Τους τελευταίους μήνες η τουρκική επιθετικότητα έχει φθάσει σε πρωτοφανή σημεία. Άποψη του γράφοντος είναι ότι μάλλον βρισκόμαστε στην αρχή του φαινομένου. Σε αντίθεση δε με ό,τι γενικώς πιστεύεται, αυτή η επιθετικότητα δεν είναι εκδήλωση ανταγωνισμών στο πολιτικό σύστημα της χώρας, ούτε προσωπική επιλογή του "σουλτάνου" Ερντογάν. Αποτελεί προϊόν της γεωπολιτικής μετάλλαξης της Τουρκίας.
Η μετάλλαξη αυτή ξεκίνησε με την πολιτική "εναντίον όλων" που εφάρμοσαν οι ΗΠΑ εναντίον της Κίνας, της Ρωσίας και του Ιράν. Έσπρωξαν έτσι τις τρεις ευρασιατικές δυνάμεις τη μία στην αγκαλιά της άλλης, σχηματίζοντας το πρόπλασμα αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί ως η πρώτη "Πολλαπλή Δύναμη" (Multi–Power) στην ιστορία. Η προσέγγιση Ρωσίας-Κίνας-Ιράν διαμορφώνει ένα τρίγωνο μέσα στην Ευρασία, η γεωπολιτική βαρύτητα του οποίου ελκύει προς αυτό και άλλες χώρες.
Μια εξ αυτών είναι η Τουρκία. Τυχόν ενσωμάτωση της Τουρκίας σε αυτήν τη δομή θα μετατρέψει το τρίγωνο σε έναν σχεδόν πλήρη δακτύλιο στην ευρασιατική περιφέρεια, ο οποίος θα κλείσει στο εσωτερικό του τις χώρες της Κεντρικής Ασίας και θα τις ενσωματώσει, γιγαντώνοντας την ευρασιατική Multi Power. Το σύστημα εξουσίας στην Τουρκία δείχνει ότι εξετάζει σοβαρά τη δυνατότητα να αποτελέσει μέρος αυτής της δομής.
Παρεμπιπτόντως, αυτός είναι και ένας εκ των λόγων που ερμηνεύουν την "αφύσικη" μακροημέρευση και εμβάθυνση των τουρκορωσικών σχέσεων, εις βάρος των ανταγωνιστικών στοιχείων στις γεωπολιτικές ταυτότητες των δύο χωρών. Δηλαδή, οι σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας επηρεάζονται πλέον και από τις σχέσεις Τουρκίας-Κίνας, Κίνας-Ρωσίας, Ρωσίας-Ιράν, Ιράν-Τουρκίας κλπ. Με άλλα λόγια εντάσσονται σε μια ευρύτερη συστημική δομή και συνακόλουθα αποκτούν νέα δυναμική.
Όμως, οι σχέσεις των συμμετεχόντων σε αυτό το σχήμα δεν είναι μόνο συνεργατικές, αλλά και ανταγωνιστικές. Έτσι και η Τουρκία, για να μπορεί να διαπραγματεύεται επί ίσοις όροις με τις άλλες βασικές δυνάμεις αυτής της πανευρασιατικής δομής, οφείλει να ενισχύσει τα γεωπολιτικά της μεγέθη. Και για να καταφέρει κάτι τέτοιο "υποχρεούται" να επεκτείνει την κυριαρχία της στην κρίσιμης σημασίας περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου. Συνακόλουθα, η Τουρκία είναι "αναγκασμένη" να ασκήσει πολιτική γεωπολιτικού ακρωτηριασμού της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Άρα, ο τουρκικός αναθεωρητισμός ήλθε για να μείνει και θα εντείνεται αντί να μειώνεται σε βάθος χρόνου. Ούτε υπάρχει κάποιο περιθώριο συμβιβασμού με την Τουρκία γιατί, πολύ απλά, τα θέλει όλα. Και αυτό συμβαίνει, επαναλαμβάνουμε, όχι γιατί τέτοιες είναι οι προσωπικές επιλογές των Τούρκων ηγητόρων αλλά γιατί έτσι επιβάλλει η γεωπολιτική ταυτότητα της νέας "ευρασιατικής" Τουρκίας.
