Το σκηνικό κρίσης που δημιουργούν οι τουρκικές κινήσεις στον χώρο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου ήταν δεδομένο τόσο από τη γενικότερη εκτίμηση των πολιτικών προθέσεων της Άγκυρας όσο και από επιλογές όπως το αίτημα της τουρκικής εταιρείας πετρελαίων (ΤΡΑΟ) της 30ής Μαΐου για διεξαγωγή ερευνών από τα τέλη Αυγούστου στα νέα θαλάσσια οικόπεδα που έχουν προσδιοριστεί στο τουρκολιβυκό μνημόνιο, τη θαλάσσια περιοχή από τη Ρόδο έως την Κρήτη.
Ωστόσο, η αναγγελία από την υδρογραφική υπηρεσία Αττάλειας της διεξαγωγής υποθαλάσσιων ερευνών από σήμερα Τρίτη έως και τις 2 Αυγούστου στα νότια και ανατολικά του Καστελόριζου, ήτοι σε περιοχή για την οποία εκκρεμούν (παράνομες) αδειοδοτήσεις της Τουρκίας ήδη από το 2012, επισπεύδει τις εξελίξεις – πόσω μάλλον όταν συνοδεύεται από υπερπτήσεις ζεύγους τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών F-16 πάνω από το ακριτικό ελληνικό νησί και τη γειτονική Μεγίστη.
Εν μέσω πληροφοριών για ανάπτυξη τόσο του τουρκικού όσο και του ελληνικού στόλου (σε περίοδο όπου ούτως ή άλλως συνηθίζεται η πραγματοποίηση ασκήσεων) η κρισιμότητα των στιγμών γίνεται εμφανής.
Όμως η επιλογή της κλιμάκωσης ή μη ανήκει αποκλειστικά στην τουρκική πλευρά. Και οι κινήσεις "πολιτικής ανάσχεσης” που έχουν αναληφθεί δείχνουν να μην την αφορούν.
Πρόσφατα μόλις, οι διακριτικές μεσολαβητικές προσπάθειες που αναλήφθηκαν από τη Γερμανία "αδειάστηκαν” με την ασυνήθιστη στα διπλωματικά χρονικά δημοσιοποίηση από τον ίδιο τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου της συνάντησης Σουρανή-Καλίν στο Βερολίνο. Το ότι οι σημερινές τουρκικές ανακοινώσεις συμπίπτουν με την παρουσία του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών Χέικο Μάας στην Αθήνα προφανώς δεν είναι τυχαίο.
Δεδομένης της αμερικανικής "απουσίας” από την περιοχή, η οποία ασφαλώς θα γίνει εντονότερη μέχρι τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, κατεξοχήν αποδέκτης των τουρκικών πιέσεων γίνεται η Ε.Ε. και δη η ηγέτιδα δύναμή της, Γερμανία, που ως γνωστόν αγωνιά για τη διαφύλαξη της ηρεμίας κατά τη διάρκεια της δικής της εξάμηνης προεδρίας.
Η εικόνα δυστοκίας που παρουσίασε η πενθήμερη Σύνοδος Κορυφής των "27” δεν δίνει άλλωστε προς τα έξω την εικόνα μιας Ε.Ε. που συνιστά υπολογίσιμη γεωπολιτική δύναμη, όταν στα του οίκου της δυσκολεύεται να συμβιβάσει τόσες και τέτοιες αποκλίσεις επί των "πεζών” οικονομικών ζητημάτων.
Επιπλέον, η εθνικιστική έξαρση που έχει δημιουργήσει τις ημέρες αυτές στη γείτονα η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί (εν μέσω ρητορικών εξάρσεων του Ερντογάν περί "νέας κατάκτησης” και τουρκικού μεγαλείου) συμπληρώνει στο συμβολικό και ψυχολογικό επίπεδο τις επιθετικές κινήσεις που καταγράφονται στον χάρτη της Μεσογείου.
Η δε προοπτική ανάπτυξης αιγυπτιακών στρατευμάτων στην ανατολική Λιβύη, στο πλευρό των αντιπάλων της Τρίπολης και της Άγκυρας, αλλά και η κινητικότητα περί την ελληνο-αιγυπτιακή οριοθέτηση θαλάσσιων δικαιοδοσιών, συνιστά έναν επιπλέον λόγο για τον οποίο η Τουρκία επισπεύδει.
Η Άγκυρα έχει την πολυτέλεια να σκέφτεται, με γνώμονα έναν ευρύτερο συσχετισμό, πολλαπλά σενάρια πάνω στα μέτωπα που έχει ανοίξει σε μία ευρεία ακτίνα της περιοχής, πιστεύοντας ότι μπορεί να επιλέξει το καταλληλότερο κάθε φορά σημείο επίδειξης ισχύος (προεξοφλώντας ότι οι εξελίξεις που θα δρομολογηθούν θα είναι οριοθετημένες).
Σε κάθε περίπτωση, δεν δείχνει έτοιμη να προχωρήσει σε διάλογο, παρά μόνο επί μίας ατζέντα της οποίας αυτή θα έχει ορίσει το εύρος (που αντικειμενικά πλέον περιλαμβάνει και το σύνολο των σχέσεών της με τη Δύση) και μόνο μετά την καταγραφή κάποιου τετελεσμένου.