Η Αυστραλία αποτελεί διαχρονικά μια κατεξοχήν χώρα υποδοχής , με την εγκατάσταση των πρώτων Ευρωπαίων (Ιρλανδών και Βρετανών) να ανάγεται πίσω στο 1788. Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέφθασαν μαζικά κύματα Ιταλών, Ελλήνων κι Εβραίων μεταναστών καθώς και Βρετανών αποστράτων ενώ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έγιναν δεκτοί χιλιάδες πρόσφυγες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Επίσης, συνήφθησαν αρκετές διμερείς συμφωνίες με ευρωπαϊκές χώρες για την έλευση μεταναστών που προστέθηκαν στο εργατικό δυναμικό της Αυστραλίας.
1975, ξεκίνησε η άφιξη μεταναστών με βάρκες από χώρες της Ασίας και της Μέσης Ανατολής. Σήμερα, περίπου το 30% των κατοίκων έχει γεννηθεί εκτός Αυστραλίας. Την περίοδο 2018-19, 127.000 άτομα έλαβαν την αυστραλιανή υπηκοότητα.
Η αθρόα αύξηση των αλλοδαπών που εισέρχονταν στη χώρα με μη νόμιμους τρόπους στις αρχές του 21ου αι. οδήγησε τις κυβερνήσεις να αλλάξουν εν μέρει στάση και να λάβουν σταδιακά πιο αυστηρά μέτρα.Αποκορύφωμα, η υιοθέτηση το Σεπτέμβριο του 2013 του περιβόητου προγράμματος (Επιχείρηση Κυρίαρχα Σύνορα) για την εξάλειψη της παράνομης εισόδου προσφύγων και μεταναστών δια θαλάσσης στην Αυστραλία που έχει προκαλέσει παγκόσμια αίσθηση, αποκτώντας ένθερμους υποστηρικτές αλλά και σφοδρούς επικριτές.
Στόχος του είναι η προστασία των 36.000 χιλιόμετρων της ακτογραμμής της χώρας, «να καταπολεμηθούν οι διακινητές ανθρώπων και να αποτραπούν άνθρωποι από το να επιχειρήσουν το επικίνδυνο θαλάσσιο ταξίδι προς τις ακτές της Αυστραλίας» που μπορεί να τους κοστίσει τη ζωή.
Βασικοί πυλώνες του προγράμματος είναι:
Ξεκαθαρίζεται ότι «υπάρχει μόνο ένας τρόπος να μπει κάποιος στην Αυστραλία, κι αυτός είναι η αυστραλιανή βίζα». Απαγορεύεται σε όλους όσοι προσπαθούν να εισέλθουν παράνομα στην Αυστραλία, είτε πρόσφυγες είτε μετανάστες, να μείνουν σε αυτήν ακόμη κι αν η βάρκα τους καταφέρει να φτάσει στις ακτές.
Αντ΄αυτού, μεταφέρονται άμεσα είτε πίσω στις χώρες από όπου ξεκίνησαν ή σε χώρες διέλευσης π.χ. Μαλαισία, Ινδονησία, Σρι Λάνκα , είτε στην πατρίδα τους είτε σε κλειστά κέντρα κράτησης στα νησιωτικά κράτη Ναούρου, Παπούα- Νέα Γουινέα και τη Νήσο των Χριστουγέννων. Προσωρινή μεταφορά στην ενδοχώρα δύναται να υπάρξει μόνο για ιατρική περίθαλψη κι αυτή σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Όσοι λαμβάνουν το καθεστώς του πρόσφυγα μπορούν να παραμείνουν στα κλειστά κέντρα κράτησης, να εγκατασταθούν στα νησιά ή να μεταβούν σε μια τρίτη χώρα αλλά πάντως όχι να μπουν στην Αυστραλία. Από το 2016,υπάρχει μια διμερής συμφωνία με τις ΗΠΑ που επιτρέπει τη μετεγκατάσταση σε αυτές προσφύγων που βρίσκονται στα κέντρα κράτησης. Συμφωνία υπάρχει και με την Καμπότζη.
