Η Τουρκία τελικά αποφάσισε να προχωρήσει στην εισβολή στη Συρία, ύστερα και από το «πράσινο φως» που πήρε, εν μέσω αντιφατικών δηλώσεων, από τον Πρόεδρο Τραμπ. Όπως είχε φανεί και το προηγούμενο διάστημα, η εισβολή έχει τη μορφή βομβαρδισμών θέσεων εντός του συριακού εδάφους και σταδιακής εισόδου τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων μαζί με δυνάμεις του λεγόμενου «Συριακού Ελεύθερου Στρατού», στην πραγματικότητα των τοπικών συμμάχων της Τουρκίας.
Με την ενέργεια αυτή η Τουρκία εισέρχεται σε μια πολεμική εμπλοκή μεγαλύτερη από αυτή που είχε διαχειριστεί μέχρι τώρα, είτε αυτό αφορούσε το Αφρίν είτε την περιοχή της Ιντλίμπ. Και μεγαλύτερη εμπλοκή σημαίνει και μεγαλύτερους κινδύνους.
Η Τουρκία επιμένει ότι η επιχείρησή της σκοπό έχει την ασφάλειά της και απέναντι στο Ισλαμικό Κράτος και απέναντι στους Κούρδους και γι’ αυτό ζήτησε και πέτυχε να μη σταθούν εμπόδιο οι αμερικανοί. Όντως οι ΗΠΑ έχουν αποσύρει ένα μέρος των δυνάμεών τους και αυτό προκάλεσε εξαρχής την αντίδραση των Κούρδων που μίλησαν για «πισώπλατο χτύπημα». Όλα δείχνουν επίσης ότι και οι Κούρδοι θα προσπαθήσουν αρχικά να κινηθούν έξω από τα όρια της τουρκικής επίθεσης προς το εσωτερικό της Συρίας. Όμως, δεν αναιρεί την πιθανότητα συγκρούσεων με τις τουρκικές δυνάμεις και αυτό μπορεί να είναι ένα επιπλέον πρόβλημα για την Τουρκία.
Και αυτό γιατί έχουμε να κάνουμε με πιο μαζικές, εμπειροπόλεμες και καλύτερα εξοπλισμένες δυνάμεις από αυτές που έχουν αντιμετωπίσει μέχρι τώρα. Ούτε έχει γίνει σαφές πόσες αμερικανικές δυνάμεις θα παραμείνουν και σε ποιο βαθμό θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τους Κούρδους πέραν των ορίων της τουρκικής «ζώνης ασφαλείας».
Υπενθυμίζουμε ότι στο μέγιστο της ισχύος του το Ισλαμικό Κράτος έλεγχε περίπου 34.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα συριακού εδάφους. Χρειάστηκε σκληρός αγώνας από τη μεριά των Κούρδων, που έχουν περίπου 60.000 μαχητές στην περιοχή, με κορυφαία μάχη αυτή για την κατάληψη της Ράκκα, όπως και η αμερικανική υποστήριξη για να υποχωρήσει η ένοπλη τζιχαντιστική οργάνωση.
Ήδη από το τέλος του 2018, όταν ο πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία, ήταν σαφές ότι αυτό σήμαινε ανάληψη από την Τουρκία του ρόλο της εξάρθρωσης του Ισλαμικού Κράτους στην περιοχή. Το Ισλαμικό Κράτος είναι εμφανώς αποδυναμωμένο, γιατί έχασε την «εδαφική βάση» σε Ιράκ και Συρία, όμως δεν έχει διαλυθεί πλήρως. Μαχητές του οργανωμένοι σε μικρές ομάδες εξακολουθούν να δρουν στη Συρία.
Στην περιοχή που ελέγχουν σήμερα οι Κούρδοι υπάρχουν δεκάδες χώροι κράτησης με περίπου 10.000 πρώην μαχητές, περίπου 8.000 εκ των οποίων είναι από τη Συρία και το Ιράκ και 2.000 από το εξωτερικό, ανάμεσά τους περίπου 800 ευρωπαίοι κατά την εκτίμηση των αμερικανικών ένοπλων δυνάμεων. Επιπλέον, υπάρχουν και 70.000 συγγενείς των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους, εκ των οποίων περίπου οι 11.000 είναι συγγενείς των ξένων μαχητών, στη συντριπτική τους πλειοψηφία γυναίκες και παιδιά κάτω των 12 ετών. Οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις εκτιμούν ότι περίπου 45.000 από αυτούς τους συγγενείς είναι «υποστηρικτές» του Ισλαμικού Κράτους. Άλλωστε, το Ισλαμικό Κράτος έχει προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την αντίδραση του μη κουρδικού στοιχείου στην περιοχή στον έλεγχο από τις κουρδικές δυνάμεις.
