Μία στις τέσσερις γυναίκες, που γεννήθηκαν μετά το 1970, δεν θα τεκνοποιήσει ποτέ. Το ανησυχητικό αποτέλεσμα, στο οποίο καταλήγουν πρόσφατες έρευνες, αναδεικνύει ένα νέο φαινόμενο, εκείνο της «τελικής ατεκνίας».
«Ο δείκτης γονιμότητας, ο αριθμός των παιδιών ανά γυναίκα δηλαδή, έχει μειωθεί στη χώρα μας από το 1980 και εντεύθεν», αρχίζει να εξηγεί η κ. Άρτεμις Τσίτσικα, Αναπλ. Καθηγήτρια Εφηβικής Ιατρικής ΕΚΠΑ, Επιστ.Υπεύθυνος Μονάδας Εφηβικής Υγείας Β’Παιδιατρική Κλινική Νοσοκομείου Παίδων ‘Π.& Α.Κυριακού’, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Εφηβικής Ιατρικής.
Με επικεφαλής την ίδια και ερευνητές τους Θεόδωρο Σεργεντάνη και Παναγιώτα Παναγιώτου, πραγματοποιήθηκε ανασκόπηση άρθρων και μελετών, οι οποίες έχουν υλοποιηθεί στην Ελλάδα σχετικά με το θέμα της υπογεννητικότητας, ιδιαίτερα δε της μελέτης του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Σύμφωνα με αυτή, υπολογίστηκε ότι το 2050 ο πληθυσμός της χώρας μας θα κυμαίνεται μεταξύ 10,064 εκ.(μέγιστο) έως 8,315 (ελάχιστο) – σε κάθε περίπτωση μειωμένος σε σχέση με εκείνον του 2015.
Ποια είναι τα αίτια που οδηγούν στην τελική ατεκνία; Οπως ενημερώνει η κ.Τσίτσικα, «καταρχάς, η καθυστερημένη ηλικία πρώτης τεκνογονίας. Όταν το 1985, ο μέσος όρος των γυναικών που γίνονταν για πρώτη φορά μητέρες ήταν 26,2 το 2012 η ηλικία τους ανέβηκε στα 30,7 έτη».
Εκτός όμως από τις Ελληνίδες, σύμφωνα με στοιχεία της EUROSTAT, η ίδια τάση σημειώνεται και στις Ιταλίδες αλλά και τις Ισπανίδες, που φέρνουν στον κόσμο το πρώτο τους παιδί λίγο πριν τα 31 (2017). Σε σχετικό άρθρο, το οποίο δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό "Παιδιατρική", «κάποιες χώρες όπως οι Δανία, Ιρλανδία, Ολλανδία, Σουηδία, χαρακτηρίζονται από υψηλότερο δείκτη γονιμότητας και υψηλότερη μέση ηλικία τεκνοποίησης ενώ χώρες όπως οι Γερμανία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Κύπρος, Λουξεμβούργο, Αυστρία, Πορτογαλία, Ελβετία, χαρακτηρίζονται από αυξημένη ηλικία πρώτης τεκνοποίησης και μειωμένο δείκτη γονιμότητας. Η ίδια αιτία συνδέεται με τον μειωμένο αριθμό απόκτησης δεύτερου ή επόμενου παιδιού (EUROSTAT, 2017), αφού οι γυναίκες στην πραγματικότητα, "δεν προλαβαίνουν" να φτάσουν στον επιθυμητό αριθμό παιδιών».
Σε ό,τι αφορά τους σχετιζόμενους με την τελική ατεκνία, λόγους, «η τεκνογονία συνδέεται με το θεσμό του γάμου στην ελληνική οικογένεια. Τη νοοτροπία, δηλαδή, του "αν δεν παντρεύεσαι, δεν κάνεις παιδιά"», προσθέτει η Καθηγήτρια. Πράγματι, οι εκτός γάμου γεννήσεις παρουσιάζουν το χαμηλότερο ποσοστό και μάλιστα με μεγάλη διαφορά από τις άλλες χώρες της ΕΕ, καταγράφει η EUROSTAT (2013).
«Οι κοινωνικο-οικονομικές δυσκολίες, τις οποίες αντιμετωπίζουν τα νεαρά ζευγάρια στη χώρα, ευθύνονται επίσης στο να προχωρήσουν σε γάμο και οικογένεια, καθώς αδυνατούν να αυτονομηθούν οικονομικά. Άλλωστε, και η ίδια η απομάκρυνση από το πατρικό σπίτι καθυστερεί για τους ίδιους λόγους», θα πει η κ.Τσίτσικα ενώ προσθέτει πως «με τη μείωση του ποσοστού τεκνογονίας συνδέεται και η αύξηση του αριθμού των αμβλώσεων – κι ας είναι ο πραγματικός αριθμός τους "σκοτεινός", ελλείψει επίσημων στατιστικών στοιχείων».
Το φαινόμενο της τελικής ατεκνίας επιτείνεται από τις σύγχρονες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες. Η παραμονή των γυναικών στην αγορά εργασίας, ο φόβος ανεργίας, η παράταση της εκπαίδευσης, το αίσθημα αβεβαιότητας, η φιλοδοξία επαγγελματικής ανέλιξης, όπως και η οικονομική κρίση αλλά και οι μειωμένοι πόροι για την κάλυψη αναγκών, αναφέρονται ως οι κορυφαίοι παράγοντες που αποθαρρύνουν τις γυναίκες από την τεκνογονία. Αντιστρόφως ανάλογη προσέγγιση στη μητρότητα παρουσιάζουν οι γυναίκες υψηλού μορφωτικού επιπέδου, οι οποίες επιλέγουν να την αναβάλουν με εκείνες χαμηλότερης μόρφωσης, που παρουσιάζονται να επενδύουν στη μητρότητα.
Όπως επισημαίνει η κ.Τσίτσικα, «με το δείκτη γονιμότητας να παρουσιάζει πτώση από το 2,1 το 1980 – ποσοστό απαραίτητο για τη διατήρηση του έθνους – στο 1,33 το 2015, η κατάσταση καθίσταται ανησυχητική. Να τονιστεί δε ότι στην Ελλάδα, το ποσοστό σταθεροποιήθηκε εξαιτίας της εισροής μεταναστών μετά το 1990. Ωστόσο, αν και επιβραδύνθηκε η περαιτέρω μείωση του δείκτη γονιμότητας, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, το 25% των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1970, δεν θα κάνει παιδιά».
Ευτυχώς, το φαινόμενο είναι αναστρέψιμο. Πώς μπορεί να ευνοηθεί η τεκνογονία; «Με τη σωστή ενημέρωση των πολιτών, την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας, την οργάνωση φιλικών προς τη νέα μητέρα δομών, την παροχή κινήτρων και στους δύο γονείς, όπως με την χορήγηση και πατρικών αδειών – στο εξωτερικό αυτό είναι θεσμός. Τη διασφάλιση της σύγχρονης Ελληνίδας ότι χωρίς να στερηθεί την εκπαίδευση και την εργασία, μπορεί να γίνει και μητέρα», καταλήγει η κ.Τσίτσικα