Έγκαιρα κατατέθηκε από την κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη η πρόταση: Να γιορτάσουμε, στο μεθεπόμενο έτος, οι θεσμοί και οι πολίτες, τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821.
Η πρόταση δεν διευκρινίζει τι ακριβώς θα γιορτάσουμε: Την επιτυχία των στόχων της Επανάστασης ή απλώς τον ρομαντισμό του ξεσηκωμού; Θα είναι μια εθιμοτυπική φιέστα ο εορτασμός ή θα αφορά τη ζωή μας των Ελλήνων, σήμερα και στο μέλλον; Θυσίασαν τη ζωή τους χιλιάδες συμπατριώτες μας για την «εθνεγερσία», ήταν, όλοι όσοι πήραν τα όπλα, αποφασισμένοι να πεθάνουν για κάτι, που χωρίς αυτό η ζωή δεν έχει νόημα. Το πέτυχε αυτό το «κάτι» η Επανάσταση του 1821;
Ξέρουμε με βεβαιότητα ότι οι λέξεις, στην ίδια την «καθομιλούμενη» ελληνική μας γλώσσα, είχαν τότε άλλο νόημα και έχουν άλλο σήμερα. Παράδειγμα η λέξη «ελευθερία» ή η λέξη «πατρίδα». Σήμερα λέμε «ελευθερία» και εννοούμε θωράκιση ατομικών δικαιωμάτων, νομοθετημένο «άσυλο» που αμνηστεύει ακόμα και «κατά συρροήν», κάθε βράδυ, απόπειρες δολοφονιών εκ προθέσεως. Λέμε «πατρίδα» (αν τολμήσει κανείς τη λέξη) και εννοούμε το αντίπαλο του πολίτη, μισητό «κράτος». Η «ελευθερία» παραπέμπει στην αυτονόητη αντίσταση σε εξουσίες, εκλεγμένες μεν, αλλά ιδιοτελέστατες, και η «πατρίδα» σε κράτος συνώνυμο με τη φαυλότητα, τη διαπλοκή χυδαίων συμφερόντων.
Να γιορτάσουμε λοιπόν την Επανάσταση του 1821, χωρίς να καταλαβαίνουμε, ούτε καν λεκτικά, τους στόχους της; Πραγματικά, εγγίζει τα όρια του εμπαιγμού. Θα έχουμε κληθεί με τον «εορτασμό» σε γιορτή ή σε ξόδι, να γιορτάσουμε ή να θρηνήσουμε; Θα μιλάμε για αγώνα, τότε, ανεξαρτησίας, ζώντας σήμερα την πιο ολοκληρωτική και ατιμωτική εξάρτηση στην οποία μπορεί να εξαναγκαστεί ένας λαός. Είναι σκέτη παράνοια. Θα τιμάμε, με γιορτές και πανηγύρεις, εκείνους που τότε αρνήθηκαν υποταγή και υποτέλεια στους Τούρκους, ποιοι; Εμείς σήμερα, οι ηδονικά υπόδουλοι στους εξευτελιστικούς όρους δανεισμού από το ΔΝΤ και στη βάναυση σκαιότητα του όποιου κ. Σόιμπλε;
Είμαστε πια άλλος λαός, καμιά σχέση με τους επαναστάτες του 1821. Εκείνοι, σίγουρα, είχαν ελαττώματα, πάθη, μίση, στενοκεφαλιές, ήταν αγράμματοι. Αλλά είχαν ταυτότητα, την αυτοσυνειδησία μιας καταγωγικής αρχοντιάς. Εμείς σήμερα είμαστε μόνο εκτοπλάσματα του μιμητισμού, ένας απρόσωπος καταναλωτικός πολτός, καρικατούρα δήθεν Ευρωπαίων, δήθεν διεθνιστών ή δήθεν εθνικιστών – ένας λαός που δεν ενοχλείται όταν τον φτύνει προκλητικά ο Ερντογάν, όταν τον εμπαίζει συγκαταβατικά ο Ζάεφ, όταν τον ταπεινώνουν απροσχημάτιστα ακόμα και οι Αλβανοί.