Η κυβέρνηση εφαρμόζει εκστρατεία ενημέρωσης επίδοξων μεταναστών και προσφύγων και στο διαδίκτυο. Υπάρχει ειδική ιστοσελίδα διαθέσιμη στα Αγγλικά και σε 15 άλλες γλώσσες που είναι κατά κύριο λόγο οι μητρικές γλώσσες της πλειοψηφίας των ατόμων που θέλουν να πάνε στην Αυστραλία. Εκεί, παρουσιάζονται κείμενα και βίντεο αξιωματούχων με σαφή αποτρεπτικά μηνύματα που απευθύνονται στους αλλοδαπούς. Μερικά από τα μηνύματα που εκπέμπονται είναι:
Πριν μερικούς μήνες, ξεκίνησε η εκστρατεία «» (Καμιά Περίπτωση) που προβλέπει την προώθηση διαφημίσεων κι άλλου ενημερωτικού υλικού σε 10 γειτονικές χώρες όπου αναφέρεται ότι όποιος προσπαθεί να φτάσει στην Αυστραλία παρανόμως με βάρκα, δεν υπάρχει πιθανότητα να τα καταφέρει.
Επίσης, υπάρχει ειδικό πρόγραμμα με τίτλο «’, », κατά το οποίο οι κάτοικοι της Αυστραλίας ενθαρρύνονται να αναφέρουν ανωνύμως οποιαδήποτε ύποπτη ενέργεια υποπέσει στην αντίληψή τους, συμπεριλαμβανομένης της διακίνησης ή εισόδου μεταναστών με μη νόμιμο τρόπο. Αυτό μπορεί να γίνει τηλεφωνικώς, με φαξ ή μέσω ειδικής ιστοσελίδας.
Ένας από τους βασικούς λόγους που υιοθετήθηκε το πρόγραμμα είναι κι η επιθυμία προστασίας του παραδοσιακού τρόπου ζωής της χώρας. Ο πρώην πρωθυπουργός, Μάλκολμ Τέρνμπουλ, υπογραμμίζει ότι η υπεράσπιση των αξιών και των παραδόσεων της Αυστραλίας αποτελεί προτεραιότητα, καθώς «η διατήρηση του έθνους-κράτους και της δυτικής πολιτιστικής παράδοσης είναι απαραίτητη για την αφομοίωση των μεταναστών».
Το σύστημα φαίνεται να λειτουργεί. Το 2013, έφτασαν στην Αυστραλία 300 βάρκες, το 2014 157 ενώ έκτοτε καμία. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη Γερουσία τον περασμένο Σεπτέμβριο, περίπου 562 άνθρωποι βρίσκονται υπό κράτηση στα νησιά Ναούρου και Παπούα- Νέα Γουινέα. Συνολικά, 1250 άτομα έχουν μεταφερθεί στις ΗΠΑ βάσει της διμερούς συμφωνίας κι ελάχιστα στην Καμπότζη.
Η κυβέρνηση αναφέρει ότι, ενώ πριν από την εφαρμογή του προγράμματος τουλάχιστον 1200 άτομα είχαν βρει τραγικό θάνατο κατά τη διάρκεια του θαλάσσιου ταξιδιού, πλέον οι θάνατοι στη θάλασσα έχουν μηδενιστεί, γεγονός που επαληθεύει τα λεγόμενα του πρώην πρωθυπουργού, Τόνι Άμποτ, ότι «ο μόνος τρόπος να σταματήσουν οι θάνατοι [στη θάλασσα] είναι στην πραγματικότητα να σταματήσουν τα πλοία».
Ο αυστραλιανός λαός επικροτεί αυτή την πολιτική. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που διεξήχθη το 2018, το 72% τάσσεται υπέρ της κυβερνητικής πολιτικής ενώ σχεδόν όλες οι δημοσκοπήσεις συγκλίνουν στο ότι η πλειοψηφία των πολιτών επιθυμεί μείωση των μεταναστευτικών ροών (54%-77%). Ο συνασπισμός Φιλελευθέρων/Εθνικών που εισήγαγε αυτά τα μέτρα παραμένει αδιαλείπτως στην εξουσία από το 2013 κι αναδείχθηκε για ακόμη μια φορά νικητής στις εκλογές του περασμένου Μαϊου.
Ενδεικτικό της ευρείας αποδοχής στο θέμα της μετανάστευσης είναι ότι ακόμη κι ο πρώην πρωθυπουργός, Κέβιν Ραντ, προερχόμενος από το κόμμα των Εργατικών, είχε υιοθετήσει κάποια αυστηρά μέτρα συνάπτοντας διμερείς συμφωνίες με γειτονικές χώρες για τη μετάβαση σε αυτές όσων έφταναν παρανόμως στην Αυστραλία κι επικηρύσσοντας τους διακινητές με $200.000.
