Μαζί με τα πρώτα ρίγη του φθινοπώρου, είχε απλωθεί σε μια ολόκληρη αθηναϊκή συνοικία και το τρέμουλο μιας σκοτεινής και ακατανίκητης φρίκης.
Κάθε βράδυ, μόλις έπαιρνε να δύει ο ήλιος, ένας μυστηριώδης και ατίθασος τρόμος καταλάμβανε τους περιοίκους του Πρώτου Νεκροταφείου Αθηνών. Ένα είδος τυφλού πανικού, σαν αυτόν που παθαίνουν τα ζώα, όταν οσφραίνονται στον αέρα κάτι το φοβερό και το ανησυχητικό, που το διαισθάνονται ασυνείδητα, που το νιώθουν γύρω τους, δίχως να το βλέπουν και δίχως να μπορούν να το αποφύγουν.Οι νεκροθάφτες άφηναν βιαστικά τα μακάβρια σύνεργά τους και έσπευδαν να εξέλθουν από τον πένθιμο περίβολο, νικημένοι από τον φόβο.Οι φύλακες του Κοιμητηρίου, μόλις νύχτωνε, απομακρύνονταν τρέχοντας κι αυτοί, με την ανατριχίλα του τρόμου ζωγραφισμένη στην όψη τους.Μα, και οι περίοικοι, που επέστρεφαν τα βράδια στα σπίτια τους, σταυροκοπιόνταν περίτρομοι και άλλαζαν δρόμο.Τι συνέβαινε; Πού οφειλόταν αυτός ο ανεξήγητος και πρωτοφανής πανικός; Τι μυστήριο κρυβόταν μέσα σε όλα τούτα;Φρικιαστικές διαδόσεις κυκλοφορούσαν, ιστορίες άγριες και μακάβριες, ικανές να κάνουν και τον πλέον απαθή, δυσκολόπιστο και ατάραχο τουλάχιστον να συνοφρυωθεί, να πέσει σε βαθιά περισυλλογή και τέλος, να βουλιάξει στο τέλμα του τρόμου.Σύμφωνα με τις διαδόσεις, λοιπόν, στην αθηναϊκή αυτή συνοικία ξεκίνησαν να συμβαίνουν στις αρχές του φθινοπώρου του 1931 πράγματα αινιγματικά και εξόχως αλλόκοτα, που διέλυαν τα νεύρα ακόμη και των ψυχραιμότερων.Οι συζητήσεις σε σπίτια, καφενεία και καπηλειά ήταν πάντοτε οι ίδιες. Χαμηλόφωνες, ψιθυριστές και συνωμοτικές, μην τυχόν και τους ακούσει ο βρυκόλακας, που είχε αναστατώσει τους πάντες.Καθένας χρησιμοποιούσε ό,τι όπλο διέθετε, ό,τι βότανο και ξόρκι γνώριζε, προκειμένου να αμυνθεί εναντίον του βρυκολακιασμένου. Οι γυναίκες κρεμούσαν στους λαιμούς των παιδιών και των συζύγων τους φυλακτά με τίμιο ξύλο, για να μπορέσουν το βράδυ να επιστρέψουν σπίτι τους.Παλιοί ασημένιοι σταυροί είχαν ανασυρθεί από τα ντουλάπια και τα σεντούκια και ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν το μεγαλύτερο κακό, αν χρειαζόταν, δηλαδή αυτή την καταχθόνια οντότητα που είχε γυρίσει από τον τάφο.Σε πολλά σπίτια, μάλιστα, όταν έπεφτε το σκοτάδι, οι γυναίκες φρόντιζαν να κλειδώνουν την εξώπορτα και να βουλώνουν τις κλειδαριές, αλλά και τις χαραμάδες των παραθύρων με άρτο από την εκκλησία.Άλλες, πάλι, σκόρπιζαν σε όλες τις γωνιές του σπιτιού απήγανο και σκορδολούλουδα, που η μυρωδιά τους, σύμφωνα με παλαιότατη λαϊκή παράδοση, έδιωχνε μακριά τα βδελυρά και μιαρά πλάσματα.Όλα αυτά ξεκίνησαν λίγο μετά τον αιφνίδιο θάνατο από εγκεφαλική συμφόρηση του εφοπλιστή Δ. Παν… Οι φήμες αυτές ενισχύθηκαν από την ιδιαιτέρως παράξενη στάση των συγγενών του ευκατάστατου Έλληνα, οι οποίοι, σύμφωνα με τις επίμονες διαβεβαιώσεις των γειτόνων, επί σαράντα ημέρες ήταν κυριολεκτικώς ανάστατοι και τελούσαν σχεδόν καθημερινώς λειτουργίες, ευχέλαια και δεήσεις στον τάφο του μακαρίτη.