Η Τουρκία καλείται να αναλάβει την αντιμετώπιση αυτών των μαχητών και των συγγενών τους και αυτό δεν θα είναι τόσο εύκολο, είτε μιλάμε για χώρους κράτησης είτε για την αντιμετώπιση τυχόν επιθέσεων εναντίον των τουρκικών δυνάμεων.
Η Τουρκία έχει ανακοινώσει ότι προτίθεται να μεταφέρει εκεί ένα σημαντικό μέρος των προσφύγων που έχει στο έδαφός της. Έχει βέβαια υποστηρίξει ότι δεν επιθυμεί να αλλάξει μόνιμα τη δημογραφία της περιοχής, υποστηρίζοντας ότι ήταν το PKK αυτό που προσπάθησε να αλλάξει τα δημογραφικά δεδομένα της βορειοανατολικής Συρίας.
Ωστόσο, θεωρείται δεδομένο ότι η μετακίνηση ενός μεγάλου αριθμού προσφύγων στην περιοχή θα προκαλέσει εντάσεις, δεδομένου ότι στην περιοχή υπάρχουν ούτως ή άλλως τοπικοί πληθυσμοί, κουρδικοί αλλά και αραβικοί. Υπενθυμίζουμε ότι σε μικρότερη κλίμακα την ίδια πρακτική ακολούθησε και στην περιοχή του Αφρίν.
Παρότι η Τουρκία είναι ούτως ή άλλως αναμειγμένη στη συριακή κρίση από την πρώτη στιγμή, ενισχύοντας δυνάμεις που ήταν ήθελαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση Άσαντ, τώρα τα πράγματα είναι διαφορετική. Η τωρινή εισβολή παρουσιάζεται ως μεγαλύτερη από τις δύο προηγούμενες και ως τέτοια μπορεί να σημαίνει και πολύ μεγαλύτερη τουρκική εμπλοκή και κόστος, οικονομικό αλλά και σε ανθρώπινες ζωές. Από μια κλίμακα εμπλοκής και μετά είναι ένα ερώτημα εάν ο Ταγίπ Ερντογάν θα το παρουσιάζει με όρους νικηφόρου τουρκικού εθνικισμού ή θα εισπράττει πολιτική φθορά από κάτι που θα μπορούσε ίσως να εξελιχθεί σε ένα «μικρό Βιετνάμ της Τουρκίας».
Η κρίσιμη παράμετρος εδώ θα είναι ο βαθμός πραγματικής πολεμικής εμπλοκής και κυρίως η διάρκεια της όλης επιχειρήσεις. Όμως, αυτό μας φέρνει στο πραγματικό ερώτημα και την πραγματική πρόκληση: ποια η σχέση της εισβολής με τα σχέδια για την επόμενη μέρα στη Συρία.
Η εισβολή συμπίπτει με μια κρίσιμη στιγμή στην εξέλιξη της συριακής κρίσης. Όπως έχει φανεί η πραγματική διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής λύσης σε μεγάλο βαθμό είναι υπόθεση της διαδικασίας της Αστάνα, που περιλαμβάνει τη Ρωσία, το Ιράν και την Τουρκία.
Ούτως ή άλλως η ρωσική στρατιωτική παρουσία, όπως και η δράση ιρανικών και φιλοϊρανικών δυνάμεων επέτρεψαν στην κυβέρνηση της Δαμασκού να διαμορφώσει υπέρ της συσχετισμό.
Η Τουρκία συμμετέχει σε αυτή τη διαδικασία ακριβώς επειδή η Ρωσία, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, δεσμευόταν για την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας άρα και την αποτροπή του ενδεχομένου να διαμορφωθεί οιονεί κουρδική κρατική οντότητα, ενώ την ίδια θέση στήριζε και το Ιράν.
