Από την πρώτη στιγμή που δημιουργήθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία, οι απόπειρες να καταλυθεί ήταν “ψωμοτύρι” στη ζωή αυτού του κράτους, για έναν κυρίως λόγο: τη δεσπόζουσα θέση του νησιού στην Ανατολική Μεσόγειο. Η πρώτη από αυτές ήταν το 1964, όταν η Τουρκία του Ινονού, πιθανώς με την παρότρυνση ή πάντως με την ανοχή, τότε, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας, ετοιμάστηκε να εισβάλει στο νησί.
Μέχρι τώρα, η κυρίαρχη ερμηνεία στους ασχολούμενους με το Κυπριακό, ήταν ότι η εισβολή απετράπη λόγω της επιστολής με την οποία ο Πρόεδρος Τζόνσον ειδοποιούσε τον Ινονού να μην εισβάλει. Η επιστολή δόθηκε από τους ίδιους τους Αμερικανούς σχετικά σύντομα στη δημοσιότητα, ίσως σε μία προσπάθεια να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι όχι μόνο δεν ενθάρρυναν, αλλά και απέτρεψαν την Τουρκία. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρώην Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων στην Κύπρο και προσωπικός γιατρός του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Δρ. Βάσσος Λυσσαρίδης, αμφισβητεί αυτή την εκδοχή και καταθέτει τη δική του μαρτυρία για το ταξίδι του στο Σότσι και τη συνάντησή του με τον τότε σοβιετικό ηγέτη Νικήτα Χρουστσώφ.
Ο “Γιατρός” Βάσσος Λυσσαρίδης, ιδρυτής και επίτιμος Πρόεδρος της ΕΔΕΚ, του σοσιαλιστικού κόμματος της Κύπρου, είναι μια εμβληματική μορφή των εθνικών και κοινωνικών αγώνων στο νησί, αλλά, επίσης, και ένα σύμβολο των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων σε όλο τον αποικιοκρατούμενο κόσμο, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπήρξε φίλος με τον Μαντέλα, τον Νάσσερ, τον Αραφάτ, τον Καντάφι, τον Άσαντ, τον Κάστρο μεταξύ πολλών άλλων. Άνθρωπος-γέφυρα ανάμεσα στην ΕΑΜική εθνική αντίσταση και την ΕΟΚΑ, όπως και ανάμεσα στους κοινωνικούς και τους εθνικούς αγώνες του κυπριακού λαού, ο Βάσσος Λυσσαρίδης εκπροσώπησε, μαζί με τον Τάσσο Παπαδόπουλο, την ΕΟΚΑ στη διάσκεψη του Λονδίνου, που αποφάσισε την ίδρυση του κυπριακού κράτους. Διαφώνησε όμως με τις συμφωνίες που υπεγράφησαν εκεί από την τότε ελληνική κυβέρνηση και τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.
Η διαφυγή του από την εναντίον του δολοφονική απόπειρα, στις 30 Αυγούστου 1974, στην οποία σκοτώθηκε ο οργανωτικός γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος ποιητής Δώρος Λοΐζου, υπήρξε καθοριστική για να γίνει δυνατή η επιστροφή του Μακαρίου στην Κύπρο. Γιατί παραμένει αμφίβολο ότι θα μπορούσε τελικά ο Αρχιεπίσκοπος να επιστρέψει στο νησί, χωρίς την υπό τον Λυσσαρίδη αντίσταση τόσο προς το χουντικό πραξικόπημα, όσο και προς το “μεταπραξικόπημα” που ακολούθησε. Έτσι έγινε δυνατή η σωτηρία του κυπριακού κράτους, έστω και ακρωτηριασμένου, από τη δεύτερη μείζονα απόπειρα κατάλυσής του, το 1974, που ακολούθησε εκείνη του 1964 (διάφορες άλλες μικρότερης σημασίας σχεδιάστηκαν και άρχισαν να εκτελούνται στο ενδιάμεσο).
Η συνάντηση Λυσσαρίδη – Χρουστσώφ
Το 1964, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έστειλε στη Σοβιετική Ένωση τον Βάσσο Λυσσαρίδη για να ζητήσει βοήθεια. Να πως μας περιέγραψε ο τελευταίος τη συνάντησή του με τον Νικήτα Χρουστσώφ στη θερινή κατοικία του στο Σότσι της Μαύρης Θάλασσας:
“Με είχε στείλει ο Μακάριος να δω τον Χρουστσώφ, μαζί με τον υπουργό Εμπορίου τον Ανδρέα τον Αραούζο για προκάλυμμα. Πήγαμε στη Μαύρη Θάλασσα, στο Σότσι, με ειδική πτήση από την Μόσχα. Τον είδαμε, ήταν στην αρχή στο γυμναστήριο, μετά προγευμάτιζε. Μίλησε ο υπουργός για τα δικά του, ανέπτυξα κι εγώ ότι αναμένουμε μια επίθεση από τη Τουρκία και τι μπορούμε να περιμένουμε από τη Σοβιετική Ένωση.
Ο Χρουστσώφ με άκουσε και με το χαρακτηριστικό του ύφος μου λέει: «βλέπεις τι τρώω; Τρώω ελιές από την πατρίδα σου!». Του λέω: «κυπριακές;». «Όχι!» μου λέει «ελληνικές!».
Δεν νομίζω να ήταν τυχαίο. Αλλά δεν μπορώ να ξέρω και με βεβαιότητα. «Ε», του λέω, «το βλέπω». «Ξέρεις τι είναι εκεί πέρα μακριά;» μου λέει δείχνοντας προς νότο τον ορίζοντα και συνεχίζει: «είναι η Τουρκία. Ωραία. Μια μεγάλη χώρα σαν εμάς δεν μπορεί να επιτρέψει σε αυτή τη μικρή δύναμη να κάνει εισβολή στη χώρα σου».
Επειδή ήξερα ότι ο Αραούζος ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος, αλλά ήταν πολιτικά κάπως αφελής, ρωτάω τον Χρουστσώφ: «καλά, κι αν καταληφθείτε εξ απροόπτου;». Γέλασε και μου λέει: «τότε δεν θα είμαστε μεγάλη δύναμη».
Λέω: «να μεταφέρω αυτά εις τον Μακάριο;». Βάζει κάτι γέλια χωριάτικα και μου λέει: «δεν μου λες, για τουρισμό ήρθες εδώ πέρα;».
Και ήταν τότε που έγραψε την επιστολή προς τον Τζόνσον, με την οποία προειδοποιούσε ότι αν η Τουρκία εισβάλει στη Κύπρο, η Σοβιετική Ένωση δεν έχει παρά να πάρει μέτρα εναντίον της Τουρκίας, και εννοούσε στρατιωτικά. Και αναγκάζεται τότε ο Τζόνσον να γράψει την περιβόητη επιστολή προς τους Τούρκους, προς τον πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, στις 5 Ιουνίου του 1964. Και μετά όλοι ευγνωμονούν τον Τζόνσον ότι δήθεν ματαίωσε την εισβολή της Τουρκίας τότε στην Κύπρο, ενώ η ματαίωση έγινε από τον Χρουστσώφ, με προσωπική μου μαρτυρία και προσωπική μου εμπειρία. Για εμάς η Σοβιετική Ένωση, με μικρές εξαιρέσεις στο τέλος, και μέχρι σήμερα ακόμα η Ρωσία για νάμαστε δίκαιοι, εξακολουθεί να είναι μια θετική δύναμη”.