Ισχυρίζονταν πως ο νεκρός εφοπλιστής είχε εμφανιστεί επανειλημμένως σε συγγενείς και φίλους του, χειροπιαστός και ολοζώντανος. Αλλά παρά τα ευχολόγια και τις δεήσεις, προκειμένου να γαληνέψει η ψυχή του, ο πλούσιος και ισχυρός αυτός άντρας συνέχιζε να κάνει την εμφάνισή του, διαλύοντας την ηρεμία των οικείων του.Μάλιστα, ο βρυκολακιασμένος εφοπλιστής είχε παρουσιαστεί σε πλοιάρχους και καμαρότους των πλοίων της εταιρείας του, οι οποίοι είχαν αφηγηθεί το αδιανόητο γεγονός με όλες τις ανατριχιαστικές του λεπτομέρειες.Επίσης, οι συχνές θεάσεις του στο ίδιο του το σπίτι είχαν προκαλέσει τέτοια αλλοφροσύνη και απόγνωση στην οικογένειά του, ώστε έτρεμαν σαν το φυλλαράκι κάθε στιγμή του εικοσιτετραώρου.Άλλωστε, είχε επιβεβαιωθεί ότι ένα βράδυ όλο το υπηρετικό προσωπικό της έπαυλής του εγκατέλειψε τρομοκρατημένο το στοιχειωμένο μέγαρο και δε θέλησε με κανένα τρόπο να επιστρέψει.Υπήρχαν, βέβαια, και εκείνοι που υποστήριζαν πως είχαν αποσταλεί από την οικογένεια του εφοπλιστή νύχτα, στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών, ανέσκαψαν τον τάφο με εντολή τους και δε βρήκαν το πτώμα στη θέση του.Και υπήρχαν και άλλοι, που ισχυρίζονταν πως είδαν με τα μάτια τους τον νεκρό αρκετές ώρες μετά τον θάνατό του, τον οποίο δεν είχαν ακόμη πληροφορηθεί. Τους μιλούσε σαν να ήταν ζωντανός, τίποτε το εξαιρετικό στη μορφή και στη στάση του, εκτός από μια περίεργη λάμψη στα μάτια του και μια αδιόρατη στυγνότητα στην έκφραση.Μα, όταν άρχισε να μιλάει, τους περιέβαλε μια δυσωδία σαπίλας και μούχλας, μια οσμή θανατικού, που δεν ήξεραν πού να την αποδώσουν.Ένας από αυτούς, στους οποίους, κατά τις διαδόσεις πάντοτε, είχε εμφανιστεί λίγες ώρες μετά τον θάνατό του ο εφοπλιστής, ενώ του μιλούσε, παρατήρησε αιφνιδίως έντρομος ότι ο συνομιλητής του δεν έριχνε στο δάπεδο σκιά. Κι ένας άλλος είχε αντιληφθεί ότι το σώμα του Δ. Παν… δεν αντικαθρεφτιζόταν στον απέναντι καθρέφτη.Στη συνοικία, λοιπόν, γύρω από το Πρώτο Νεκροταφείο κυκλοφορούσαν και άλλες διαδόσεις, ακόμη πιο φρικιαστικές.Μεταξύ των φερόμενων ως αυτοπτών μαρτύρων των μεταθανάτιων αυτών εμφανίσεων του εφοπλιστή, ξεχώριζαν ονόματα τρανταχτά της Αθήνας, που δεν μπορούσε να παραδεχθεί κανείς πως έπεσαν θύματα παραισθήσεως. Ονόματα ατρόμητων θαλασσόλυκων, που ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν σχεδόν κάθε μέρα, άφοβα και αψήφιστα, τον χάρο με τα μάτια τους στα πελάγη και στους ωκεανούς της Γης.Ανάμεσά τους, τα ονόματα ενός καμαρότου της Α’ Θέσης σε ένα από τα πλοία της Ατμοπλοϊκής Εταιρείας του εφοπλιστή και ενός πλοιάρχου, του καπετάν Μιχάλη.