Το 1342, στα χρόνια των Ιπποτών, τότε που διοικούσε τη Ρόδο, ως Μέγας Μάγιστρος, ο Helion de Villeneuve, συνέβη στο νησί μια ιστορία, που φάνταζε βγαλμένη από παραμύθι. Κι όμως, δεν ήταν…
Τον καιρό εκείνο, λοιπόν, εμφανίστηκε στη Ρόδο ένα τέρας φοβερό, που είχε το σχήμα ενός γιγαντιαίου κροκόδειλου. Τα τέσσερα πόδια του πλάσματος ήταν οπλισμένα με τεράστια, γαμψά νύχια, ενώ στη ράχη του έφερε δυο μικρές φτερούγες, που τον βοηθούσαν να τρέχει γρηγορότερα κι από το καλύτερο άλογο. Το κεφάλι του ήταν μακρύ και πλατύ, ενώ τα αυτιά του ομοίαζαν με του μουλαριού. Το σαγόνι του είχε ένα βαθύ σκίσιμο και το στόμα του ήταν αρματωμένο με διπλή σειρά από μεγάλα, κοφτερά δόντια. Τα μάτια του ήταν πύρινα και το κτηνώδες κορμί του ήταν σιδερόχρωμο, σκεπασμένο με χοντρά λέπια, εκτός από την κοιλιά του, που ήταν γυμνή και λευκοπράσινη.
Το τρομερό θεριό είχε διαλέξει για φωλιά του μιαν υγρή σπηλιά στον λόφο, που σήμερα ονομάζεται Μόντε Σμιθ. Από τη σπηλιά εκείνη, ξεχυνόταν ένα μικρό ποταμάκι, του οποίου το νερό, λίγο παρακάτω, γινόταν άφαντο, καθώς έπεφτε σ’ έναν βάλτο βρωμερό, γιομάτο αναθυμιάσεις.
Ο δράκος αυτός, υπόλειμμα ίσως δεινοσαύρων ή ιχθυοσαύρων, κατέτρωγε πρόβατα, δαμάλια, άλογα, ακόμα και ανθρώπους. Τα τεράστια και σκληρά λέπια του, που σκέπαζαν σαν άτρωτος θώρακας το υπερμέγεθες σώμα του, το έκαναν αδιαπέραστο από το σίδερο και το ατσάλι. Πολλοί από τους Ιππότες του νησιού, πάνοπλοι και αποφασισμένοι, θέλησαν να το εξολοθρεύσουν, αλλά ο δράκος τους κατασπάραζε μαζί με την αρματωσιά τους.
Τότε, ο Μέγας Μάγιστρος του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, Helion de Villeneuve, απαγόρευσε με βαρύτατες ποινές να επαναληφθούν παρόμοιες επικίνδυνες απόπειρες.
Όμως, ένας τολμηρός και θαρραλέος Προβηγκιανός Ιππότης, ο Dieudonne de Gozon, συνέλαβε κρυφά ένα ευφυές σχέδιο, ώστε να απαλλάξει το νησί από την κατάρα του φοβερού κτήνους.
Έτσι, προτού αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τον ασύλληπτο εκείνο κίνδυνο, αποτραβήχτηκε στον οικογενειακό του πύργο στην Προβηγκία, όπου κατασκεύασε ένα μηχάνημα όμοιο σχεδόν με το θεριό, που σκόπευε να εξοντώσει. Έφτιαξε, λοιπόν, ένα ψεύτικο ομοίωμα, έναν μηχανικό δράκο, που όταν τον κούρντιζε, μιμούνταν τις κινήσεις, την ορμή και την άμυνα του αληθινού.
Έπειτα, ο Ιππότης de Gozon αγόρασε δυο μεγάλα μαντρόσκυλα, που τα εκγύμναζε καθημερινά, ώστε να αρπάζουν το μηχανικό ομοίωμα από την κοιλιά. Παράλληλα, συνήθιζε το άλογό του να πλησιάζει άφοβα τον δράκο. Αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευση στην Προβηγκία, επέστρεψε στη Ρόδο μαζί με το άλογο και τα σκυλιά του, χωρίς να φανερώσει το σχέδιό του σε κανέναν, παρά μονάχα είχε ορμηνεύσει δυο έμπιστους υπηρέτες του, στους οποίους είχε δώσει λεπτομερείς οδηγίες.
Κατόπιν, ο Dieudonne de Gozon πήγε στον ναό του Αγίου Στεφάνου για να προσευχηθεί και να πάρει κουράγιο κι αμέσως μετά, ντυμένος με την ιπποτική φορεσιά του, κατευθύνθηκε άφοβα προς τον έρημο βάλτο, για να αντιμετωπίσει το φοβερό θηρίο, ψάχνοντας εδώ κι εκεί.
