισλάμ που πρεσβεύει η παράταξη του Τούρκου προέδρου
Ο Ερντογάν δεν έχει πρόβλημα σε αυτή την ιδεολογική κατασκευή ακόμη και να ενσωματώνει διάφορα στοιχεία. Για παράδειγμα δανείζεται αρκετά από το λεγόμενο «ευρασιατικό» ρεύμα σκέψης που κυρίως υποστηρίζει ότι η Τουρκία θα πρέπει να έρθει σε ρήξη με το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως να αναζητήσει άλλες συμμαχίες με τη Ρωσία ή την Κίνα, παρότι ο ίδιος δεν έχει έναν τέτοιο προσανατολισμό. Αυτό για παράδειγμα φάνηκε στον τρόπο που υιοθέτησε το σχήμα της «γαλάζιας πατρίδας», μια κατεύθυνση που κατεξοχήν την επεξεργάστηκε ένα τμήμα της στρατιωτικής ελίτ με μάλλον κοσμικό και όχι ισλαμικό προσανατολισμό.
Η ανάγκη να εξουδετερώνει την αντιπολίτευση
Όλα αυτά έχουν πάντα και έναν πολιτικό υπολογισμό. Ο Ερντογάν ξέρει πως όταν παίζει το χαρτί του εθνικισμού υποχρεώνει την αντιπολίτευση να τον στηρίζει. Με την εξαίρεση του φιλοκουρδικού και αριστερού HDP όλα τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης θέλουν πάντα να δείχνουν ότι μπορεί να είναι ακόμη πιο εθνικιστικά από τον Ερντογάν και γι’ αυτό οι αντιδράσεις τους σε τέτοιες εθνικιστικές ρητορικής εξάρσεις είναι ιδιαίτερα περιορισμένες, ενώ την ίδια ώρα φαίνεται ότι μπορεί να αποτελούν αυτές και τρόπο συσπείρωσης ενός σημαντικού μέρους της τουρκικής κοινωνίας. Αυτό μάλιστα αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τον Ερντογάν σε μια περίοδο όπου δεν μπορεί να παίξει το ίδιο εύκολα το χαρτί της οικονομίας και να διεκδικήσει απήχηση στο όνομα των θετικών οικονομικών δυναμικών, με δεδομένα τα σοβαρά προβλήματα της τουρκικής οικονομίας.
Η σημασία της επίδειξης δύναμης
Το πρόβλημα με αυτού του είδους τη ρητορική δεν βρίσκεται τόσο στη μία ή στην άλλη υπερβολή, αλλά σε δύο καθοριστικές παραμέτρους. Η μία είναι ότι με έναν τρόπο εθίζει την τουρκική κοινή γνώμη, ή έστω σημαντικό μέρος σε μια ιδιαίτερα επιθετική εθνικιστική κατεύθυνση, μια κατεύθυνση που δεν αφορά μόνο τη συνοχή του κυβερνητικού συνασπισμού (μια που είναι ο κοινός τόπος με τους εθνικιστές) αλλά και το πώς προλειάνει το έδαφος για μια ευκολότερη ανοχή στον κραδασμό μιας πολεμικής σύγκρουσης.
Το δεύτερο είναι ότι μια τέτοια ρητορική, όταν γίνεται συστηματική παράμετρος της άσκησης πολιτικής, συνεπάγεται μια αντίληψη ότι τελικά αυτό που μετράει είναι η επίδειξη δύναμης. Είναι, δηλαδή, η αντίληψη ότι ο μόνος τρόπος για να υπάρξει μια αποτελεσματική διαπραγμάτευση είναι να έχει προηγηθεί μια κρίσιμη επίδειξη δύναμης που να αποδεικνύει ποιος είναι ο πραγματικός συσχετισμός δύναμης αλλά και ταυτόχρονα να συνεχίζει το αφήγημα μιας Τουρκίας που επεκτείνει την πραγματική επιρροή και ισχύ της.
Στο κρίσιμο σημείο που βρίσκονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αυτό μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα επικίνδυνο, εάν μάλιστα οδηγήσει σε εγκατάλειψη από τον Ερντογάν της προηγούμενης εκτίμησης ότι ένα «θερμό επεισόδιο» μάλλον θα ευνοούσε όσους θα ήθελαν να «στριμώξουν» την Τουρκία.
Ο κίνδυνος της απομόνωσης
Η Τουρκία μέχρι τώρα έχει καταφέρει να αποφύγει την απομόνωση, κυρίως επειδή μπορεί να αξιοποιεί το φόβο τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια πλήρη ρήξη, αλλά και τις τακτικές συμπορεύσεις με τη Ρωσία. Ωστόσο, υιοθετώντας μια ιδιαίτερα επιθετική ρητορική που διαρκώς επαναφέρει το ενδεχόμενο ανάφλεξης στην ευρύτερη περιοχή καταλήγει να προκαλεί ανησυχία και να αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη επιφύλαξη. Όμως, την ίδια στιγμή μια σειρά από χώρες της περιοχής την αντιμετωπίζουν ολοένα και περισσότερο ως μέρος του προβλήματος, ιδίως με βάσει τον τρόπο που έχει εμπλακεί σε περιφερειακές συγκρούσεις όπως αυτή στη Λιβύη. Η Τουρκία δείχνει να πιστεύει ότι στον κίνδυνο της απομόνωσης μπορεί να απαντήσει με ακόμη πιο έντονες και αλαζονικές προβολές ισχύος με σκοπό να κάνει σαφές ότι παραμένει αναντικατάστατος συνομιλητής και με αναφαίρετο δικαίωμα να είναι τμήμα της όποιας συνεννόησης. Όμως, αυτό δεν είναι αυτονόητο.
Παναγιώτης Σωτήρης