Ο Σουμάχερ πριν τον «Σούμι» και ο Σένα πριν καν κάτσει ο Βραζιλιάνος στο βολάν λεγόταν Χουάν Μανουέλ Φάντζιο και ήταν Αργεντίνος.
Ως ο κορυφαίος ενδεχομένως πιλότος που έχει μπει ποτέ σε μονοθέσιο της Formula 1, ο Φάντζιο κατέκτησε 5 παγκόσμιους τίτλους σε 7 πρωταθλήματα που πήρε μέρος (έχασε ένα αναρρώνοντας από έναν σοβαρό τραυματισμό που λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή), παραμένοντας φιναλίστ στα εναπομείναντα δύο!
Στα 51 Grand Prix που συμμετείχε, ξεκίνησε στην μπροστινή σειρά τις 48 φορές (μεταξύ αυτών και 29 pole positions) και έθεσε 23 φορές τον γρηγορότερο γύρο στην καριέρα του, καθ’ οδόν για τις 35 φορές που ανέβηκε στο βάθρο, τις 24 από αυτές στο ψηλότερο σκαλί.
Στη διάρκεια της απίστευτης σε θριάμβους και θέαμα καριέρας του, ο «μαέστρο» Φάντζιο παραμένει ο μόνος οδηγός που έχει πάρει πρωτάθλημα με τέσσερις διαφορετικές ομάδες, ενώ ταυτοχρόνως είναι και ο γηραιότερος πρωταθλητής στην ιστορία της Formula 1.
Το ρεκόρ των 5 πρωταθλημάτων του το κατέρριψε μόλις το 2003 ο Σουμάχερ, ο οποίος παραδέχτηκε ωστόσο με αβροφροσύνη πως ο άθλος του αργεντίνου άσου έγινε σε μια σαφώς δυσκολότερη εποχή, κι έτσι «ο Φάντζιο είναι ένα επίπεδο πιο πάνω».
Παρά τη θέση του όμως στο πάνθεο του μηχανοκίνητου αθλητισμού και τις υπέρτατες επιδόσεις του, τις οποίες σημείωνε με στιλ, χάρη και μια αρχοντιά που σπανίως έχουμε ξαναδεί στα σιρκουί, έμελλε να μείνει στην εκτός Formula 1 ιστορία γνωστός για κείνο το επεισόδιο του 1958 στην Κούβα!
Το ημερολόγιο έγραφε 23 Φεβρουαρίου 1958 όταν ο Φάντζιο βρισκόταν στην Κούβα για έναν ανεπίσημο αγώνα της Formula. Τότε ήταν που τον άρπαξαν οι γενειοφόροι επαναστάτες του Φιντέλ με σκοπό να καταστήσουν γνωστό στα πέρατα του κόσμου τον αγώνα τους και να ντροπιάσουν το καθεστώς του Φουλχένσιο Μπατίστα.
Ο ανηλεής δικτάτορας δεν ενέδωσε φυσικά και διέταξε να διεξαχθεί κανονικά ο αγώνας χωρίς αυτόν, αν και όλοι ήξεραν ότι Formula 1 χωρίς τον θρύλο «μαέστρο» θα ήταν σωστή παρωδία. Το ιδιαίτερο περιστατικό έληξε φυσικά χωρίς παρατράγουδα για τον μύθο του σιρκουί, καθώς κανείς δεν θα διανοούνταν να τον πειράξει.
Κι όλα αυτά από ένα φτωχό αγόρι από την Αργεντινή με πάθος για τη μηχανοκίνηση που δούλευε σε συνεργείο της γενέτειράς του, πριν μεταπηδήσει στους αγώνες ταχύτητας ως συνοδηγός! Όλοι κατάλαβαν τι ήταν όταν μεταπήδησε στη Formula 1 και στον πρώτο ποτέ αγώνα του στα μεγάλα σιρκουί το 1950 ήρθε δεύτερος.
Στα επόμενα εφτά χρόνια θα κέρδιζε τίτλους με το τσουβάλι και η μονοκρατορία του ήταν πασιφανής, αφού τα κατάφερνε με ό,τι μονοθέσιο έπεφτε στο χέρι του, είτε ήταν Alfa Romeo και Ferrari είτε Mazerati και Mercedes-Benz.