Η στάση των Βρετανών το 1964
Την άποψη ότι οι Σοβιετικοί και όχι οι Αμερικανοί απέτρεψαν την εισβολή του 1964 υιοθετεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο William Mallinson, Βρετανός διπλωμάτης και ιστορικός, συγγραφέας πολλών βιβλίων για την Κύπρο και την Ελλάδα, μερικά από τα οποία μεταφράστηκαν και ελληνικά (το τελευταίο, Πικρές Εληές κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία, ενώ ένα προηγούμενο, Κύπρος, μια Ιστορική Προοπτική, από τις εκδόσεις Παπαζήση). Ο Μάλλινσον έχει ερευνήσει συστηματικά τα αρχεία του Φόρειν Όφις και μας παρουσίασε ένα τηλεγράφημα από την βρετανική πρεσβεία προς το Λονδίνο, όπου οι Βρετανοί ενημερώνουν τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, ότι όχι μόνο δεν προτίθενται να κάνουν τίποτα με τα στρατεύματά τους για να εμποδίσουν την εισβολή, αλλά δεν θέλουν να κάνει ούτε και η δύναμη του ΟΗΕ στο νησί. Σε σχετικό τηλεγράφημα, με ημερομηνία 7 Ιουλίου 1964, αναφέρεται σχετικά, σύμφωνα πάντα με τον κ. Μάλλινσον:
“Καταστήσαμε σαφές στα Ηνωμένα Έθνη, ότι δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε στη χρήση της UNFICYP (σ.σ. Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ στην Κύπρο) για να αποκρούσει εξωτερική επέμβαση και ότι οι πάγιες διαταγές στα στρατεύματά μας εκτός UNFICYP, είναι να αποσυρθούν στις Περιοχές Κυριάρχων Βάσεων αμέσως μόλις συμβεί τέτοια επέμβαση” [British Embassy, Washington to Foreign Office, 7 July 1964, telegram 8541, NA FO 371/174766, file C1205/2/G]
“Ο αρχηγός των ελληνικών Ενόπλων δυνάμεων Πιπιλής”, μας λέει ο Μάλλινσον, “είχε την αφελή πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ θα εμπόδιζαν διά της βίας μια περιορισμένη τουρκική επέμβαση. Στο φως της εμπειρίας του τι συνέβη δέκα χρόνια αργότερα, η ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επέτρεπαν μια περιορισμένη τουρκική επέμβαση, ώστε να επιβάλλουν το σχέδιο Μπωλ-Άτσεσον, μοιάζει αρκετά πιθανή”.
Γι’ αυτό, συνεχίζει ο Μάλλινσον, η σταθερή σοβιετική στάση μοιάζει να απέτρεψε το 1964 την τουρκική εισβολή και τον διαμοιρασμό της Κύπρου σε δύο χώρες του ΝΑΤΟ, άποψη που ενστερνίζονται και άλλοι μελετητές της περιόδου [Dodd, Clement, The Cyprus Issue, Eothen Press, Huntingdon, 1995, p. 33; Celik, Yasemin, Contemporary Turkish Foreign Policy, Praeger, Westpoint, 1999, p. 49. και Joseph, Joseph S., Cyprus: Ethnic Conflict and International Politics, St. Martin’s Press, London and New York, 1997]
Η Ουάσιγκτον φαίνεται ότι ανέκρουσε πρύμνα σε ότι αφορά μια εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, όταν η Μόσχα την προειδοποίησε ότι “αν υπάρξει μια ένοπλη ξένη εισβολή της κυπριακής επικράτειας”, τότε “η Σοβιετική Ένωση θα βοηθήσει την Κυπριακή Δημοκρατία να υπερασπιστεί την ελευθερία και ανεξαρτησία της εναντίον της ξένης επέμβασης”. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανησύχησαν όχι μόνο για άμεση συνδρομή στην κυπριακή άμυνα, αλλά και για την πιθανότητα σοβιετικής επέμβασης εναντίον της ίδιας της Τουρκίας, αν αυτή εισέβαλε στην Κύπρο.