Κάποια στιγμή, ο δράκος πετάχτηκε από την κρυψώνα του και όρμησε κατά πάνω στον ατρόμητο και πολυμήχανο Ιππότη, σφυρίζοντας με μανία και χτυπώντας με πάταγο τις πανίσχυρες φτερούγες του. Ο Ιππότης προχώρησε με πρωτοφανή σιγουριά και αυτοπεποίθηση προς το κτήνος, σημαδεύοντάς το με τη λόγχη του στη ράχη. Μα, τα λέπια του ήταν τόσο σκληρά, ώστε η λόγχη του έσπασε και το θηρίο ούτε που λαβώθηκε.
Το άλογο του de Gozon άρχισε να οπισθοχωρεί τρομαγμένο, αλλά τα δυο μαντρόσκυλα εξερέθιζαν με θάρρος το θεριό, το οποίο τα έβαλε μαζί τους. Ο Ιππότης επωφελήθηκε από τον αντιπερισπασμό, για να πηδήσει από το άλογό του, που με κόπο συγκρατούσε. Τράβηξε, τότε, το σπαθί του κι άρχισε να παροτρύνει με φωνές τα δυο σκυλιά του. Το ένα από αυτά άρπαξε τον δράκο από την κοιλιά, ενώ ο de Gozon έχωσε μέσα στο στόμα του το σπαθί του και το στριφογύριζε, μεγαλώνοντας την πληγή και καθηλώνοντας το τέρας σε ένα σημείο, ακίνητο στη θέση του.
Λίγο πριν ξεψυχήσει το τρομερό κτήνος, με όση δύναμη του είχε απομείνει, με ένα μανιώδες κοπάνημα της βαριάς ουράς του, χτύπησε τον Ιππότη, τον αναποδογύρισε και καταπλάκωσε τα πόδια του με το ασήκωτο, λαβωμένο του κορμί. Εκείνη τη στιγμή, ο δράκος της Ρόδου άφησε την τελευταία του πνοή πάνω στο σώμα του γενναίου Ιππότη.
Το βάρος του σκοτωμένου τέρατος και η δυσωδία που απέπνεε, έφερναν λιποθυμιά στον de Gozon. Όμως, έτρεξαν αμέσως οι υπηρέτες του και με μεγάλο κόπο και υπεράνθρωπη προσπάθεια, κατόρθωσαν να τον απεγκλωβίσουν από το πτώμα. Έπειτα, του έβγαλαν την πανοπλία και ράντισαν το πρόσωπό του με κρύο νερό από το γειτονικό ρυάκι.
Μόλις συνήρθε ο Ιππότης και είδε το άψυχο κουφάρι του δράκου, γονάτισε κι ευχαρίστησε τον Θεό. Μετά, καβαλίκεψε το άλογό του και κατευθύνθηκε στην πόλη.
Στο μεταξύ, η αναπάντεχη είδηση είχε ήδη εξαπλωθεί σε όλο το νησί. Ο λαός της Ρόδου έσπευσε να υποδεχθεί τον σωτήρα του με παράφορο και ειλικρινή ενθουσιασμό και ο Dieudonne de Gozon οδηγήθηκε θριαμβευτικά στην πόλη. Ήταν ο ήρωας, ο θριαμβευτής, ο λυτρωτής τους. Ο λαός ζητωκραύγαζε και οι κυρίες τον έραιναν με άνθη.
Αλλά ο Μέγας Μάγιστρος Helion de Villeneuve είχε εντελώς διαφορετική γνώμη. Πίστευε πως ο Ιππότης είχε παραβεί τις διαταγές του και έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Αγνοώντας επιδεικτικά τις ικεσίες των υπόλοιπων Ιπποτών, διέγραψε τον de Gozon από το Τάγμα και τον πέταξε στη φυλακή, απογοητεύοντας τον λαό της Ρόδου.
Μετά από κάμποσο καιρό και αφού πια ο Μάγιστρος είχε υποκύψει στις πιέσεις, απελευθέρωσε τον παράτολμο Ιππότη και τον διόρισε Ύπαρχο στη διακυβέρνηση του νησιού. Η απόφασή του αυτή έγινε δεκτή με εκδηλώσεις χαράς και ενθουσιασμού από τους κατοίκους του νησιού, που θεωρούσαν τον de Gozon σωτήρα και λυτρωτή τους.
Ο Dieudonne de Gozon χρίστηκε τελικά Μέγας Μάγιστρος του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη από το 1346 έως το 1353 και γεύτηκε για πολλά χρόνια την αγάπη και τον θαυμασμό των Ροδιτών.
Εν τω μεταξύ, οι Ιππότες του Τάγματος είχαν φροντίσει να κόψουν το κεφάλι του δράκου. Το κάρφωσαν πάνω από τη Θαλασσινή Πύλη της Μεσαιωνικής Πόλης της Ρόδου, όπου έμεινε εκεί μέχρι το 1837. Τότε, οι εργάτες που επισκεύαζαν το φρούριο, αναγκάστηκαν να το πετάξουν, καθώς πια από την πολυκαιρία είχε αρχίσει να θρυμματίζεται.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 16/10/1930…