Τον Μάρτιο του 2020 ολόκληρος ο κόσμος έχει επηρεαστεί από ένα κακό το οποίο δεν είναι σε θέση να το διαχειριστεί αποτελεσματικά και για την διάρκεια του οποίου κανείς δεν μπορεί να κάνει σοβαρές προβλέψεις. Οι οικονομικές επιπτώσεις της νέας πανδημίας του κορωναϊού δεν πρέπει να θεωρηθούν ως ένα συνηθισμένο πρόβλημα που μπορεί να το λύσει ή να το ανακουφίσει η μακροοικονομία. Αντίθετα, ο κόσμος θα μπορούσε να γίνει μάρτυρας μιας θεμελιώδους αλλαγής στην ίδια την φύση της παγκόσμιας οικονομίας.
Η τρέχουσα κρίση είναι μια κρίση τόσο στην προσφορά όσο και στην ζήτηση. Η προσφορά μειώνεται επειδή οι εταιρείες κλείνουν ή μειώνουν τον φόρτο εργασίας τους για να προστατεύσουν τους εργαζομένους τους από το να κολλήσουν COVID-19, την ασθένεια που προκαλείται από τον νέο κορωναϊό. Τα χαμηλότερα επιτόκια δεν μπορούν να αντισταθμίσουν το έλλειμμα από τους εργαζόμενους που δεν πρόκειται να εργαστούν -όπως, αν ένα εργοστάσιο βομβαρδιζόταν σε πόλεμο, ένα χαμηλότερο επιτόκιο δεν θα έφερνε την χαμένη παραγωγή την επόμενη ημέρα, εβδομάδα ή μήνα.
Το σοκ στον εφοδιασμό επιδεινώνεται από τη μείωση της ζήτησης λόγω του γεγονότος ότι οι άνθρωποι είναι κλειδωμένοι στα σπίτια τους, και πολλά από τα αγαθά και τις υπηρεσίες που συνήθιζαν να καταναλώνουν δεν είναι πλέον διαθέσιμα. Εάν κλείσετε χώρες και σταματήσετε την εναέρια κυκλοφορία, καμία ποσότητα ζήτησης και διαχείρισης των τιμών δεν θα κάνει τους ανθρώπους να πετούν. Εάν οι άνθρωποι φοβούνται ή τους απαγορεύεται να πάνε σε εστιατόρια ή σε δημόσιες εκδηλώσεις εξαιτίας της πιθανότητας να μολυνθούν, η διαχείριση της ζήτησης μπορεί να έχει πολύ μικρό αποτέλεσμα -και όχι απαραίτητα το πιο επιθυμητό από την άποψη της δημόσιας υγείας.
Ο κόσμος αντιμετωπίζει την προοπτική μιας βαθιάς μετατόπισης: Μια επιστροφή στην φυσική -δηλαδή στην αυτάρκη- οικονομία. Αυτή η μετατόπιση είναι ακριβώς το αντίθετο της παγκοσμιοποίησης. Ενώ η παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται τον καταμερισμό της εργασίας μεταξύ διαφορετικών οικονομιών, η επιστροφή στην φυσική οικονομία σημαίνει ότι τα έθνη θα κινηθούν προς την αυτάρκεια. Αυτή η κίνηση δεν είναι αναπόφευκτη. Εάν οι εθνικές κυβερνήσεις μπορέσουν να ελέγξουν ή να ξεπεράσουν την τρέχουσα κρίση μέσα στους επόμενους έξι ή 12 μήνες, ο κόσμος θα επανέλθει στην πορεία της παγκοσμιοποίησης, έστω κι αν κάποιες από τις υποθέσεις που την στήριζαν (για παράδειγμα, οι πολύ ακριβείς γραμμές παραγωγής με παραδόσεις αγαθών «πάνω στην ώρα» [just-in-time deliveries]) ενδέχεται να πρέπει να αναθεωρηθούν.
Αλλά αν η κρίση συνεχιστεί, η παγκοσμιοποίηση θα μπορούσε να ξηλωθεί. Όσο περισσότερο διαρκεί η κρίση και όσο περισσότερο υπάρχουν εμπόδια στην ελεύθερη ροή ανθρώπων, αγαθών και κεφαλαίων, τόσο περισσότερο η κατάσταση των πραγμάτων θα καταλήξει να φαίνεται φυσιολογική. Θα δημιουργηθούν ειδικά συμφέροντα για να την διατηρήσουν, και ο συνεχιζόμενος φόβος μιας άλλης επιδημίας μπορεί να παρακινήσει τις εκκλήσεις για εθνική αυτάρκεια. Υπ’ αυτή την έννοια, τα οικονομικά συμφέροντα και οι δικαιολογημένες ανησυχίες για την υγεία θα μπορούσαν να συνδυαστούν. Ακόμη και μια φαινομενικά μικρή απαίτηση -για παράδειγμα, ότι όποιος εισέρχεται σε μια χώρα πρέπει να παρουσιάσει ένα υγειονομικό πιστοποιητικό, εκτός από ένα διαβατήριο και μια βίζα- θα αποτελούσε εμπόδιο στην επιστροφή στον παλαιό παγκοσμιοποιημένο τρόπο, δεδομένου του πόσα εκατομμύρια άνθρωποι θα ταξίδευαν υπό κανονικές συνθήκες.
