Στο Παρίσι του 1868, στους πρόποδες του λόφου της Μονμάρτης, ζούσε μια ώριμη γυναίκα, που ωστόσο όλοι θαύμαζαν για το νεανικό και ζωηρό της παράστημα και εκτιμούσαν για τον καλό κι ευγενικό χαρακτήρα της.
Το περίεργο ήταν ότι η καθ’ όλα έντιμη, αξιοσέβαστη και υγιέστατη κυρία είχε την ατυχία να χάνει τη μια ύστερα από την άλλη, όλες τις υπηρέτριές της. Οι νέες αυτές κοπέλες έφταναν από τα χωριά τους γελαστές και ροδοκόκκινες, αλλά πριν περάσει πολύς καιρός γίνονταν κάτωχρες, αδυνάτιζαν τόσο, ώσπου σέρνονταν.
Οι έμποροι της γειτονιάς, που συναλλάσσονταν μαζί τους, δε μπορούσαν να καταλάβουν τα αλλεπάλληλα αυτά κρούσματα, γνωρίζοντας ότι η καλή κυρία δεν τσιγκουνευόταν στο ζήτημα της διατροφής, ψωνίζοντας πάντα το καλύτερο και σε μεγάλες ποσότητες. Το αίνιγμα παρέμενε άλυτο και τροφοδοτούσε τα κουτσομπολιά της γειτονιάς.
Η αλήθεια δεν άργησε να φανεί. Μια γεροδεμένη χωριατοπούλα, που άστραφτε ολόκληρη από υγεία και ζωντάνια, λίγο καιρό μετά την πρόσληψή της, άρχισε να παρουσιάζει τα ίδια φαινόμενα. Ο πατέρας της, ένας αμαξάς, πληροφορήθηκε για την κακή κατάσταση της κόρης του, αλλά και για όλες τις κοπέλες που είχαν προηγηθεί. Έτσι, αποφάσισε να πάει στην αστυνομία, για να καταγγείλει το γεγονός.
Συνοδευόμενοι από έναν γιατρό, μια ομάδα αστυνομικών επισκέφτηκαν το καταραμένο σπίτι. Τους υποδέχθηκε η ευγενική κυρία, κατάπληκτη και απορημένη για την απρόσμενη επίσκεψη της αστυνομίας. «θα πρέπει να κάνατε λάθος στη διεύθυνση», τους είπε.
Μα, εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε μπροστά τους η νεαρή υπηρέτρια, κόρη του ανήσυχου αμαξά. Το κέρινο πρόσωπό της και τα άτονα χαρακτηριστικά της επιβεβαίωναν τον φυσικό μαρασμό που βίωνε. Αμέσως την ανέλαβε ο γιατρός κι αφού την εξέτασε ενδελεχώς, στράφηκε στον αστυνόμο και του είπε: «Να συλλάβετε αυτή τη γυναίκα. Είναι μια γυναίκα-βρυκόλακας! Δείτε και μόνος σας τα αποκαλυπτικά σημάδια στον λαιμό της κοπέλας. Αυτό το τέρας τής πίνει το αίμα!»
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», στις 09/09/1966…