Λελογισμένη σύγκρουση με ΗΠΑ-ΕΕ
Η νέα αυτή λειτουργία της Τουρκίας εξηγεί και την επιμονή της στην αγορά των ρωσικών συστημάτων αεράμυνας S-400, αλλά και την αδιαφορία της έναντι των (όποιων) αντιδράσεων για την εισβολή στον θαλάσσιο χώρο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, από τη στιγμή που η νέα Τουρκία θέλει να εξελιχθεί σε έναν αυτόνομο και αυτόφωτο πόλο στο διαμορφούμενο πολυπολικό διεθνές σύστημα, οφείλει να πάψει να θεωρείται μέλος της δυτικής γεωπολιτικής αρχιτεκτονικής. Κι αυτό, χωρίς να οδηγηθεί σε πλήρη ρήξη των σχέσεών της με τις δύο βασικές συνιστώσες του δυτικού κόσμου, τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Έτσι, απαιτείται μια λελογισμένη αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, η οποία θα "επισημοποιήσει" την ανεξάρτητη πορεία της Τουρκίας στο διεθνές σύστημα. Και την ευκαιρία αυτή προσφέρει το δίδυμο της απόκτησης των S-400, εις βάρος των αμερικανικών αιτιάσεων και η "ήπια" εισβολή σε μια χώρα-μέλος της ΕΕ. Οι ενέργειες αυτές της Άγκυρας είναι τόσο επιθετικές όσο χρειάζεται. Τόσο ώστε να προκαλέσουν τις αντιδράσεις της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών, χωρίς όμως να είναι τόσο ακραίες ώστε να αναγκάσουν τις ΗΠΑ αλλά και πολλά κράτη της ΕΕ να οδηγηθούν στην οδυνηρή απόφαση να θυσιάσουν την τεράστια γεωπολιτική επένδυση που έχουν κάνει στην Τουρκία.
Οι τηλεοπτικές εικόνες, λοιπόν, των ρωσικών μεταγωγικών αεροσκαφών που ξεφόρτωναν τα τμήματα των S-400 σε τουρκικά αεροδρόμια, καθώς και των τουρκικών ερευνητικών πλοίων και πολεμικών σκαφών στον θαλάσσιο χώρο της Κύπρου, αποτελούν την διακήρυξη ανεξαρτησίας της Τουρκίας από τη δυτική γεωπολιτική αρχιτεκτονική και τη μετατροπή της σε έναν αυτόνομο ευρασιατικό πόλο ισχύος.
Συνακόλουθα, οι επιμένουσες εν Ελλάδι αντιλήψεις ότι κάποιος ξένος παράγοντας θα αντιμετωπίσει την Τουρκία για λογαριασμό μας είναι μάλλον εκτός πραγματικότητας. Η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει κάποια στιγμή να αντικρίσουν την πραγματικότητα ως έχει. Να σχεδιάσουν στη συνέχεια και να υλοποιήσουν μια μακρόπνοη, εθνοκεντρική, στρατηγική για την αντιμετώπιση της Τουρκίας, η οποία θα βασίζεται στη δραστική ενίσχυση των αποτρεπτικών ικανοτήτων, χωρίς να περιμένουν από ξένες δυνάμεις τίποτε περισσότερο από εκδηλώσεις συμπάθειας και ρητορική στήριξη.
Αντίσταση ή γεωπολιτικός αφανισμός;
Κατά την άποψή του γράφοντος, ο μόνος τρόπος για να φρενάρουμε την Άγκυρα από το να προχωρήσει σε ακόμη πιο ακραίες ενέργειες, όπως είναι η διεξαγωγή ερευνών στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, είναι η ξεκάθαρη και αδιαπραγμάτευτη θέση ότι σε παρόμοια περίπτωση η Ελλάδα δεν θα έχει πλέον καμιά άλλη επιλογή παρά τη στρατιωτική αντίδραση. Και αυτό σημαίνει, κατά τα ιστορικά λόγια του Γεωργίου Παπανδρέου, ότι «θα ανοίξει η πύλη του φρενοκομείου».