Μας έχουν φορέσει, τα αφεντικά μας, τη συνείδηση του «μικρού» και «αδύναμου». Αντίθετα, οι επαναστατημένοι του ’21 έσωζαν τη συνείδηση του κοσμοπολίτη, «ανάσαινε ο Ελληνας τον αέρα μιας περίπου αυτοκρατορίας». Οργωνε τη Μεσόγειο καραβοκύρης, κυριαρχούσε έμπορος στις αγορές της Ευρώπης, διακριτός και σεβαστός στα μεγάλα αστικά κέντρα της εποχής. Και, για να συνεχίσω τον Ελύτη: «οι δυνατότητες του Ελληνα να κινηθεί, χωρίς διαβατήριο γλώσσας, καλύπτανε μεγάλα μέρη της Ιταλίας και της Αυστρίας, ολόκληρη την Αίγυπτο, τη νότια Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία του Καυκάσου και, φυσικά, την Κωνσταντινούπολη με την ενδοχώρα της, ώς κάτω, κατά μήκος του Αιγαίου, τη λεγόμενη στις μέρες μας νοτιοδυτική Τουρκία».
Ο ίδιος αυτός κοσμοπολίτης Ελληνας, άρχοντας στο φρόνημα και ο πιο φτωχός, με την κρατικοποίηση του Ελληνισμού μεταμορφώθηκε σε βαλκάνιο επαρχιώτη, λούμπεν στοιχείο του δυτικού «παραδείγματος». Να πλένει πιάτα στα εστιατόρια της Αμερικής, να γδέρνει ψάρια στα μικροφαγάδικα της Αυστραλίας, ευτελισμένος «γκάσταρμπάιτερ» αργότερα στη Γερμανία. Αλλά και στην έσχατη κατάπτωση, μετά την κρατικοποίηση, καϋμός και νοσταλγία του Ελληνα ήταν η πατρίδα: Και «πατρίδα» σήμαινε τη γλώσσα του, το χωριό του, τη ζωντανή πνύκα του καφενείου, την εκκλησιά, ομφαλό του «ιερού» στη ζωή του, τη Γιορτή, το σταυροκόπημα. Ψάξτε αν υπάρχει χωριό στην Ελλάδα, που να μην χρωστάει την πλατεία του, το σχολειό του, την εκκλησιά του, την ύδρευσή του σε απόδημους ντόπιους «δωρητές» και «ευεργέτες». Τους ίδιους που έχτισαν και στην Αθήνα ό,τι κομψότερο και ελληνικό σε αρχιτεκτονική.
Το πρόσωπο που επελέγη από την κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη για να προεδρεύσει στην οργάνωση του εορτασμού για τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση, είναι μια κατεξοχήν εύστοχη επιλογή. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ευστοχότερη. Συμβολική φιγούρα: σαρκώνει αποκαλυπτικά όλους τους λόγους που διαφοροποιούν και απομακρύνουν τελεσίδικα την ελλαδική κοινωνία από το θαύμα του 1821. Συλλογισθείτε το, είναι η συνεπέστερη έκφανση του «προοδευτικού» μηδενισμού, του διπολικού (μαρξιστικού και καπιταλιστικού) Ιστορικού Υλισμού, που κυβερνάει πια, μόνιμα και σταθερά, τη χώρα.
Με τον μαρξιστικό ιστορικο-υλιστικό μηδενισμό, οι προθέσεις είναι ξεκάθαρες: Θέλουν την Ελλάδα κράτος διεθνικό, επιθετικά άθρησκο, τον λαό άγλωσσο για να ’ναι και άσκεφτος, μόνο οπαδός, όχι πολίτης, χειραγωγούμενος λούμπεν συρφετός. Τα ίδια, για τους δικούς του στόχους, θέλει και ο μηδενισμός, ως ιδεολογία και πρακτική της διεθνικής ασυδοσίας των «Αγορών». Αυτός δουλεύει ακόμα πιο ύπουλα, υποκαθιστά την εμπειρία με τις εντυπώσεις, το πραγματικό με το φαντασιώδες. Η ιδεοληψία γίνεται «πεποίθηση», το χρήμα μέτρο κάθε «επιτυχίας», η ευτυχία μόνο ηδονική ανατριχίλα.
Τουλάχιστο, στις 25 Μαρτίου του 2021, κάποιος, οποιοσδήποτε, ας οργανώσει ένα μικρό, αθόρυβο μνημόσυνο, για όσους θέλουν να θρηνήσουν την Ελλάδα που χάθηκε.
Χρήστος Γιανναράς