Από τους πιο άτυχους ήρωες του Τρωικού Πολέμου στάθηκε ο Πρωτεσίλαος από τη Φυλάκη της Θεσσαλίας. Από τη δεύτερη κιόλας μέρα του γάμου του, αναγκάστηκε ν’ αφήσει τη γυναίκα του και ν’ ακολουθήσει τους Έλληνες στην εκστρατεία.
Έτυχε να είναι ο πρώτος που αποβιβάστηκε στην τρωική γη και σκοτώθηκε αμέσως, χωρίς να προφτάσει να πολεμήσει. Αναφέρεται μάλιστα πως ο χρησμός που πρόλεγε το θάνατο όποιου θα πηδούσε πρώτος στην τρωική γη, είχε γίνει γνωστός και γι’ αυτό, όταν ο ελληνικός στόλος έφτασε εκεί, κανένας ήρωας δεν αποκοτούσε να κάνει την αρχή και να πηδήσει από το πλοίο στη στεριά.
Και τότε, ο Οδυσσέας έκανε μια από τις συνηθισμένες του πονηριές: αποφάσισε τάχα να πηδήσει πρώτος αυτός, πρόλαβε όμως και πέταξε την ασπίδα του στην αμμουδιά και έτσι έπεσε πάνω της, χωρίς να έρθει σε άμεση επαφή με το χώμα. Με τον τρόπο αυτό, ξεγελάστηκε ο Πρωτεσίλαος και πήδησε δεύτερος, για να βρει αμέσως το θάνατο, αφού ουσιαστικά αυτός ήταν ο πρώτος που πατούσε την τρωική γη.
Τον Πρωτεσίλαο τον ξέρει ο Όμηρος, που χωρίς να μιλά ρητά για τον χρησμό, αναφέρει για τον ήρωα πως στάθηκε ο πρώτος νεκρός του τρωικού πολέμου. Θυμάται και τη γυναίκα του, που απέμεινε έρημη μέσα στο μισοτελειωμένο σπιτικό τους να δέρνεται όλη μέρα και να ξεσκίζει τα μάγουλά της στη θύμιση του άντρα της.
Την ιστορία του άτυχου ήρωα την είχαν και τα Κύπρια, ένα χαμένο για μας σήμερα έπος, που ιστορούσε την αρχή και τα πρώτα χρόνια του τρωικού πολέμου.
Όπως για τον Πρωτεσίλαο, που πήδησε πρώτος το ξένο χώμα και γι’ αυτό έπρεπε να πεθάνει, το ίδιο ιστορούν για τον Εχίονα ότι ύστερα από δέκα χρόνια, όταν ήταν να παρθεί πια η Τροία, πήδησε πρώτος από τον Δούρειο Ίππο, όπου ήταν κλεισμένος με τους άλλους Έλληνες και σκοτώθηκε.
Και στις δύο περιπτώσεις κρύβεται μία πρωτόγονη λαϊκή πίστη, ότι όποιος πατάει πρώτος μια ξένη χώρα, όποιος μπαίνει πρώτος σ’ ένα σπίτι, όποιος ανοίγει πρώτος ένα δρόμο κλπ, είναι αφιερωμένος στο θάνατο. Γι’ αυτό, και σήμερα ακόμα σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης, το καινούριο σπίτι δεν το πατάει άνθρωπος, παρά αφού αφήσουν να μπει μέσα ένας σκύλος ή μια γάτα ή ένας κόκορας.
Η ιστορία, όμως, του Πρωτεσίλαου δεν τελειώνει με το θάνατό του. Ο ήρωας αναφέρεται πως ξαναγύρισε για λίγο στον πάνω κόσμο. Το θέμα της προσωρινής αναβίωσης το βρίσκουμε για πρώτη φορά στην τραγωδία «Πρωτεσίλαος» του Ευριπίδη. Από το έργο αυτό του τραγικού ποιητή σώζονται σήμερα ελάχιστα αποσπάσματα.
Σ’ αυτό, η γυναίκα του ήρωα, η Λαοδάμεια, μόλις φτάνει από την Τροία η είδηση του θανάτου του, κλείνεται στην κάμαρά της και αρχίζει να τιμάει με διονυσιακή λατρεία ένα κέρινο ομοίωμα του άντρα της. Ο πατέρας της, ο ‘Ακαστος, θέλει να την ξαναπαντρέψει, εκείνη όμως μένει πιστή στη θύμιση του Πρωτεσίλαου.