Αυτό που τονίζεται συνεχώς από την αυστραλιανή κυβέρνηση είναι ότι η πολιτική της δεν έχει στόχο την εξάλειψη της μετανάστευσης εν γένει παρά μόνο της παράνομης μετανάστευσης καθώς και το σχετικό περιορισμό της νόμιμης μετανάστευσης. Θεωρείται ότι ως κυρίαρχη χώρα, η Αυστραλία έχει το δικαίωμα να επιλέγει ποιοι θα μπαίνουν και θα μένουν σε αυτήν και ποιοι όχι.
Υπάρχουν δυο επίσημα προγράμματα, το Πρόγραμμα Μετανάστευσης για μετανάστες και το Ανθρωπιστικό Πρόγραμμα για πρόσφυγες. Όσον αφορά στους μετανάστες, η επιλογή αυτών που τελικά γίνονται δεκτοί γίνεται με διάφορα κριτήρια (-), π.χ. ηλικία, σπουδές, επαγγελματική εμπειρία, γνώση Αγγλικών ή άλλων γλωσσών κι αφού εξασφαλιστεί ότι θα είναι χρήσιμοι στην οικονομία της χώρας. Προτιμώνται εργαζόμενοι υψηλής ειδίκευσης.
Το όριο στον αριθμό των αλλοδαπών (προσφύγων και μεταναστών) που γίνονται δεκτοί ετησίως αλλάζει κάθε χρόνο ανάλογα με τις ανάγκες της χώρας. Ωστόσο, ακόμη και όσοι εξασφαλίσουν την πολυπόθητη βίζα, εφόσον αυτή λήξει ή ακυρωθεί, σύμφωνα με τη 1958, θεωρούνται παράνομοι μη-πολίτες (-) και τίθενται υπό κράτηση. Σε περίπτωση που η βίζα δεν ανανεωθεί, πρέπει να απελαύνονται.
Η κυβέρνηση έχει αποφασίσει τη μείωση του αριθμού μεταναστών που εισέρχονται κάθε χρόν από 190.000 σε 160.000, γεγονός που βρίσκει σύμφωνη και την αξιωματική αντιπολίτευση ενώ υπάρχουν σκέψεις για τη μετεγκατάσταση μεταναστών σε μικρότερες πόλεις της ενδοχώρας προκειμένου να αποσυμφορηθούν οι τρεις μεγαλύτερες πόλεις.
Ως εκ τούτου, μολονότι το 2018 κατατέθηκαν οι περισσότερες αιτήσεις μόνιμης μετανάστευσης, η μετανάστευση σημείωσε το χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας. 163.000 άτομα έλαβαν μόνιμη βίζα εισόδου και 12.000 πρόσφυγες έγιναν δεκτοί, κυρίως χριστιανοί, οι οποίοι μετέβησαν με νόμιμο τρόπο αεροπορικώς στην Αυστραλία.
Η μεταναστευτική πολιτική της Αυστραλίας διχάζει τη διεθνή κοινότητα. Μέλη διεθνών οργανισμών και ΜΚΟ θεωρούν ότι είναι σκληρή και παραβιάζει ανθρώπινα δικαιώματα,ενώ οι οπαδοί της υπογραμμίζουν ότι είναι δικαίωμα κάθε χώρας να καθορίζει το πλαίσιο μετανάστευσης προκειμένου να προστατεύσει την κοινωνική συνοχή, την οικονομία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κι ότι η αυστηρότητα της πολιτικής εξασφαλίζει την επιτυχία της καθώς αποθαρρύνει διακινητές και μετανάστες. Φαίνεται, μάλιστα, να έχει αποκτήσει οπαδούς και στην Ευρώπη, με τους Βρετανούς, μεταξύ άλλων, να εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο εφαρμογής ενός παρόμοιου συστήματος.
Οι Αυστραλοί, πάντως, δε φαίνονται διατεθειμένοι να την αλλάξουν. Όπως δηλώνει ο πρώην πρωθυπουργός, Μάλκολμ Τέρνμπουλ, «μπορούμε να είμαστε πολύ επιλεκτικοί ως προς το ποιος έρχεται στη Αυστραλία. Είναι δικαίωμά μας, διότι αυτή είναι η δική μας χώρα».
Διαθέσιμο σε
Διαθέσιμο σε
[Διαθέσιμο σε: ]
Διαθέσιμο σε
[Διαθέσιμο σε: ]
Διαθέσιμο σε
Διαθέσιμο σε
[Διαθέσιμο σε: ]
[Διαθέσιμο σε: ]
[Διαθέσιμο σε: ]
[Διαθέσιμο σε: ]
Διαθέσιμο σε
[Διαθέσιμο σε: ]
Μαρία Μοτίκα
Ερευνήτρια του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου, στον Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης