Το προηγούμενο άρθρο του γράφοντος αναφορικά με τις ύποπτες ρίζες της αντίληψης των «ανοικτών συνόρων» και τις συνέπειες που θα έχει το φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης στην υπόσταση της Ελλάδας και του Ελληνισμού, αντιμετωπίστηκε, όπως αναμενόταν, με τις συνήθεις στερεοτυπικές αντιδράσεις. Ο πυρήνας της σκέψης των περισσότερων από όσους αντιδρούν σε ανησυχίες σαν αυτές που εξέφραζε το άρθρο, θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στην αντίληψη ότι η αιτία για τη μαζική παράνομη μετανάστευση προς την Ευρώπη είναι η επιθετική πολιτική της Δύσης, η οποία τόσο στο παρελθόν, δια της Αποικιοκρατίας όσο και σήμερα δια επεκτακτικών πολέμων, έχει αποδομήσει πολλές χώρες από τις οποίες έρχονται οι μετανάστες.
Οι ευθύνες αυτές φυσικά υπάρχουν. Όμως, όπως υποστήριξε ο γράφων στο προηγούμενο άρθρο του στο SLpress, η σημερινή αντίληψη περί ανοιχτών συνόρων αποτελεί ενιαίο μέγεθος με τις αντιλήψεις που προώθησαν την Αποικιοκρατία, ενώ οι επιθέσεις εναντίον του Ιράκ, της Λιβύης και της Συρίας υποστηρίχθηκαν εν πολλοίς από τους ίδιους ανθρώπους που ενστερνίζονται τις αντιλήψεις των «ανοιχτών συνόρων», μιας και σε αυτές κυβερνούσαν δικτάτορες και έπρεπε να επιβληθεί η «δημοκρατία» δια των όπλων.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η παρανοϊκά ιμπεριαλιστική πολιτική της Δύσης μπορεί μεν να ευθύνεται για πολλά αλλά δεν ευθύνεται για τα πάντα. Το μεγαλύτερο κομμάτι των μεταναστευτικών κυμάτων προς την Ελλάδα και την Ευρώπη δεν προέρχεται από χώρες που σπαράσσονται από πολέμους. Επιπροσθέτως, πολλές εξ αυτών όχι μόνο δεν είναι αποδομημένες αλλά βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση από ότι η Ελλάδα. Για παράδειγμα, το Πακιστάν, απ’ όπου προέρχεται σημαντικό μέρος των μεταναστευτικών ροών, είναι μια ισχυρή πυρηνική Δύναμη με ανερχόμενες βιομηχανικές ικανότητες (μεταξύ των άλλων παράγει και δικά του μαχητικά αεροσκάφη), ενώ διεκδικεί ρόλο αυτόνομου δρώντα στο διαμορφούμενο πολυπολικό διεθνές σύστημα.
Μια άλλη χώρα που εξαγάγει μετανάστες προς την Ελλάδα, η Αλγερία, έχει τεράστιο πετρελαϊκό πλούτο και τα τελευταία χρόνια υλοποιεί ένα μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα αγοράζοντας όπλα αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων πρωτίστως από τη Ρωσία. Σε αυτά περιλαμβάνονται συστήματα αεράμυνας S–400 και S–300, Pantsyr S1, υποβρύχια Kilo, μαχητικά αεροσκάφη Sukhoi Su–30 και άλλα. Αξίζει δε να αναφερθεί ότι τα οπλικά αυτά συστήματα δεν στοχεύουν να αντιμετωπίσουν κάποια άμεση απειλή για την εδαφική κυριαρχία της Αλγερίας, αλλά αποσκοπούν να την καταστήσουν κυρίαρχη Δύναμη στη Δυτική Μεσόγειο και τη Βόρειο Αφρική και ισχυρό δρώντα στο παγκόσμιο σύστημα.
Συνακόλουθα, η πολιτική των «ανοιχτών συνόρων» ουσιαστικά διευκολύνει τις χώρες αυτές, αλλά και άλλες όπως είναι η πλούσια σε πετρέλαια Νιγηρία, να «ξεφορτώνονται» το πληθυσμιακό τους πλεόνασμα έτσι ώστε να έχουν περισσότερα λεφτά για να αγοράζουν και παράγουν όπλα (συμπεριλαμβανομένων και πυρηνικών), να προωθούν ιμπεριαλιστικές πολιτικές και να διατηρούν ολοκληρωτικά και ανελεύθερα καθεστώτα στην εξουσία, χρησιμοποιώντας τη μετανάστευση προς την Ευρώπη ως βαλβίδα ασφαλείας για να εκτονώνεται η εσωτερική δυσαρέσκεια.
Αμείλικτα δημογραφικά δεδομένα
Το καίριο ερώτημα, όμως, είναι πόσους ανθρώπους μπορεί να φιλοξενήσει, να απορροφήσει και να τους προσφέρει «μια καλύτερη ζωή» η Ευρώπη γενικώς και η Ελλάδα γενικότερα, ανεξαρτήτως από τα αίτια που ώθησαν αυτούς τους ανθρώπους να φύγουν από τις χώρες τους.
Σε μια προσπάθεια λοιπόν να θέσουμε τη ζήτημα στις πραγματικές του διαστάσεις ας ρίξουμε μια ματιά στα διεθνή δημογραφικά δεδομένα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του Μπαγκλαντές, μιας χώρας που τροφοδοτεί την Ελλάδα με μετανάστες. Η ασιατική αυτή χώρα, λοιπόν, έχει έκταση ελαφρά μεγαλύτερη της Ελλάδας (θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι η Ελλάδα με μια ακόμη Θεσσαλία) αλλά ο πληθυσμός της έχει ξεπεράσει τα 160 εκατομμύρια.
Μια άλλη περίπτωση είναι αυτή της Νιγηρίας, η οποία μέχρι το 2050 εκτιμάται ότι θα έχει πάνω από 400 εκατομμύρια κατοίκους. Από μόνες τους αυτές οι δύο χώρες μπορούν να κατακτήσουν πληθυσμιακά την Ευρώπη και να εξαφανίσουν τον ελληνικό λαό από το ιστορικό γίγνεσθαι αν αφεθούν να εξαγάγουν ανενόχλητες πληθυσμιακά κύματα προς την Ευρώπη, όπως επιβάλει η αντίληψη των «ανοιχτών συνόρων».
Το θέμα λοιπόν είναι πρωτίστως ποσοτικό. Άρα, δεν τίθεται θέμα ρατσισμού, όσο διευρυμένη έννοια και αν δώσουμε σε αυτόν τον όρο. Εκτός και αν ως «ρατσισμός» θεωρείται η αγωνία για την ίδια την επιβίωση του ελληνικού έθνους και του ελληνικού λαού. Γιατί περί αυτού ομιλούμε. Περί επιβίωσης. Όχι περί «φόβου ανάμειξης» και όλα τα παρόμοια στερεοτυπικά αναθέματα που προβάλουν οι εγχώριοι και αλλοδαποί «αντιρατσιστές» για να δαιμονοποιήσουν την αγωνία των Ελλήνων για το μέλλον τους ως «ρατσισμό νέου τύπου».
Πράγματι, αν τα πράγματα αφεθούν να εξελιχθούν με τους σημερινούς ρυθμούς, τότε δεν θα είναι υπερβολικό να πούμε ότι η Ελλάδα ως χώρα, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, δύσκολα θα αντικρύσει το δεύτερο μισό του 21ου αιώνα, ενώ από τον Ελληνισμό θα έχουν απομείνει μερικά ξέφτια σε διάφορα μέρη του κόσμου, που θα σβήνουν σταδιακά.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι έχουμε χρόνο μερικών δεκαετιών μπροστά μας και μπορούμε να αποφύγουμε αυτήν την εξέλιξη παίρνοντας κάποιες αποφάσεις κάποια στιγμή στο μέλλον. Στην πραγματικότητα, το σημείο χωρίς επιστροφή βρίσκεται πολύ πιο κοντά μας. Επικίνδυνα κοντά. Δεδομένου του δημογραφικού δυναμισμού που παρουσιάζουν οι εισερχόμενοι μετανάστες και της δημογραφικής παρακμής των Ελλήνων, η στιγμή που η πληθυσμιακή μετάλλαξη για τη μετατροπή των Ελλήνων σε μειονότητα μέσα στη χώρα θα καταστεί μη αναστρέψιμη, δεν βρίσκεται σε ορίζοντα δεκαετιών αλλά είναι πολύ κοντά.
Μιλάμε λοιπόν για έναν υπαρξιακό κίνδυνο για τον ίδιο τον Ελληνισμό που ξεπερνά ότι έχει αντιμετωπίσει μέχρι τώρα στο πέρασμα των αιώνων. Τον έσχατο κίνδυνο. Ακόμη και αν οι απόψεις του γράφοντος κρίνονται ως υπερβολικές αν αυτό που διακυβεύεται είναι η ίδια η ύπαρξη της Ελλάδας, του ελληνικού έθνους και του ελληνικού λαού ως εθνοπολιτισμικό μέγεθος, τότε δικαιούμαστε να είμαστε και υπερβολικοί.