Αυτή η διαδικασία ξηλώματος μπορεί να είναι, κατ' ουσίαν, παρόμοια με το ξήλωμα της παγκόσμιας οικουμένης που συνέβη με την αποσύνθεση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας [η οποία μετατράπηκε] σε ένα πλήθος αυταρκών κτημάτων μεταξύ του τέταρτου και του έκτου αιώνα. Στην οικονομία που προέκυψε, το εμπόριο χρησιμοποιήθηκε απλώς για την ανταλλαγή πλεονασματικών αγαθών για άλλα πλεονασματικά είδη που παράγονταν από άλλα κτήματα, παρά για την προώθηση εξειδικευμένης παραγωγής για έναν άγνωστο αγοραστή. Όπως έγραψε ο F.W. Walbank [1] στο βιβλίο του «Η πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Δύση» (The Decline of the Roman Empire in the West), «σε ολόκληρη την [αποσυντιθέμενη] αυτοκρατορία υπήρξε μια σταδιακή αντιστροφή προς την μικρής κλίμακας, καθημερινή χειροτεχνία, που παρήγαγε για την τοπική αγορά και για συγκεκριμένες παραγγελίες στην γειτονιά».
Στην παρούσα κρίση, τα άτομα που δεν έχουν γίνει πλήρως εξειδικευμένα απολαμβάνουν ένα πλεονέκτημα. Αν μπορείτε να παράγετε το δικό σας φαγητό, αν δεν εξαρτάστε από τον ηλεκτρισμό ή από το νερό που παρέχεται από κοινωφελείς εταιρείες, δεν είστε μόνο ασφαλείς από τις διαταραχές που μπορεί να προκύψουν στις αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων ή στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και νερού˙ είστε επίσης ασφαλέστεροι από το να μολυνθείτε, επειδή δεν εξαρτάστε από τα τρόφιμα που παρασκευάζονται από κάποιον άλλο που μπορεί να έχει μολυνθεί, ούτε χρειάζεστε τεχνίτες, οι οποίοι μπορεί επίσης να έχουν μολυνθεί, για να έρθουν να επιδιορθώσουν οτιδήποτε στο σπίτι σας. Όσο λιγότερο χρειάζεστε άλλους, τόσο ασφαλέστεροι και καλύτερα είστε. Όλα όσα αποτελούσαν πλεονέκτημα σε μια ιδιαίτερα εξειδικευμένη οικονομία τώρα μετατρέπονται σε μειονέκτημα, και το αντίστροφο.
Η μετακίνηση προς την φυσική οικονομία δεν θα οδηγείται μόνο από τις συνήθεις οικονομικές πιέσεις, αλλά από πολύ περισσότερο θεμελιώδεις ανησυχίες, δηλαδή την επιδημική ασθένεια και τον φόβο του θανάτου. Ως εκ τούτου, τα τυποποιημένα οικονομικά μέτρα μπορούν να έχουν μόνο καταπραϋντικό χαρακτήρα: Μπορούν (και θα πρέπει) να παρέχουν προστασία στους ανθρώπους που χάνουν την δουλειά τους και δεν έχουν τίποτα για να στηριχθούν, και οι οποίοι συχνά στερούνται ακόμη και ασφάλισης υγείας. Καθώς οι άνθρωποι αυτοί θα γίνουν ανίκανοι να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους, θα δημιουργήσουν διαδοχικά σοκ, από εξώσεις κατοικιών μέχρι τραπεζικές κρίσεις.
Παρόλα αυτά, το ανθρώπινος κόστος της νόσου θα είναι το πιο σημαντικό και αυτό που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κοινωνική διάσπαση. Όσοι θα αφεθούν να μείνουν απελπισμένοι, άνεργοι και χωρίς περιουσιακά στοιχεία θα μπορούσαν εύκολα να στραφούν εναντίον εκείνων που είναι καλύτερα. Ήδη, περίπου το 30% των Αμερικανών έχει μηδενικό ή αρνητικό πλούτο. Εάν από την τρέχουσα κρίση προκύψουν περισσότερα άτομα που δεν θα έχουν ούτε χρήματα, ούτε δουλειά ούτε πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, και αν αυτοί οι άνθρωποι γίνουν απελπισμένοι και οργισμένοι, σκηνές όπως η πρόσφατη απόδραση των κρατουμένων στην Ιταλία ή η λεηλασία που ακολούθησε τον τυφώνα Κατρίνα στη Νέα Ορλεάνη το 2005, θα μπορούσε να γίνουν συνηθισμένες. Εάν οι κυβερνήσεις πρέπει να καταφύγουν στην χρήση παραστρατιωτικών ή στρατιωτικών δυνάμεων για να καταστείλουν, για παράδειγμα, ταραχές ή επιθέσεις σε ιδιοκτησίες, οι κοινωνίες θα μπορούσαν να αρχίσουν να αποσυντίθενται.
Έτσι, ο κύριος (ίσως και ο μοναδικός) στόχος της οικονομικής πολιτικής σήμερα πρέπει να είναι η πρόληψη της κοινωνικής κατάρρευσης. Οι προηγμένες κοινωνίες δεν πρέπει να επιτρέψουν στα οικονομολογικά, και ιδιαίτερα στις τύχες των χρηματοπιστωτικών αγορών, να τις τυφλώσουν έναντι του γεγονότος ότι ο σημαντικότερος ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η οικονομική πολιτική τώρα είναι να διατηρήσει τους κοινωνικούς δεσμούς ισχυρούς κάτω από αυτή την εξαιρετική πίεση.
Copyright © 2020 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
* Ο Branko Milanovic είναι ανώτερος μελετητής στο Κέντρο Stone για την Κοινωνικοοικονομική Ανισότητα στο Κέντρο Αποφοίτων CUNY και διακεκριμένος καθηγητής στο London School of Economics