Η είσοδος των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε περίοδο εντεινόμενης και κλιμακούμενης έντασης δεν επιτρέπει τη συνέχεια του αυτομαστιγώματος για τα όσα σήμερα θεωρούμε ότι ήταν εύκολο να είχαν γίνει πριν, αλλά επιβάλλουν σχεδιασμό των επόμενων κινήσεων με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν από τις προηγούμενες προσπάθειες της Ελλάδας να αντιμετωπίσει τόσο τα ελληνοτουρκικά όσο και τα θέματα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με γειτονικές χώρες.
Η Τουρκία έχει επιλέξει να ασκήσει μια βαθιά αναθεωρητική πολιτική, που περνά από τη φάση της αμφισβήτησης σε καθαρή διεκδίκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων άλλων χωρών, χωρίς να ενδιαφέρεται καν για την ύπαρξη, έστω και προσχηματικού, πλαισίου που να καλύπτεται από το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συμβάσεις.
Στην περίπτωση της Λιβύης επιχειρεί να επωφεληθεί από την ανώμαλη κατάσταση στη χώρα, ώστε να αποκτήσει νομικό έρεισμα για να επιβάλει τις παράλογες μονομερείς αξιώσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου. Και έτσι επιχειρεί να επιβάλει το πλαίσιο για εφαρμογή της ίδιας παράλογης πρακτικής και στο Αιγαίο, δημιουργώντας προηγούμενο, εφόσον δεν ανατραπεί αυτή η πολιτική, και για τις οριοθετήσεις της χώρας μας με Ιταλία, Αλβανία, Λιβύη και Αίγυπτο.
Η κριτική που ασκείται, όχι μόνο στη σημερινή αλλά και στις προηγούμενες κυβερνήσεις, εστιάζεται στο γεγονός ότι «αμέλησαν» να οριοθετήσουν θαλάσσιες ζώνες με τη Λιβύη, την Αίγυπτο και την Κύπρο, ώστε έτσι να έχει δημιουργηθεί τετελεσμένο απέναντι στην Τουρκία.
Καταρχήν θα πρέπει να τονιστεί ότι ακόμη κι αν είχαν υπάρξει διμερείς συμφωνίες, τίποτε δεν θα εμπόδιζε την Τουρκία να αμφισβητεί τις συμφωνίες αυτές (όπως έχει κάνει και με τις συμφωνίες οριοθέτησης της Κύπρου με την Αίγυπτο και το Ισραήλ).
Με την Iταλία εκφράζεται η εκτίμηση από καλά ενημερωμένη πηγή του ΥΠΕΞ ότι είμαστε κοντά σε συμφωνία για οριοθέτηση πολλαπλών χρήσεων (multi -purpose maritime boundary), καθώς έχει βρεθεί φόρμουλα για υπογραφή πρωτοκόλλου που θα διατηρεί τα αλιευτικά δικαιώματα σε Ιταλούς αλιείς, παράμετρος που αποτελεί το σημαντικό εμπόδιο για την υπογραφή της συμφωνίας.
Με την Αλβανία επιδεικνύεται μια μάλλον ανεξήγητη αδράνεια, καθώς εν όψει της απόφασης για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων θα πρέπει να ασκηθεί πίεση στην κυβέρνηση Ράμα για να αποδεχθεί, έστω και με τροποποίηση, τη συμφωνία στην οποία είχαν καταλήξει Αθήνα και Τίρανα.
Με την Κύπρο η κατάσταση είναι διαφορετική, καθώς καμιά ελληνική κυβέρνηση μέχρι τώρα δεν τόλμησε να προχωρήσει σε οριοθέτηση, είτε λόγω της εκτίμησης ότι εφόσον η υπόθεση φθάσει κάποια στιγμή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν θα δικαιωθεί πλήρως η ελληνική θέση, με αποτέλεσμα να εμφανιστεί τότε η Ελλάδα ότι εγκαταλείπει και παραδίδει βάσει δικαστικής απόφασης περιοχή στην οποία ασκούσε κυριαρχικά δικαιώματα. Και επίσης είναι δεδομένο ότι η Αθήνα λαμβάνει υπόψη της τις απειλές Ερντογάν, ότι κάθε τέτοια «μονομερής» ενέργεια θα προκαλέσει υπέρμετρη αντίδραση της Αγκυρας.