Κίνδυνος ρουαντοποίησης Ελλάδας
Επιπροσθέτως, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι αυτή η πληθυσμιακή μετάλλαξη της Ελλάδας, βάσει της ιστορικής εμπειρίας, είναι περίπου αναπόφευκτο να οδηγήσει σε φαινόμενα λιβανοποίησης ή ακόμη και ρουαντοποίησης στη χώρα μας. Δηλαδή, αργά ή γρήγορα, θα προκύψουν αντιδράσεις, εθνικιστικά μίση και αντιπαλότητες. Προκύπτει λοιπόν η τραγική πιθανότητα οι τελευταίες γενεές των Ελλήνων να βιώσουν φαινόμενα βίαιης σύγκρουσης ανταγωνιστικών εθνικισμών μέσα στις ίδιες πόλεις, τις ίδιες γειτονιές, τις ίδιες πολυκατοικίες.
Άρα, πρέπει να δούμε ρεαλιστικά και χωρίς εμμονές και ιδεοληψίες το φαινόμενο αυτό, να συνειδητοποιήσουμε τις δυνητικές του συνέπειες σε βάθος χρόνου και να πάρουμε τις αποφάσεις μας. Και τις αποφάσεις θα πρέπει να τις πάρει το κυρίαρχο πολιτικό υποκείμενο. Δηλαδή, ο ελληνικός λαός και όχι κάποιες μειοψηφίες και κέντρα του εξωτερικού.
Αν τουλάχιστον θέλουμε να διατηρούμε κάποια επίφαση έστω δημοκρατίας. Και επειδή είναι δεδομένο ότι και αυτό το κείμενο θα αντιμετωπιστεί με τις συνήθεις ιαχές και αναθέματα, θα ήθελα να κλείσω με κάποια ερωτήματα στα οποία οι «αντιρατσιστές» οπαδοί των «ανοικτών συνόρων» θα πρέπει κάποια στιγμή να απαντήσουν.
Τα ερωτήματα αυτά είναι τα ακόλουθα:
Πόσους μετανάστες θεωρούν ότι μπορεί να φιλοξενήσει η Ευρώπη γενικώς και η Ελλάδα ειδικότερα; Τρία εκατομμύρια; Πέντε; Δέκα; Εκατό; Ένα δις; Πόσους;
Υπάρχει γενικώς κάποιο όριο στον αριθμό των ανθρώπων που θα εισέλθουν στη χώρα μας μετά από το οποίο μπορούμε να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να κλείσουμε τα σύνορα ή αυτά θα πρέπει να είναι μονίμως ανοιχτά;
Πόσους μετανάστες θεωρούν ότι μπορεί να φιλοξενήσει η Ελλάδα χωρίς να υποστεί τον κίνδυνο εξάλειψης της εθνοπολιτισμικής της ταυτότητας;
Τους ενδιαφέρει γενικώς το ενδεχόμενο παρόμοιας εξέλιξης ή αδιαφορούν; Μήπως το επιδιώκουν κιόλας στο πλαίσιο κάποιας ευρύτερης αντίληψής τους περί «ιδανικού κόσμου», ο οποίος θα έχει αφήσει πίσω του τα έθνη και τους λαούς;
Σε πόσους μετανάστες θεωρούν ότι η Ευρώπη μπορεί να προσφέρει «καλύτερη ζωή», ακόμη και αν θυσιάσει την εθνοπολιτισμική της ταυτότητα; Υπάρχει κάποιο αριθμητικό όριο ή η Ευρώπη θεωρείται ικανή να προσφέρει «καλύτερη ζωή» σε όλους όσοι θα εισέλθουν σε αυτήν, ακόμη και αν αριθμός τους μετριέται σε εκατοντάδες εκατομμύρια;
Ο ελληνικός λαός ως σύνολο έχει, κατά την άποψή τους, δικαίωμα να αποφασίσει για το πώς θα διαχειριστεί το φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης ή δεν το δικαιούνται γιατί, κατ’ αυτούς, η απρόσκοπτη μετακίνηση αποτελεί «θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα», που δεν τίθεται στην κρίση της πλειοψηφίας;
Όταν λοιπόν υπάρξουν απαντήσεις σε αυτά τα απλά ερωτήματα τότε μόνο μπορούμε να μιλήσουμε για το ποιος είναι ρατσιστής και ποιος, τι πολιτικές απόψεις έχει και τι στοχοθετήσεις προωθεί.