Πριν στήσουν αγάλματά του σε αρκετές πόλεις του πλανήτη, ο Φάντζιο ζούσε ως ζωντανός θρύλος ενός σπορ που τόσο βοήθησε να καθιερωθεί στις συνειδήσεις του κοινού, μιας και στην εποχή του το παγκόσμιο πρωτάθλημα διένυε την εμβρυακή του ηλικία. Και ό,τι έκανε το έκανε ως «γέρος», όπως αποκαλούσαν εξάλλου τιμητικά οι αντίπαλοί του τον τολμηρό οδηγό που κατέκτησε τον τελευταίο του τίτλο το 1957, σε ηλικία 46 ετών πια! Σε μια εποχή δηλαδή που οι διεκδικητές του τίτλου του θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παιδιά του. Προνομιούχα παιδιά του, μιας και όλοι τους δεν είχαν μεγαλώσει μέσα στη φτώχεια της αργεντίνικης υπαίθρου, εκεί δηλαδή που γέννησαν οι ιταλοί εμιγκρέδες τον ημίθεο της Formula 1...
Πρώτα χρόνια
O «ελ μαέστρο» Χουάν Μανουέλ Φάντζιο γεννιέται στις 24 Ιουνίου 1911 στο συνοριακό Μπαλκάρσε της Αργεντινής ως το τέταρτο από τα έξι παιδιά ενός ιταλού μετανάστη που δούλευε εργάτης στην οικοδομή. Ο Χουάν είχε άπλετο ταλέντο στη στρογγυλή θεά και λάτρευε το ποδόσφαιρο, φιγουράροντας ως ένα από τα ταλέντα του ευρύτερου Μπουένος Άιρες.
Στα 13 του εγκαταλείπει το σχολείο και πιάνει δουλειά σε συνεργείο ως μαθητευόμενος μηχανικός. Μια θέση στην οποία θα περνούσε τις επόμενες τρεις σχεδόν δεκαετίες της ζωής του, την ίδια ώρα που έτρεχε ως συνοδηγός αρχικά και οδηγός αργότερα με αυτοσχέδια αγωνιστικά σαραβαλάκια στις παροιμιωδώς επίπονες λατινοαμερικάνικες κούρσες μεγάλων αποστάσεων. Αγώνες που έκαναν δηλαδή τη Formula 1 να μοιάζει με παιδότοπο!
Όταν στρατευτεί στα 21 του, οι οδηγικές του ικανότητες δεν θα περάσουν απαρατήρητες, κι έτσι ο διοικητής του θα τον κάνει προσωπικό οδηγό του. Όταν απολύθηκε, συνέχισε να παίζει μπάλα, αν και μέχρι τότε η αγάπη του για τον μηχανοκίνητο αθλητισμό είχε εκθρονίσει από την καρδιά του το πάθος του για την μπάλα.
Τώρα είχε το δικό του συνεργείο και συνέχιζε να «πειράζει» σαραβαλάκια για να βγάζουν τους αγώνες αντοχής της Αργεντινής. Το 1934 θα τον βρει να διαγωνίζεται κανονικά στους χωματόδρομους της χώρας του, οδηγώντας ένα τροποποιημένο Ford του 1929. Παρά τις υποχρεώσεις του στο συνεργείο, δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια και το 1940 θα στεφθεί πρωταθλητής Αργεντινής, όπως και το 1941!
Δεν ήταν ωστόσο οδηγός ταχύτητας, αλλά αντοχής. Κι όταν λέμε αντοχής, μιλάμε για διαδρομές δεκάδων χιλιάδων χιλιομέτρων, όπως του θρυλικού ράλι των δύο εβδομάδων Gran Premio del Norte που ξεκινούσε από το Μπουένος Άιρες, διέτρεχε τις Άνδεις, κατέληγε στη Λίμα του Περού και πάλι πίσω, διανύοντας 10.000 χιλιόμετρα.
Και τότε θα ερχόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος να ανακόψει την ορμή του. Οι αγώνες σταμάτησαν για λίγα χρόνια, ξανάρχισαν ωστόσο το 1947 και βρήκαν τον Φάντζιο με ακόμα μεγαλύτερη δίψα για διακρίσεις. Εκείνη τη χρονιά μπήκε στο στόχαστρο των μεγάλων ομάδων: η Maserati Αργεντινής, για παράδειγμα, του δίνει ένα αγωνιστικό της για να αντιμετωπίσει τους Ιταλούς Βάρζι και Βιλορέζι που επισκέπτονταν το Μπουένος Άιρες.