Τίποτε άλλο δεν μπορεί να έχει κάποια αποτελέσματα έναντι της σημερινής Τουρκίας, η οποία προσπαθεί να εξελιχθεί σε μια αυτόνομη και αυτόφωτη δύναμη ευρασιατικής εμβέλειας. Θέλει να κυριαρχήσει στην κρίσιμης σημασίας περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου, έτσι ώστε να διεκδικήσει έναν σημαίνοντα ρόλο στο διαμορφούμενο πολυπολικό διεθνές σύστημα.
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η νέα Τουρκία θα καλοδεχόταν τις όποιες αντιδράσεις της ΕΕ και των ΗΠΑ, αξιοποιώντας την "ανυπακοή" της ως διακήρυξη ανεξαρτησίας από τη δυτική γεωπολιτική αρχιτεκτονική. Από την άλλη, η Τουρκία δεν είναι έτοιμη για πόλεμο με την Ελλάδα, καθώς η εσωτερική της κατάσταση δεν της επιτρέπει περιπέτειες τέτοιου μεγέθους.
Ούτε, επίσης, διαθέτει σήμερα υπεροπλία, εις βάρος φαταλιστικών, ηττοπαθών και εν τέλει ύποπτων ως προς την προέλευσή τους αντιλήψεων που προσπαθούν να επιβληθούν στην ελληνική κοινή γνώμη. Οι δε αυτοκρατορικές φιλοδοξίες της σε μεγάλο βαθμό αποτελούν ένα είδος φυγής προς τα εμπρός για να ξεπεραστούν εσωτερικές αδυναμίες και αντιφάσεις.
Και αν δεν πιάσει η αποτροπή;
Βέβαια, αυτή η αποτρεπτική πρόταση από πλευράς της Ελλάδας δεν είναι απολύτως σίγουρο ότι θα λειτουργήσει. Και ένας από τους λόγους για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι ότι οι επιλογές του παρελθόντος έχουν περάσει ένα σαφές και διαρκές μήνυμα υποχωρητικότητας στην Άγκυρα. Οπότε, δεν είναι απίθανο να το ρισκάρει. Και το θέμα είναι αν η Ελλάδα μετά θα κάνει το μόνο πράγμα που θα της έχει απομείνει, ή θα επιλέξει για μια ακόμη φορά την υποχώρηση.
Πολλοί θα υποστηρίξουν με μένος ότι θα πρέπει να πράξει το δεύτερο για «μην χυθεί αίμα για τα πετρέλαια». Όμως, η Ελλάδα δεν υπερασπίζεται τα πετρέλαια, αλλά την ίδια της την υπόσταση. Και βρίσκεται στην τελευταία γραμμή άμυνας. Αν υποχωρήσει και τώρα, ατύπως αλλά ουσιαστικώς αποδέχεται ότι είναι μια χώρα μειωμένης υπόστασης έναντι της Τουρκίας. Κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ μετά την ανακήρυξη του ελλαδικού κράτους, μετά την Επανάσταση του 1821.
Η χώρα μας θα μετατραπεί σε ένα γεωπολιτικό φάντασμα που συνεχώς θα ξεθωριάζει μέχρι που κάποια στιγμή θα αντιμετωπίσει τον κίνδυνο ιστορικής έκλειψης. Άρα, οι πολιτικές ηγεσίες αλλά και η ελληνική κοινωνία θα πρέπει να πάρουν τις αποφάσεις τους. Είναι αποφασισμένες να αναλάβουν το ρίσκο για τη συνέχεια της Ελλάδας, ή το 2021, αντί να εορτάσουμε τα 200 χρόνια του σύγχρονου ελληνικού κράτους, θα βάλουμε τους τίτλους τέλους;
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου