Είχε χτυπήσει τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Όλο το υπηρετικό προσωπικό, ανήμπορο να κλείσει μάτι εκείνη τη νύχτα μέσα στο στοιχειωμένο μέγαρο του εφοπλιστή, αποφάσισε να συγκεντρωθεί στη μεγάλη σάλα της τραπεζαρίας. Εκνευρισμένο, σαλεμένο, τρομαγμένο και κατάκοπο, συζητούσε ακόμη με χαμηλή φωνή για τα φοβερά γεγονότα που είχαν προηγηθεί.
Η χήρα και η Διαμαντούλα ξάπλωσαν παρέα στην κρεβατοκάμαρα της κυρίας, καθώς υπέφεραν και οι δυο από νευρική κρίση.Στην ατμόσφαιρα ήταν χυμένος ένας παγωμένος αέρας φρίκης, σαν να ξενυχτούσαν λείψανο. Ξαφνικά, όλοι τινάχτηκαν πάνω έντρομοι. Στον μακρύ διάδρομο του αρχοντικού ακούγονταν πατημασιές. Μήπως ήταν η φαντασία τους; Μα, δε γινόταν να είχαν όλοι ταυτοχρόνως την ίδια ψευδαίσθηση.Σε μια από τις εσωτερικές πόρτες της τραπεζαρίας, σ’ εκείνη ακριβώς που έβλεπε προς τον διάδρομο, το μισό θυρόφυλλο είχε μείνει ανοιχτό. Μια από τις υπηρέτριες έτρεξε να κλείσει την πόρτα. Καθώς πλησίασε, όμως, κραύγασε δυνατά και απόμεινε μαρμαρωμένη.Συγχρόνως, πρόβαλε στο άνοιγμα της πόρτας ένας πελώριος ανθρώπινος ίσκιος. Άπλωσε το άσαρκο χέρι του και της βούλωσε σφιχτά το στόμα. Την ίδια στιγμή, με το άλλο χέρι έστριψε τον διακόπτη κι έσβησε το φως.Το επόμενο πρωί, όταν ξύπνησε η κυρία Παν…, μάταια χτυπούσε όλα τα ηλεκτρικά κουδούνια, καλώντας απεγνωσμένα κάποιον από το υπηρετικό προσωπικό. Κανένας δεν ερχόταν.Νόμισε στη αρχή πως λόγω της αναστάτωσης που επικράτησε την προηγούμενη νύχτα, θα είχαν όλοι τους κοιμηθεί αργά και γι’ αυτό αργούσαν να σηκωθούν απ’ τα κρεβάτια τους.Έστειλε τη Διαμαντούλα, τη σύζυγο του καπετάν Μιχάλη, να δει τι συνέβαινε. Τότε, αντιλήφθηκαν πως όλοι οι υπηρέτες είχαν εγκαταλείψει μέσα στη νύχτα το στοιχειωμένο σπίτι.Το μέγαρο ήταν αδειανό. Έπειτα από τη μεταμεσονύκτια τρομακτική οπτασία, υπηρέτες και υπηρέτριες, μόλις συνήλθαν από τον πρώτο πανικό που τους είχε παραλύσει, άρπαξαν γρήγορα τα πράγματά τους και έφυγαν. Και μήτε ήθελαν να ξαναπατήσουν το πόδι τους εκεί μέσα.Αλλά και στη κάμαρα που είχαν κατακλιθεί η χήρα του εφοπλιστή μαζί με την επιστήθια φίλη της, τη Διαμαντούλα, τα πράγματα δεν κύλησαν καλύτερα.Ιδού τι αφηγήθηκε η τελευταία:“Προτού πέσω να κοιμηθώ, αποφασισμένη πως έπρεπε επιτέλους να ξαποστάσω το κορμί μου έστω για λίγες ώρες, άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα έξω. Για μια στιγμή, μου φάνηκε πως άκουσα κάτι σαν κλάμα. Και αμέσως μετά άκουσα τα σκυλιά να αλυχτούν και η καρδιά μου σχίστηκε στα δυο. Το σκοτάδι ήταν πυκνό. Ωστόσο, διέκρινα στον αέρα ατμούς λευκούς, σαν πασπαλίσματα ζάχαρης άχνης, που στριφογύριζαν και μετά, νόμισα πως κάλυψαν όλη την πρόσοψη του μεγάρου. Φοβήθηκα πολύ, έκλεισα το παράθυρο γρήγορα και πλάγιασα.