Ομως, εκτός της περίπτωσης της Κύπρου, που είναι εντελώς διαφορετική, με τη Λιβύη και την Αίγυπτο οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπάθησαν επανειλημμένα να βρουν κοινό τόπο, όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό και πάντως όχι με υπαιτιότητα της Αθήνας.
Με τη Λιβύη, παρά τις προσπάθειες πολλών ετών (εξάλλου συμφωνία οριοθέτησης δεν υπήρξε ούτε επί Α. Παπανδρέου, που οι σχέσεις του με τον Καντάφι ήταν θερμές) δεν υπήρξε πρόοδος, καθώς διαπιστώνονταν σοβαρές αποκλίσεις στις θέσεις που παρουσίαζαν οι δύο χώρες.
Η Λιβύη επιμένει στο κλείσιμο του Κόλπου της Σύρτης, παρά το τεράστιο άνοιγμα των 306 ν.μ. (το δίκαιο της Θάλασσας προβλέπει κλείσιμο κόλπων με άνοιγμα 24 ν.μ.) που έτσι μεταφέρει πολύ βορειότερα τη μέση γραμμή με την Ελλάδα, μετατρέποντας σε λιβυκή υφαλοκρηπίδα μεγάλο τμήμα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Και αυτή η γραμμή πηγαίνει ακόμη βορειότερα, καθώς η Λιβύη επιμένει να μην αναγνωρίζει επήρεια στη Γαύδο.
Το κλείσιμο της Σύρτης έγινε το 1973 και ουδέποτε το αποδέχθηκε η Ελλάδα, ενώ είναι ένας από τους βασικούς λόγους που δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών της Λιβύης, όχι μόνο με την Ελλάδα αλλά και την Ιταλία. Η Λιβύη πάντως βγήκε κερδισμένη και στις δυο φορές που προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης με την Τυνησία και τη Μάλτα και μάλιστα στη δεύτερη περίπτωση η μέση γραμμή μετακινήθηκε προς βορρά, καθώς το δικαστήριο δέχθηκε την ανάγκη για «δίκαιη» λύση ώστε να ληφθεί υπόψη το μέγεθος της Μάλτας και η μείωση της επήρειάς της ως νησιού έναντι της εκτεταμένης λιβυκής ηπειρωτικής ακτής.
Με την Αίγυπτο το ιστορικό των διαβουλεύσεων για οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών είναι γνωστό. Το Κάιρο έπειτα από παλινωδίες και πισωγυρίσματα, βρίσκεται και πάλι στο ίδιο σημείο πριν από 8 χρόνια, όταν με εντατικό ρυθμό είχαν γίνει επαφές των ομάδων εμπειρογνωμόνων.
Η Αίγυπτος δεν συμφωνεί για πλήρη οριοθέτηση, επιδιώκοντας την εξαίρεση της περιοχής στην οποία η Τουρκία προβάλλει διεκδικήσεις ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού, και συνεπώς εξαίρεση της περιοχής επήρειας Καστελόριζου και Στρογγύλης και δεν αποδέχεται την πλήρη εφαρμογή της «μέσης γραμμής», υπονοώντας ότι η αυστηρή χάραξη της μέσης γραμμής ενδέχεται να μην οδηγεί σε «δίκαιο» αποτέλεσμα, παραπέμποντας στην επιχειρηματολογία περί μη πλήρους επήρειας του Καστελόριζου. Ομως και δυτικά του 28ου Μεσημβρινού, το Κάιρο δεν αποδέχεται επίσης την πλήρη επήρεια στα δυο νησιά νότια της Κρήτης, το Κουφονήσι Λασιθίου και τη Χρυσή ή Γαϊδουρονήσι, με την απαίτηση μετακίνησης προς βορρά και εις βάρος της Ελλάδας της γραμμής οριοθέτησης.