Κάποια μέρα, ένας δούλος την παραμονεύει από τη σχισμάδα της πόρτας και καθώς τη βλέπει ν’ αγκαλιάζει την κούκλα, νομίζοντας ότι η Λαοδάμεια κρύβει κάποιον πραγματικό άντρα, την καταγγέλει στον πατέρα της πως έχει εραστή. Εκείνος τρέχει αμέσως να την πιάσει. Όταν όμως καταλαβαίνει το λάθος του δούλου, δοκιμάζει να κάψει την κέρινη κούκλα για να γλυτώσει την κόρη του από το μάταιο αυτό πάθος, χωρίς όμως και να κατορθώσει να νικήσει την αντίστασή της.
Στο μεταξύ, είναι και ο Πρωτεσίλαος που βασανίζεται στον Κάτω Κόσμο από τον έρωτά του για τη Λαοδάμεια, που μόνο μία μέρα του είχε δοθεί για να τη χαρεί. Αναγκάζεται, λοιπόν, να παρουσιαστεί στον Πλούτωνα και να του ζητήσει τη μεγάλη χάρη ν’ ανέβει για λίγο πάλι στον Πάνω Κόσμο, κοντά στη γυναίκα του.
Πραγματικά, η άδεια τού δίνεται και ο Πρωτεσίλαος παρουσιάζεται ξαφνικά μπροστά στη Λαοδάμεια, που φυσικά νομίζει πως ο άντρας της γύρισε από την Τροία ζωντανός και πως η είδηση ότι είχε σκοτωθεί, ήταν ψεύτικη.
Όταν όμως η σύντομη άδεια του ήρωα τελειώνει και πρέπει να ξαναγυρίσει στον Άδη, αναγκάζεται να της τα φανερώσει όλα. Στο τέλος την παρακαλεί, επειδή δε μπορεί να βαστάξει το χωρισμό της, να τον ακολουθήσει στον Κάτω Κόσμο κι εκείνη, δίχως αντίρρηση, σκοτώνεται.
Στην ιστορία αυτή, πολλά είναι τα στοιχεία που μας πείθουν ότι το τελευταίο, τουλάχιστο, μέρος δε μπορεί να είναι επινόηση του Ευριπίδη. Μία παραλλαγή, μάλιστα, που παρουσιάζει τη Λαοδάμεια να πεθαίνει στην αγκαλιά του άντρα της, μας δείχνει που πρέπει να αναζητήσουμε την αρχή της μυθοπλασίας αυτής: έχουμε να κάνουμε με μία παλιά ιστορία βρυκολάκων.
Ο νεκρός βρυκόλακας έρχεται στη γη, ενώνεται με τη γυναίκα του και έπειτα, την παίρνει μαζί του στον Κάτω Κόσμο. Μία τέτοια δεισιδαίμονη πίστη βρίσκεται διαδεδομένη σε όλους τους λαούς της γης. Υπάρχει μία Ινδιάνικη παράδοση από τη Νότια Αμερική, που θυμίζει τον Ευριπίδειο μύθο:
Κάποτε μία συντροφιά από Αροβάκους ξεκίνησε να πάει σε μία άλλη πολιτεία από το Πομερούν που έμεναν. Στο δρόμο όμως τους επιτέθηκαν και τους σκότωσαν. Ήταν όλοι τους παντρεμένοι και τις γυναίκες τους τις είχαν αφήσει στην πατρίδα τους.
Αργότερα, οι γυναίκες αυτές ξαναπαντρεύτηκαν, η μία ύστερα από την άλλη, εκτός από μία, που απαρηγόρητη προτίμησε να ζήσει στη χηρεία της, με τα δυο της ορφανά. Μια μέρα, έτυχε να λείπει όλο το χωριό σ’ ένα πανηγύρι εκεί κοντά και η χήρα είχε απομείνει μονάχη. Όταν πήρε να νυχτώσει, άκουσε από τον ποταμό κάποιον που έπαιζε φλογέρα και καθώς γνώρισε το παίξιμο του άντρα της, είπε στο παιδί της: «Αυτό το παίξιμο είναι του πατέρα σου. Μπορεί να γλύτωσε αυτός και να μην έχει σκοτωθεί.» Πραγματικά, ήταν του άντρα της, που είχε όμως βρυκολακιάσει και τώρα γύρευε να γυρίσει στο σπίτι του.
Στη συνέχεια της ιστορίας αυτής ο βρυκόλακας έρχεται σπίτι του και πλαγιάζει. Εκείνη μόλις καταλαβαίνει πως έχει ζωντανό άνθρωπο κοντά της, το βάζει στα πόδια. Μα, ο βρυκόλακας την κυνηγάει και μολονότι δεν κατορθώνει να την πιάσει, ο σκοπός του εκπληρώνεται: η γυναίκα σε λίγες μέρες αρρωσταίνει και πεθαίνει.
Η πίστη ότι η φυσική ένωση ενός βρυκόλακα με τη γυναίκα του προκαλεί άμεσα και το δικό της θάνατο, είναι διαδεδομένη σε όλο τον κόσμο.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», στις 16/01/1949…