Κατά τις διαδόσεις, λοιπόν, ο καμαρότος και ο πλοίαρχος ήταν από τους πρώτους, στους οποίους είχε παρουσιαστεί ο βρυκόλακας. Άλλοι έλεγαν πως απολύθηκαν από την εργασία τους, επειδή ανακοίνωσαν δημόσια το τρομακτικό αυτό γεγονός, που η οικογένεια του αποθανόντος ήθελε να παραμείνει μυστικό. Άλλοι, πάλι, έλεγαν πως οι ίδιοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, επειδή είχαν σοκαριστεί από τις συνεχείς εμφανίσεις του βρυκολακιασμένου.Ιδού τα όσα εξωφρενικά περιέγραψε, κατακυριευμένος από τρόμο, ο πολύπειρος καμαρότος, ονόματι Γιώργης:“Ήμουν στο πόστο μου, στην Α’ Θέση. Είχε τελειώσει το δείπνο. Κάποιοι επιβάτες αποσύρθηκαν για ύπνο, ενώ άλλοι πήγαν στη γέφυρα του πλοίου. Οι υπόλοιποι καμαρότοι είχαν πάει να ξεκουραστούν, γιατί είχαμε δύο ολόκληρα μερόνυχτα να κλείσουμε μάτι.Κάπνιζα το τσιγάρο μου και κοιτούσα το καναρίνι, που είχα στην καμπίνα μου, το οποίο γλυκοκελαηδούσε. Ξάφνου, το κελάηδισμα σταμάτησε και άκουσα τη φωνή του αφεντικού. Γύρισα ξαφνιασμένος και τον είδα να στέκει ολόρθος στην πρώτη πόρτα στ’ αριστερά μου. Ήταν κέρινος, ωχρός και φρικώδης.Πετάχτηκα επάνω και του είπα:
“Διατάξτε!” Τότε, εκείνος μου γύρεψε να του ετοιμάσω κάτι να φάει. Μα, καθώς άνοιξε το στόμα του, ένιωσα μια απαίσια σαπίλα να γεμίζει τον χώρο. Αναγούλιασα. Τότε μονάχα κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Έκανα να τον κοιτάξω καλύτερα, αλλά τα μάτια του με κάρφωσαν στη θέση μου.Εκείνος με είδε σαστισμένο, μου γέλασε με ένα γέλιο σκληρό και ειρωνικό, σαν να με κορόιδευε. Ύστερα, μου σφύριξε και μου έκλεισε το μάτι, όπως συνήθιζε να κάνει όταν ήταν στις καλές του.Χωρίς να ξέρω τι να κάνω, γιατί ήμουν σαν υπνωτισμένος, κατέβηκα στην κουζίνα να ξυπνήσω τον μάγειρα του καραβιού, για να του βάλει να φάει. Μόλις του το είπα, εκείνος έσκασε στα γέλια. Αλλά καθώς με κοιτούσε, έπαψε απότομα να γελά.Ήμουν κατακίτρινος, σαν να είχα χάσει μεμιάς όλο μου το αίμα. Οι τρίχες του κεφαλιού μου είχαν σηκωθεί από τον τρόμο, τα μάτια μου ήταν γουρλωμένα, έτρεμα σύγκορμος και φαινόμουν μισότρελος.Είπα τα πάντα στον μάγειρα. Σηκώθηκε κι αυτός επάνω και ανέβηκε μαζί μου στο σαλόνι. Τον βρήκαμε καθισμένο στο τραπέζι. Ο μάγειρας τα έχασε και άρχισε να σταυροκοπιέται. Ο βρυκόλακας έστρεψε το βλέμμα καταπάνω του και τον αγριοκοίταξε. Ακούσαμε τα δόντια του να τρίζουν και άστραψαν σουβλερά και ολόστιλπνα, ενώ τα χείλη του συσπάστηκαν σ’ ένα μειδίαμα σαρκασμού.Ο μάγειρας, τότε, έβγαλε από τον κόρφο του ένα φυλακτό με το τίμιο ξύλο και το πρόβαλε σαν ασπίδα προς τον βρυκολακιασμένο εφοπλιστή.Μεμιάς, το φάντασμα του εφοπλιστή, εκείνο το ακατανόμαστο πλάσμα από τον άλλο κόσμο, έγινε άφαντο.Τρέξαμε στη γέφυρα και τα διηγηθήκαμε όλα στον καπετάνιο. Ο καπετάνιος μας συνέστησε να μην πούμε λέξη σε κανέναν και αναστατωθούν οι επιβάτες.Μα, τη νύχτα εκείνη δεν έκλεισα μάτι. Δεν τον ξαναείδα, όμως, άλλη φορά. Ίσως επειδή σχημάτισα μια μεγάλη πεντάλφα και την έβαλα πάνω από την κουκέτα μου…”Συνεχίζεται…Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 03/10/1931…