Νύσταζα και βυθίστηκα σ’ έναν παράξενο ύπνο, ανήσυχο, γεμάτο όνειρα. Είχα την αίσθηση πως κάποιος βημάτιζε μέσα στην κάμαρα σιγά και προφυλακτικά. Αφουγκραζόμουν τα χέρια του να πασπατεύουν εδώ κι εκεί. Έπειτα, μου φάνηκε πως κρύωνα, πως το σκέπασμά μου είχε γλιστρήσει μακριά μου και ξύπνησα.Μια μυστηριώδης αχλή, μια αραχνοΰφαντη ομίχλη είχε απλωθεί στην κάμαρα. Έστρεψα το βλέμμα μου προς τη λάμπα που είχαμε αφήσει αναμμένη και μόλις που αχνόφεγγε σαν σπιθίτσα μικρή, κατακόκκινη, αιματηρή, έτοιμη να σβήσει.Μπερδεμένη ακόμα ανάμεσα στο τι ήταν όνειρο και τι πραγματικότητα, πάσχισα να σηκωθώ επάνω, γιατί κρύωνα. Φρόνησα πως είχα αφήσει το παράθυρο ανοιχτό, πως είχα λησμονήσει να το κλείσω. Μα, ένιωθα τα πόδια μου μολυβένια. Είχα χάσει τη θέλησή μου. Αισθανόμουν μια αλλόκοτη παραζάλη και μια ανεξήγητη εξάντληση.Έτσι, αφέθηκα να με πάρει ο ύπνος. Την ώρα που κατέβαζα τα βλέφαρά μου, όμως, είδα να σκύβει επάνω μου ένα πρόσωπο αισχρό, απαίσιο, αποκρουστικό. Τόσο χλομό, σαν να ήταν βαμμένο με κεχρί και φορούσε μια κόκκινη μάσκα.Από τη στιγμή εκείνη κι έπειτα, δεν ένιωσα τίποτε άλλο. Είχα, όμως, μέσα στον ύπνο μου την εντύπωση πως κάποιος υπήρχε πλάι μου, ένιωθα ανατριχίλες και άκουγα κάτι σαν πνιχτό και υπόκωφο βογκητό.Από τον εφιαλτικό λήθαργο με ξύπνησαν κάποια στιγμή οι κραυγές της κυρίας, που καλούσε σε βοήθεια. Πετάχτηκα ορθή και πλησίασα το κρεβάτι της. Ήταν σχεδόν αναίσθητη. Τρομεροί σπασμοί συγκλόνιζαν ολόκληρο το κορμί της. Στα απλανή και ολάνοιχτα μάτια της ήταν καθρεφτισμένος ο πιο παρανοϊκός τρόμος.Όταν κάποτε συνήλθε και τη ρώτησα, μου απάντησε πως είχε δει τον μακαρίτη άντρα της ολοζώντανο. Της είχε πει ό,τι είχε πει και σε εμένα, δηλαδή να φροντίσουμε για την ανάπαυση της ψυχής του”.Η αφήγηση της Διαμαντούλας τελειώνει εδώ, γιατί την άλλη μέρα εγκατέλειψε κακήν κακώς το στοιχειωμένο μέγαρο.Μα, το φάντασμα του εφοπλιστή είχε προκαλέσει παράνοια και στη συνοικία του Πρώτου Νεκροταφείου Αθηνών, όπου οι φήμες ενισχύθηκαν έτι περαιτέρω από τις συνεχείς δεήσεις των οικείων του πάνω από τον τάφο του και τις αδιάκοπες συζητήσεις τους με τους ιερείς, οι οποίοι πραγματοποιούσαν το ένα ευχέλαιο μετά το άλλο.Πολλοί περίοικοι του Νεκροταφείου αφηγούνταν ότι έτυχε να δουν έναν παράξενο ανθρώπινο ίσκιο να αναρριχάται στον τοίχο ή να γαντζώνεται στα σιδηρά κιγκλιδώματα της εξώθυρας. Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, βεβαίωναν ότι είχαν αναγνωρίσει σε αυτή την απόκοσμη φιγούρα τον πεθαμένο εφοπλιστή Δ. Παν…Συνεχίζεται…Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 10/10/1931…