Το φάντασμα του εφοπλιστή Δ. Παν… μονοπωλούσε το ενδιαφέρον του ελληνικού Τύπου. Τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου του 1931 μούσκευαν τις εφημερίδες των πλανόδιων στα στέκια της Αθήνας. Μα, ακόμα κι έτσι, οι άνθρωποι έκαναν ουρά για να διαβάσουν τα νεότερα για τον βρυκολακιασμένο.
Το επόμενο βράδυ, λοιπόν, μια άλλη υπηρέτρια του μεγάρου του εφοπλιστή Δ. Παν… άκουσε έναν δαιμονισμένο κρότο στον μακρύ διάδρομο και καθώς άνοιξε την πόρτα του δωματίου, είδε γκρεμισμένη την εταζέρα και την γλάστρα που ήταν επάνω της πεταγμένη κάτω σε χίλια κομμάτια.Κοίταξε να δει ποιος είχε περάσει από εκεί και τη γκρέμισε. Και διέκρινε στο βάθος να χάνεται μέσα στο σκοτάδι μια ανθρώπινη σκιά.Το υπόλοιπο υπηρετικό προσωπικό, στο οποίο αφηγήθηκε το γεγονός, δεν έδωσε πίστη στην εμφάνιση της απροσδιόριστης φιγούρας. Δεν μπορούσε, όμως, και να εξηγήσει το γκρέμισμα της εταζέρας. Ήταν προφανές ότι κάποιος είχε περάσει απρόσεχτα από το σημείο, αλλά, εν τούτοις, αποδείχτηκε ότι κανείς δεν κυκλοφορούσε εκείνη την ώρα στον διάδρομο.Την άλλη μέρα, μόλις έπεσε το σκοτάδι, μυστηριώδεις κρότοι άρχισαν να δονούν την έπαυλη. Πότε ακούγονταν σαν βαριά ανθρώπινα πατήματα, πότε σαν βαθύς αναστεναγμός, που αντηχούσε στ’ αυτιά τους σαν γρύλισμα ζώου. Άλλοτε βροντοχτυπούσε με πάταγο μια πόρτα από μόνη της κι άλλοτε στρέφονταν αργά-αργά τα πόμολα και από πίσω δεν κρυβόταν κανείς…Ένα βράδυ, μάλιστα, το υπηρετικό προσωπικό άκουγε ολονυχτίς ανεξήγητους θορύβους στην άδεια τραπεζαρία, σαν συρσίματα, σαν φτερουγίσματα και κατόπιν σαν σπασίματα, αλλά κανένας δεν τόλμησε να πάει να ελέγξει. Την άλλη μέρα, βρήκαν όλα τα έπιπλα της τραπεζαρίας σε διαφορετικές θέσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις, το ένα στοιβαζόταν πάνω στο άλλο.Οι υπηρέτες δεν ήξεραν τι να βάλουν με τον νου τους. Παρατήρησαν, όμως, πως η κυρία Παν… είχε υποστεί σοκ και το όλο θέμα της είχε προξενήσει ανείπωτο τρόμο. Τους γύρεψε μονάχα να τακτοποιήσουν τον χώρο και να μην πουν κουβέντα πουθενά.Θέλοντας, όμως, και η ίδια να δει τι είχε συμβεί και να σχηματίσει τη δική της γνώμη, μόλις μπήκε στην τραπεζαρία και αντίκρισε τη χαοτική κατάσταση που επικρατούσε, έβγαλε μια απεγνωσμένη, παρατεταμένη κραυγή και έπεσε λιπόθυμη στα μάρμαρα.Ακολούθησαν μυστικοσυμβούλια και κρυφές συνεννοήσεις και σε λίγο, κλήθηκαν στο μέγαρο του εφοπλιστή όλοι οι στενοί του συγγενείς.Τα μυστηριώδη αυτά φαινόμενα συνεχίζονταν επίμονα. Η οικοδέσποινα, ταραγμένη και τρομοκρατημένη, δεν ήταν σε θέση να καθησυχάσει το υπηρετικό προσωπικό, που είχε εκδηλώσει την πρόθεση να εγκαταλείψει το στοιχειωμένο μέγαρο.Οι πρώτες αόριστες ανησυχίες πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά εκεί μέσα άρχισαν να επιβεβαιώνονται από αδιανόητα περιστατικά, που κανένας δεν μπορούσε να εξηγήσει.Κάθε που έπεφτε το σκοτάδι, ένα θέατρο παραλόγου έστηνε από μόνο του τη σκηνή του. Υπόκωφα σφυροκοπήματα, στριγκές στριγκλιές, εκσφενδονισμοί αντικειμένων, θραύση γυαλικών, πόρτες που έκλειναν με κρότο, παράθυρα που άνοιγαν με τριγμούς, πατήματα σε άδειους διαδρόμους πλήθαιναν από νύχτα σε νύχτα.Το μέγαρο του εφοπλιστή και όλοι οι άνθρωποι που ζούσαν και εργάζονταν μέσα σ’ αυτό, ασφυκτιούσαν από έναν αποπνικτικό αέρα τρόμου, αναστάτωσης και αγωνίας. Κανείς δεν μπορούσε να κλείσει πλέον μάτι. Κανείς δεν αποκοτούσε να μείνει μονάχος του, ασυντρόφευτος.Οι υπηρέτριες κοιμούνταν πάντα μαζί. Στο δωμάτιο της Διαμαντούλας καμιά δεν ήθελε να ζυγώσει. Όλοι είχαν μια πεισματική αίσθηση ότι κάποια αλλόκοσμη οντότητα κυκλοφορούσε αόρατα ανάμεσά τους. Μια παρουσία που μύριζε σαπίλα και θανατικό. Ένιωθαν έναν δαιμονικό ίσκιο να καραδοκεί, να ενεδρεύει, να παραφυλάει…Ο έλεγχος είχε χαθεί και η κατάσταση είχε γίνει ιλαροτραγική. Καρφίτσα έπεφτε καταγής και οι υπηρέτριες, καταφοβισμένες, ξεσπούσαν σε ουρλιαχτά η μια μετά την άλλη. Έτσι, δήλωσαν απερίφραστα στην κυρία ότι ήταν αποφασισμένες να φύγουν από το αρχοντικό της.-Τα νεύρα μας, κυρία, δεν αντέχουν άλλο… Δεν μπορούμε να μείνουμε άλλο εδώ μέσα. Νομίζουμε πως θα τρελαθούμε…Ωστόσο, διαρκώς ανέβαλαν την απόφασή τους, γιατί λυπούνταν να αφήσουν μονάχη της την καλοσυνάτη χήρα του εφοπλιστή.Μέχρι που έφτασε και εκείνη η νύχτα, η δραματικότερη όλων, όπου υπηρέτες και υπηρέτριες πετάχτηκαν μέσα στα μαύρα σκοτάδια απ’ τα κρεβάτια τους, με τα μάτια γουρλωμένα να προεξέχουν από τις κόγχες τους, με το δέρμα ανάγλυφο από τις ορθωμένες τρίχες και εγκατέλειψαν άναυλα το στοιχειωμένο μέγαρο. Και μήτε γύρισαν να κοιτάξουν πίσω τους…Συνεχίζεται…Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 08/10/1931…