Καθώς οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία ενισχύονται συνεχώς, ενώ αυτές με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ενωση επιδεινώνονται, δεν είναι απίθανο το ενδεχόμενο κάποια ημέρα η Ελλάδα και η Τουρκία να μην είναι μέλη της ίδιας Συμμαχίας. Είτε επειδή οι σχέσεις Αγκυρας - Μόσχας θα είναι πλέον ισχυρότερες απ’ ό,τι μεταξύ Αγκυρας και Ουάσιγκτον, είτε επειδή το ΝΑΤΟ θα έχει υπονομευθεί και από άλλους παράγοντες, ίσως βρεθούμε με ένα ακόμη πιο σκληρό σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Το γεγονός ότι οι δύο χώρες εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ την ίδια ημέρα –18 Φεβρουαρίου, 1952– δεν σημαίνει ότι η μεταξύ τους σχέση ήταν ομαλή. Τι θα ακολουθήσει, όμως, όταν η Τουρκία δεν θα δεσμεύεται καθόλου από το γεγονός ότι και αυτή και η Ελλάδα είναι μέλη της ίδιας Συμμαχίας;
Η απλή απάντηση θα ήταν ότι τίποτα δεν θα αλλάξει, ότι η Τουρκία ήδη έκανε ό,τι ήθελε. Το γεγονός ότι η Ελλάδα αποσύρθηκε από το στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας από το 1974 έως το 1980 σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αδράνεια του ΝΑΤΟ μπρος την τουρκική εισβολή στην Κύπρο ενισχύει αυτή την αντίληψη. Ομως, το γεγονός ότι και οι δύο χώρες είχαν κοινούς συμμάχους και χρησιμοποιούσαν παρόμοια οπλικά συστήματα συνέβαλε σε μια ελάχιστη συνεννόηση που ενίοτε οδηγούσε σε παρεμβάσεις που εκτόνωναν την κατάσταση. Η υπόθεση των Ιμίων είναι μόνο μια τέτοια περίπτωση. Ηταν σαφές ότι το ΝΑΤΟ δεν θα ανάγκαζε την Τουρκία να υιοθετήσει μια συμπεριφορά που εμείς θα θέλαμε, αλλά υπήρχε η αίσθηση ότι τα πράγματα δεν θα ξέφευγαν τόσο ώστε να υπάρξει σύρραξη μεταξύ των δύο χωρών.
Εάν, όμως, πάψει η «συμμαχική» σχέση, εάν η Ελλάδα βρεθεί στο στρατόπεδο των ΗΠΑ, ενώ η Τουρκία συμμαχεί με τη Ρωσία και χρησιμοποιεί ρωσικά οπλικά συστήματα (όπως πυραύλους S-400 και μαχητικά Sukhoi 35), τότε από κοινό προπύργιο εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης οι δύο χώρες θα αποτελούν το σύνορο ενός νέου Ψυχρού Πολέμου. Η ένταξη σε μια συμμαχία, όμως, σημαίνει και τη στήριξη των συμμαχικών βιομηχανιών όπλων. Ηδη, έχουμε δει τη μία «αγορά του αιώνα» μετά την άλλη στην Ελλάδα και την Τουρκία, λόγω της έντασης μεταξύ των δύο συμμάχων. Εάν ποτέ βρεθούν σε αντίπαλα στρατόπεδα, η παραδοσιακή ένταση θα οδηγήσει στη δοκιμή αντίπαλων συστημάτων και σε νέες κούρσες εξοπλισμών, οι οποίες, με τη σειρά τους, θα προκαλούν μεγαλύτερη ανασφάλεια και νέες αγορές όπλων. Τρίτοι θα ενθαρρύνουν την ένταση.
Η κατάσταση στην περιοχή είναι ρευστή και η χώρα μας κάνει καλά να ενισχύει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και με το Ισραήλ. Αυτό θα έχει επιπτώσεις, όμως, στις σχέσεις με τη Ρωσία και απαιτείται προσοχή ώστε η προσέγγιση μεταξύ Αγκυρας και Μόσχας, καθώς και μεταξύ Αθήνας και Ουάσιγκτον να μην οδηγήσει σε επιδείνωση των σχέσεων Ελλήνων και Ρώσων. Χρήσιμο θα ήταν οι ΗΠΑ να μην απαιτούν τον αποκλεισμό του ρωσικού πολεμικού ναυτικού από κυπριακά λιμάνια ως προϋπόθεση για την άρση του εμπάργκο όπλων εναντίον της Κύπρου. Ωθώντας τη Ρωσία να στηρίξει την Τουρκία εναντίον της Κύπρου, και συνεπώς της Ελλάδας, θα συμβάλει σε ακόμη πιο έκρυθμη κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αξίζει να θυμηθούμε πώς άρχισε η σημερινή προσέγγιση μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας. Το 2015, η Τουρκία θέλησε να επιβάλει την παρουσία της στις ρωσικές δυνάμεις που συνέδραμαν τον Σύρο πρόεδρο Ασαντ, καταρρίπτοντας ένα ρωσικό μαχητικό στη βόρειοδυτική Συρία. Ο Ερντογάν δεν δίστασε να ανταλλάξει βαριές κουβέντες με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Οταν, όμως, ζήτησε από το ΝΑΤΟ να ενεργοποιήσει το Αρθρο 5, σύμφωνα με το οποίο όλα τα μέλη στηρίζουν αυτό που απειλείται, οι σύμμαχοι έδειξαν απρόθυμοι να κηρύξουν τον πόλεμο στη Ρωσία λόγω τουρκικής αμετροέπειας. Οι ρωσικές κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας και το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 (όπου ο Ερντογάν βλέπει αμερικανικό δάκτυλο) έπεισαν τον Τούρκο πρόεδρο να στραφεί προς τη Ρωσία. Η όλη προσέγγιση, δηλαδή, ήταν προϊόν αυτοσχεδιασμού.
Ασφαλώς, δεν αποκλείεται και αναθέρμανση των σχέσεων ΗΠΑ - Τουρκίας. Ομως, καθώς περνάει ο καιρός ενισχύονται οι δεσμοί Τουρκίας - Ρωσίας. Τίποτα δεν είναι απίθανο και τίποτα δεν είναι δεδομένο.
Νίκος Κωνσταντάρας