Μελέτη των επιστημόνων του Πανεπιστημίου του Λιντς, σε 914 γυναίκες στο Ηνωμένο Βασίλειο, έδειξε πως, η κατανάλωση πολλών ζυμαρικών και ρυζιού συνδέεται με την επίτευξη εμμηνόπαυσης ενάμιση χρόνο νωρίτερα από τη μέση ηλικία των 51 ετών,, ενώ, μια διατροφή πλούσια σε λιπαρά ψάρια, μπιζέλια και φασόλια, με την καθυστέρηση της έναρξης της φυσικής εμμηνόπαυσης.
Ωστόσο, οι ερευνητές παραδέχθηκαν ότι, πολλοί άλλοι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων και των γονιδίων, επηρεάζουν το χρόνο της εμμηνόπαυσης ,ενώ, πρόσθεσαν ότι, τα ευρήματα δεν είναι αρκετά σαφή, για το πόσο μεγάλη είναι η συμβολή των διαιτητικών επιλογών και πως οι γυναίκες δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να ανησυχούν για το τι τρώνε.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Epidemiology & Community Health» και σύμφωνα με αυτή, οι γυναίκες που έλαβαν μέρος, ρωτήθηκαν για την τυπική διατροφή τους.
Όπως παρατήρησαν οι ερευνητές, μια δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε όσπρια, η οποία περιλαμβάνει μπιζέλια, φασόλια, φακές και ρεβίθια, καθυστερεί την εμμηνόπαυση κατά ένα ή και ενάμιση χρόνο, κατά μέσο όρο, ενώ, η κατανάλωση πολλών εκλεκτών υδατανθράκων, ιδιαίτερα του ρυζιού και των ζυμαρικών, συνδέθηκε με την εμμηνόπαυση που έρχεται ενάμιση χρόνο νωρίτερα από τη μέση ηλικία έναρξης.
Οι ερευνητές έλαβαν υπόψη κι άλλους πιθανούς παράγοντες που επηρεάζουν, όπως το βάρος της γυναίκας, το ιστορικό αναπαραγωγής και πιθανή χρήση της Hormone replacement therapy (HRT), αλλά δεν μπορούσαν να λάβουν υπόψη γενετικούς παράγοντες, που μπορούν να επηρεάσουν την ηλικία της εμμηνόπαυσης.
Η μελέτη, όπως είπαν, είναι παρατηρητική και δεν μπορεί να αποδειχθεί καμιά αιτία, αλλά υπάρχουν μερικές πιθανές εξηγήσεις πίσω από τα ευρήματά τους.
Για παράδειγμα, τα όσπρια περιέχουν αντιοξειδωτικά, τα οποία μπορούν να διατηρήσουν την εμμηνόρροια για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα, τα οποία είναι σε λιπαρά ψάρια, επίσης διεγείρουν την αντιοξειδωτική ικανότητα στο σώμα. Οι εξευγενισμένοι υδατάνθρακες αυξάνουν τον κίνδυνο ανθεκτικότητας στην ινσουλίνη, που μπορεί να επηρεάσει τη δραστηριότητα των ορμονών και να αυξήσει τα επίπεδα των οιστρογόνων.
Η μία εκ των συγγραφέων της μελέτης, καθηγήτρια Επιδημιολογίας της Διατροφής, Janet Cade, δήλωσε ότι, η ηλικία κατά την οποία αρχίζει η εμμηνόπαυση μπορεί να έχει «σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία» για ορισμένες γυναίκες.
«Μια σαφής κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η δίαιτα επηρεάζει την έναρξη της φυσικής εμμηνόπαυσης θα είναι πολύ επωφελής για τις γυναίκες που μπορεί ήδη να διατρέχουν κίνδυνο ή να έχουν οικογενειακό ιστορικό ορισμένων επιπλοκών που σχετίζονται με την εμμηνόπαυση» όπως είπε.
Για παράδειγμα, οι γυναίκες που περνούν νωρίς την εμμηνόπαυση, έχουν αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης και καρδιακών παθήσεων, ενώ οι γυναίκες που την περνούν καθυστερημένα, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού, της μήτρας και των ωοθηκών.
Η Kathy Abernethy, νοσοκόμα, ειδικευμένη στην εμμηνόπαυση και πρόεδρος της British Menopause Society, δήλωσε ότι «η μελέτη αυτή δεν αποδεικνύει άμεσα τη σχέση με τα αναφερόμενα τρόφιμα, αλλά σίγουρα συμβάλλει στην περιορισμένη γνώση που έχουμε σήμερα σχετικά με το γιατί μερικές γυναίκες μπαίνουν στην εμμηνόπαυση νωρίτερα από άλλες».
Ο καθηγητής Saffron Whitehead, επίκουρος καθηγητής Ενδοκρινολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και μέλος της Εταιρείας για την Ενδοκρινολογία, επεσήμανε ότι, πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση διερεύνησης της εμμηνόπαυσης, αλλά, όπως δήλωσε ο ίδιος, δεν είναι ακόμα πεπεισμένος ότι, η διατροφή μόνη της μπορεί να εξηγεί την ηλικία εμφάνισης της εμμηνόπαυσης. Υπάρχουν, όπως είπε, πάρα πολλοί άλλοι παράγοντες που εμπλέκονται.
Η Dr Channa Jayasena, λέκτορας και σύμβουλος στην Αναπαραγωγική Ενδοκρινολογία και Ανδρολογία στο Imperial College, επεσήμανε ότι «ο μεταβολισμός του οργανισμού που ρυθμίζει την ωορρηξία και έχει η γυναίκα τις περιόδους παίζει σημαντικό ρόλο», ενώ συμπλήρωσε.«Δυστυχώς, ένας μεγάλος περιορισμός αυτών των παρατηρητικών μελετών είναι το γεγονός ότι δεν μπορούν να αποδείξουν επαρκώς ότι η διατροφική συμπεριφορά προκαλεί την πρώιμη εμμηνόπαυση και μέχρις ότου να έχουμε αυτό το είδος αποδείξεων, δεν μπορούμε να συστήσουμε στους ανθρώπους να αλλάξουν τη διατροφή τους».