Παρά ταύτα, εκείνος συνέχισε να χρησιμοποιεί τα δικά του τροποποιημένα αυτοκίνητα, «πειραγμένα» αμερικανικά σαραβαλάκια κοινώς, αν και το 1948 θα τον χρηματοδοτήσει η Λέσχη Αυτοκινήτου της Αργεντινής και κατόπιν το κράτος, με την ευθεία μεσολάβηση του ίδιου του Χουάν Περόν, ώστε να καταφτάσει στην Ευρώπη και να κυνηγήσει το μεγάλο όνειρο. Παρά τα 37 του χρόνια!
Εκείνος όμως σκεφτόταν σοβαρά να εγκαταλείψει τους αγώνες, μιας και είμαστε σε χρόνια δύσκολα για τον μηχανοκίνητο αθλητισμό και είχε χάσει αρκετούς φίλους: «Σχεδόν εγκατέλειψα το 1948, προτού καν έρθω στην Ευρώπη», θυμόταν εκείνος, «σε μια διαδρομή στο Περού, σκοτώθηκε ο συνοδηγός μου, Ντανιέλ Ουρούτια. Ήταν ο καλύτερός μου φίλος και εγώ οδηγούσα το αυτοκίνητο. Υπέφερα πολύ. Έκλαιγα ασταμάτητα όταν πέθανε ο Ονόφρο Μαριμόν [ο προστατευόμενός του στο Nurburgring το 1954], αλλά μετά τον θάνατο του Ντανιέλ μπορούσα να αντέξω τα πάντα».
Ήταν ωστόσο οι υπεράνθρωπες προσπάθειές του σε κείνους τους αργεντίνικους μαραθώνιους της τρέλας που θα τον έκαναν να υπερπηδά ανείπωτα εμπόδια και να σημειώνει απίστευτες νίκες, κόντρα σε κάθε πιθανότητα. Όταν κατέφτασε στην Ευρώπη σε όψιμη ηλικία, είχε πια ένα απαράμιλλο ρεπερτόριο μηχανικής δεξιοσύνης, οδηγικής εμπειρίας αλλά και ξεπεράσματος εμποδίων που δεν είχαν καν ακούσει οι ευρωπαίοι αντίπαλοί του…
Ο θρύλος της Formula 1
Όταν κατέφτασε ο «γέρος» Αργεντίνος στην Ευρώπη ως μέλος του πληρώματος της Maserati, η οποία είχε μείνει χωρίς οδηγό και θυμήθηκε εκείνο το φιντάνι από τη μακρινή Αργεντινή, είχε απέναντί του ονόματα-μύθους, όπως ο , ο Στέρλινγκ Μος και ο ομόσταβλός του Τζουζέπε Φαρίνα!
Ο Φάντζιο έτρεξε σε μερικούς αγώνες το 1948, τότε ήταν όμως που σκοτώθηκε ο κολλητός του και σκεφτόταν σοβαρά να τα παρατήσει. Επέστρεψε τελικά στην Ευρώπη το 1949 και πήρε μέρος στο πρώτο επίσημο παγκόσμιο πρωτάθλημα της Formula 1 το 1950 με το μονοθέσιο της Alfa Romeo, όπου κατέληξε δεύτερος, πίσω μόνο από τον ομόσταβλό του Νίνο Φαρίνα.
Την επόμενη χρονιά (1951), στα 40 του πια, ο αργεντινός πιλότος κατακτά το πρώτο του πρωτάθλημα, εγκαταλείπει ωστόσο την Alfa Romeo για λογαριασμό της Ferrari, μιας και ο δεν θα τον άφηνε να του ξεφύγει. Αυτή τη σεζόν θα τη χάσει όμως όλη, καθώς σοβαρό ατύχημά του θα τον αφήσει απ’ έξω. Η Ferrari τον αποδέσμευσε και η Maserati τον περιέλαβε ξανά στο πλήρωμά της το 1953. Ο Φάντζιο κατακτά και πάλι τη δεύτερη θέση, καθώς η πανίσχυρη Ferrari ήταν εκτός συναγωνισμού και είχε στο τιμόνι της τον μεγάλο Ασκάρι.