Όμως, η Ρωσία έχει κάνει σαφές ότι πλέον πρέπει ο έλεγχος να περάσει στην κυβέρνηση της Δαμασκού και να δρομολογηθεί η διαδικασία διαμόρφωσης του νέου συντάγματος και της νέας πολιτικής συνθήκες. Ήδη ο ΟΗΕ ανακοίνωσε ότι στις 30/10 θα συναντηθεί η Συνταγματική Επιτροπή, που θα φέρει στο ίδιο τραπέζι κυβέρνηση, αντιπολίτευση και κοινωνία των πολιτών για να σχεδιάσουν τη μεταπολεμική συνταγματική τάξη της Συρίας.
Επιπλέον, ήδη διάφορες χώρες της περιοχής προσανατολίζονται στην ανοικοδόμηση και τα οικονομικά οφέλη που αυτό συνεπάγεται. Η Ρωσία έχει απευθυνθεί στο Λίβανο (που θα ήθελε να δει και την επιστροφή των σύρων προσφύγων στις εστίες), στο Ιράκ, αλλά και στη Αίγυπτο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Τόσο η Ρωσία όσο και το Ιράν έχουν κάνει σαφή την αντίθεσή τους σε οποιαδήποτε εξέλιξε θα απειλήσει την εδαφική ακεραιότητα της Συρία και θα διαμορφώσει συνθήκες μόνιμης στρατιωτικής παρουσίας εντός του συριακού εδάφους. Με αυτό τον τρόπο έχουν δείξει και το όριο της τουρκικής κίνησης. Μάλιστα, το Ιράν σε μια κίνηση με σαφή συμβολισμό προχώρησε και σε έκτακτα στρατιωτικά γυμνάσια κοντά στα βορειοδυτικά σύνορά του.
Μέχρι τώρα οι κουρδικές δυνάμεις είχαν στραφεί κυρίως προς τις ΗΠΑ, στο βαθμό που οι τελευταίες τις θεωρούσαν απαραίτητες για τον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους και επειδή οι τελευταίες δεν δήλωναν αντίθετες στις εκτεταμένες πρακτικές αυτοκυβέρνησης είχαν αναπτύξει. Από την άλλη, η Ρωσία πάντα επέμεινε ότι έπρεπε να συμπεριληφθούν στην ειρηνευτική διαδικασία, όμως με βάση τη ρωσική θέση για εδαφική και πολιτική ακεραιότητα της Συρίας, έστω και με την παραχώρηση στοιχείων τοπικής αυτονομίας στους Κούρδους.
Τώρα όλα δείχνουν ότι και οι Κούρδοι είναι έτοιμοι να στραφούν προς την Ρωσία, η οποία ούτως ή άλλως επέμενε ότι τους περιλαμβάνει η ειρηνευτική διαδικασία.
Η Ρωσία έχει δηλώσει ότι αναγνωρίζει στην Τουρκία το δικαίωμα προσωρινών στρατιωτικών πρωτοβουλιών, όχι όμως μόνιμης στρατιωτικής περιουσίας που να διακυβεύει την προοπτική ειρήνευσης. Ταυτόχρονα, έχει προσφέρει εγγυήσεις ασφάλειας στους Κούρδους εντός μιας ενιαίας μεταπολεμικής Συρίας, με όρους που θα καθησυχάζουν ως ένα βαθμό και τις τουρκικές ανησυχίες. Προφανώς και αυτό ορίζει μια εξαιρετικά δύσκολη ισορροπία, όμως δείχνει μια κατεύθυνση.
Αυτό πιθανώς να υποδεικνύει και την πραγματική πολιτική διεργασία που είναι σε εξέλιξη παράλληλα με τις πολεμικές επιχειρήσεις και μπορεί να εξηγήσει και τη Ρωσική ψυχραιμία σε σχέση με τις τουρκικές κινήσεις (πάντα βέβαια με την υπενθύμιση περί της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας, ρητορική που πάντως υιοθετεί και η Τουρκία, παράλληλα με την σαφή δήλωση ότι δεν πρόκειται για μόνιμη παρουσία ούτε για επιχείρηση δημογραφικής αλλοίωσης).