Πάντως η Αίγυπτος συμφώνησε καταρχήν (στη συνάντηση εμπειρογνωμόνων του 2012 στο Κάιρο) στον «σεβασμό της μέσης γραμμής ως προσωρινού θαλάσσιου ορίου, ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης», κάτι που θεσμοθετήθηκε με την «τροπολογία Μανιάτη».
Και οι δύο χώρες αντιμετωπίζουν ένα σοβαρό, πολιτικό πλέον πρόβλημα. Η Τουρκία με την κίνηση υπογραφής του μνημονίου με τη Λιβύη προβάλλει ένα ισχυρό κίνητρο και προς τις δύο, ώστε να δεχθούν τη δική της προσέγγιση: με την οριοθέτηση που προτείνει η Αγκυρα και με πλήρη διαγραφή της επήρειας των ελληνικών νησιών και της Κύπρου, η Αίγυπτος κερδίζει σχεδόν 19.000 τ.χλμ υφαλοκρηπίδας και η Λιβύη 39.000 τ.χλμ.
Αυτά είναι μια «προσφορά», που αν και θεωρητική, καθώς δεν πρόκειται ούτε και σε ακραίο σενάριο να ισχύσει η πλήρης διαγραφή της επήρειας των νησιών, καμιά (αιγυπτιακή ή λιβυκή) κυβέρνηση δεν μπορεί εύκολα να αγνοήσει και πάντως σίγουρα δεν θα θελήσει να βρεθεί εκτεθειμένη απέναντι στην αντιπολίτευσή της, ότι «ξεπουλάει κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας στην Ελλάδα».
Η υπογραφή συμφωνιών οριοθέτησης με τη Λιβύη και την Αίγυπτο είναι εξαιρετικής σημασίας, αλλά με δεδομένη τη στάση και τις θέσεις των δύο χωρών, τίθενται στην Ελλάδα κρίσιμα διλήμματα: μπορεί και νομιμοποιείται μια κυβέρνηση να θυσιάσει τμήμα της υφαλοκρηπίδας, που έστω και θεωρητικά ανήκει στην Ελλάδα με τυπική και απόλυτη εφαρμογή του δικαίου της Θάλασσας, προκειμένου να επιτύχει έναν συμβιβασμό με τη Λιβύη και κυρίως με την Αίγυπτο; Εναν συμβιβασμό, που χωρίς να εξουδετερώνει πλήρως τις τουρκικές διεκδικήσεις θα έβαζε ένα σοβαρό ισχυρό ανάχωμα στις τουρκικές επιδιώξεις. Γιατί ένας τέτοιος συμβιβασμός θα σήμαινε ότι στην περίπτωση της Αιγύπτου, η Ελλάδα θα πρέπει να αποδεχθεί χαλάρωση της μέχρι τώρα σταθερής θέσης για «μέση γραμμή», ώστε να υπάρξει «δίκαιο αποτέλεσμα» και να προχωρήσει σε «σταδιακή» οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών με το Κάιρο (δυτικά του 28ου Μεσημβρινού), με τρόπο όμως ώστε η διατήρηση της εκκρεμότητας σε ό,τι αφορά την περιοχή που επηρεάζει το Καστελόριζο να μην εκληφθεί ως αποδοχή από την Ελλάδα των αξιώσεων της Τουρκίας.
Και το ίδιο βεβαίως ισχύει και για την περίπτωση της Λιβύης, όπου σε έναν συμβιβασμό, η μη πλήρης επήρεια της Γαύδου δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως αποδοχή της διεκδίκησης της Τουρκίας για περιορισμό της επήρειας όλων των νησιών.
Σε αυτά τα εξαιρετικά δύσκολα διλήμματα καμία ελληνική κυβέρνηση δεν απάντησε τα τελευταία χρόνια και έτσι το τουρκολιβυκό μνημόνιο της 27ης Νοεμβρίου βρήκε την Ελλάδα εκτεθειμένη και «ανοικτή» σε τέτοιου είδους προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο.
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο