Νά ’ναι άραγε τα στίφη των Μήδων που κάνουν απόβαση στον Μαραθώνα ή που συνωθούνται μερικά χρόνια αργότερα στα στενά των Θερμοπυλών;
Νά ’ναι κάποια από τις αναρίθμητες ορδές βαρβάρων που σκάζουν σαν αφρισμένα κύματα πάνω στα τείχη της Βασιλεύουσας επί αιώνες;
Μήπως τα κραταιά φουσάτα των Αγαρηνών, που η μάνητα του «ιερού πολέμου» τους και τα όνειρά τους για παγκόσμια παντοκρατορία τόσες και τόσες φορές μέχρι τον 10ο αιώνα θα πνιγούν μέσα στον Βόσπορο ή θα συντριβούν στα πεδία των μαχών από τους αμύντορες της Ανατολίας;
Μήπως είναι οι ορδές των Σελτζούκων που πλημμυρίζουν τη Μικρασία μετά το καταραμένο Ματζικέρτ, μέχρι και πάλι η Ρωμανία να κατορθώσει ν’ ανασυνταχθεί και να τους κρατήσει μακριά από τα ευρωπαϊκά εδάφη της για σχεδόν τρακόσια ακόμη χρόνια;
Μήπως τα αφιονισμένα στίφη των Οσμανλήδων, που τελικά θα διαβούν πάνω από το κουφάρι της υπερχιλιόχρονης Αυτοκρατορίας, βυθίζοντας τη φωτεινή κοιτίδα του παγκόσμιου πολιτισμού στον ζόφο και τη βαρβαρότητα;
Ή μήπως είναι η αποκτηνωμένη εκείνη θάλασσα του Εμβέρ και του Κεμάλ, που ετοιμάζεται να καταπιεί αλαλάζοντας τον Πόντο και την Ιωνία;
Είναι και πάλι κάτι απ’ όλα αυτά μαζί.
Είναι ξανά τα στίφη της Ασίας. Που εδώ και χρόνια συγκεντρώνονται πάλι απειλητικά, έτοιμα για να σαρώσουν με το δυσώδες, βαρβαρικό σκοτάδι τους ό,τι έχει απομείνει όρθιο.
Ό,τι οι ίδιοι αφήσαμε ακόμη όρθιο από τον Τόπο και τον Τρόπο μας. Από τα όσια, τα χρηστά, τα θέσμια και τα πατρώα μας. Από το χλωμό φως που ακόμη σιγοκαίει.
Όμως, είναι ακόμη εδώ - και καίει. Εδώ, στην πληγωμένη και παρηκμασμένη πατρίδα, είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχουν ακόμη άμυνες. Μνήμες, γονίδια αλλοτινών καιρών, αναρριπίσματα από την πνοή της Πίστης, ίχνη στα χείλη από τη γεύση της Λευτεριάς. Υπάρχουν ακόμη αντισώματα, μες στα μυαλά και τις ψυχές, που υψώνουνε ξανά κυματοθραύστες.
Tιμή λοιπόν και πάλι «σ’ εκείνους όπου στη ζωή των όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες».
Το πέρασμα είναι πάντοτε στενό και δύσβατο, τα μαύρα σύννεφα στον ουρανό φορτωμένα καταιγίδα κι οι Μήδοι πληθύνανε κι αυτοί επικίνδυνα, ενώ μαζί τους επλεόνασαν κι οι Εφιάλτες.
Μα εκείνοι δεν θα πτοηθούν. Γιατί απόμειναν ακόμη αρκετοί σε τούτα τα βασανισμένα μέρη, που έχουνε «παππού από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο, θειό μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή». Έχουνε προπάππο που πότισε με το αίμα του βουνά και λαγκαδιές και «μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό χορεύοντας είχε δοθεί στη λευτεριά του χάρου».
Έχουνε παπά που τους ευλόγησε και τους διάβασε, εικόνες ιερές που αναβλύσαν μύρο και δάκρυ, αγίους που τους σκέπουνε από ψηλά και πάνω απ’ όλους μια Μάνα - πρεσβεία θερμή και τείχος απροσμάχητο - που αρνείται επίμονα να τους αφήσει από την αγκαλιά της. Αυτούς δεν μπορούν πραγματικά ποτέ να τους ξεχάσουν, τους έχουν κλεισμένους πάντα μέσα τους, εγκόλπιο και φυλαχτάρι.
Κι αν κινδυνέψαν πρόσκαιρα με την απώλεια της θύμησης, αυτοί από κει ψηλά ούτε για μια στιγμή δεν τους αφήσαν.
Θα τις φυλάξουνε λοιπόν ξανά τις Θερμοπύλες. Με πάθος κι αυταπάρνηση. Και τη φορά αυτή, οι Μήδοι δεν θα διαβούνε…