Αλλαγή των μέσων, όχι των σκοπών – το περιστατικό με τον Μπωλ και η μαρτυρία Πάκαρντ
Αν ο Πρόεδρος Τζόνσον ανέκρουσε πρύμνα ως προς την υποστήριξη ή ανοχή μιας τουρκικής εισβολής, δεν παραιτήθηκε από τις κεντρικές επιδιώξεις της τότε πολιτικής των ΗΠΑ, μέσω άλλων μεθόδων και “διόδων”.
Όταν το 1964, επεσκέφθη την Κύπρο ο εκτελών χρέη Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζωρτζ Μπωλ, ο αξιωματικός της υπηρεσίας πληροφοριών του βρετανικού βασιλικού ναυτικού Μάρτιν Πάκαρντ τον πήρε με ελικόπτερο να του δείξει την πράσινη γραμμή. Ο Πάκαρντ, όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, είχε πάρει εντολή από τον Βρετανό στρατηγό Young, διοικητή των βρετανικών δυνάμεων στην Κύπρο, να φροντίσει όχι μόνο να σταματήσουν οι διενέξεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αλλά και να τους επανασυμφιλιώσει, κάτι που έκανε σε αγαστή συνεργασία τόσο με τον Μακάριο, όσο και με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Κιουτσούκ. Μετά το πέρας της πτήσης πάνω από την πράσινη γραμμή, ο Μπωλ, όπως μας λέει ο Πάκαρντ, τον χτύπησε στην πλάτη και του είπε
“Φανταστική δουλειά γιε μου. Αλλά τα κατάλαβες όλα λάθος. Δεν σου έχει πει κανείς ότι η δουλειά μας εδώ είναι να χωρίσουμε, όχι να ενώσουμε;”. (Όλη η ιστορία υπάρχει στο βιβλίο του Getting It wrong: Fragments from a Cyprus Diary 1964).
Ο Πάκαρντ δεν ήταν ο μόνος δυτικός αξιωματούχος που είχε μπερδευτεί με την βρετανική και με την αμερικανική πολιτική στο Κυπριακό, ιδίως πότε και γιατί ήθελαν να χωρίσουν, πότε και γιατί ήθελαν να ενώσουν. Ο ίδιος ο Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Χάρολντ Μακμίλαν χρειάστηκε να εξηγήσει στο υπουργικό συμβούλιο τι έκανε στις διαπραγματεύσεις λέγοντας: “Ο σκοπός μας είναι να αντιτάξουμε στους Έλληνες την τουρκική άρνηση να δεχθούν τη διχοτόμηση και να τους εξαναγκάσουμε να δεχτούν τη δική μας κυριαρχία”.
Όπως το έθεσε, με … εγελιανούς όρους (!), ένας θεωρητικός της αγγλικής αποικιοκρατίας “η θέση είναι η Ένωση, το δικαίωμα των Ελλήνων στην αυτοδιάθεση, η αντίθεση είναι η τουρκική διεκδίκηση για Διχοτόμηση, η σύνθεση είναι η δική μας κυριαρχία”.
Ο Λύντον Τζόνσον σε ρόλο Προφήτη
Ιστορική έχει άλλωστε μείνει η φράση του Προέδρου Λύντον Τζόνσον το 1964, προς τον Έλληνα Πρέσβη στην Ουάσιγκτον, όπως την αναφέρει ο Richard Clogg στο βιβλίο του Α Concise History of Greece από τις εκδόσεις Cambridge University Press. Όταν ο Πρέσβης προσπάθησε να του εξηγήσει ότι το ελληνικό κοινοβούλιο δεν θα επέτρεπε να παραχωρηθεί στην Τουρκία το Καστελόριζο, όπως προέβλεπε το σχέδιο Άτσεσον-Μπωλ, ο Πρόεδρος του είπε επί λέξει: “Γαμώ το κοινοβούλιό σας. Γαμώ το Σύνταγμά σας”.