Η σεζόν του 1954 ξεκίνησε ιδανικά για τον Αργεντίνο, εκείνος ωστόσο εγκατέλειψε τη Maserati στα μέσα της χρονιάς για να μετακινηθεί στη Mercedes-Benz. Ο γερμανικός κολοσσός τον ήθελε διακαώς και δεν δεχόταν «όχι». Και καλά έκανε, καθώς ο Φάντζιο πήρε το πρωτάθλημα και του 1954 και του 1955! Ο ομόσταβλός του Στέρλινγκ Μος είπε γι’ αυτόν εκείνη τη χρονιά: «Είναι ο καλύτερος οδηγός που είδαν τα μάτια μου, αλλά ο Φάντζιο υπήρξε σπουδαιότερος άνθρωπος από οδηγός. Φυσικά είχα μεγάλη διαφορά στον τελευταίο γύρο, δεν θα με έφτανε, αλλά δεν κατάλαβα ποτέ αν απλά μου επέτρεψε να χτίσω τόσο μεγάλο προβάδισμα». Μιλούσε για κείνη τη φορά που είδε τη Mercedes του να τερματίζει μπροστά από του Αργεντίνου!
Μετά την τραγωδία στον 24ωρο αγώνα του Le Mans του 1955, η Mercedes αποσύρεται από το πρωτάθλημα και ο Φάντζιο επιστρέφει το 1956 και πάλι στη Ferrari ως «μαέστρο» πια της Formula 1. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος θα δηλώσει αργότερα πως αυτή η σεζόν στη Ferrari «δεν ήταν ευτυχισμένη χρονιά για μένα. Ποτέ δεν ένιωσα άνετα εκεί», κατακτά τον τέταρτο τίτλο του, αν και δεν φαίνεται διατεθειμένος να μείνει στα σίγουρα.
Μετά την τραγωδία στον 24ωρο αγώνα του Le Mans του 1955, η Mercedes αποσύρεται από το πρωτάθλημα και ο Φάντζιο επιστρέφει το 1956 και πάλι στη Ferrari ως «μαέστρο» πια της Formula 1. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος θα δηλώσει αργότερα πως αυτή η σεζόν στη Ferrari «δεν ήταν ευτυχισμένη χρονιά για μένα. Ποτέ δεν ένιωσα άνετα εκεί», κατακτά τον τέταρτο τίτλο του, αν και δεν φαίνεται διατεθειμένος να μείνει στα σίγουρα.
Το 1957 υπογράφει ξανά με τη Maserati και βάζει πλώρη για τον πέμπτο και τελευταίο του τίτλο, πέμπτο τίτλο με τέσσερις διαφορετικούς κατασκευαστές πάντα. Παρά το γεγονός ότι είναι στον κολοφώνα της καριέρας του και δεν υπήρχε πιθανότατα αξιόμαχος αντίπαλος, εκείνος αποφασίζει να αποσυρθεί από τα σιρκουί.
Δηλώνει λιτά στους χιλιάδες οπαδούς του λίγο αργότερα: «Ήμουν πολύ κουρασμένος, δεν προσπάθησα ποτέ να επιστρέψω. Λάτρεψα τα 10 μου χρόνια στα Grand Prix, αλλά έκανα πολλές θυσίες, αρκετές για να βρεθώ εκεί που έφτασα. Σχεδόν 30 οδηγοί έχασαν τη ζωή τους εκείνα τα χρόνια, δεν επηρεαζόμουν, αλλά βούλιαζα σιγά σιγά στη θλίψη. Όταν τρέχεις σε αγώνες πρέπει να είσαι γεμάτος ενθουσιασμό, όταν γίνει δουλειά νομίζω πως πρέπει ένας οδηγός να σταματήσει. Και το 1957 είχε γίνει δουλειά για μένα».
Μέχρι τότε είχε χαρίσει μια σειρά από θρυλικές κούρσες στο κοινό του μηχανοκίνητου αθλητισμού και ένα αγωνιστικό υπερθέαμα που σπανίως θα ξαναδούν οι φίλοι της Formula 1. Και παρά τον δύσκολο χειρισμό εκείνων των «πρωτόγονων» μονοθέσιων, ο Φάντζιο τα έκανε με την εμπειρία του να πετούν, καθώς κούραση δεν ένιωθε ποτέ στην πίστα.
Ο ίδιος είχε εξάλλου πολύ λίγα ατυχήματα στο ενεργητικό του και το μόνο σοβαρό, το 1952, ήρθε από κακή εκτίμηση έπειτα από μια ολονύχτια κούρσα πάνω στις Άλπεις για ένα μη επίσημο event στη Μόντζα. Εκείνος, κοντός, φαλακρός και σχετικά παχουλός, ασκούσε έναν μαγνητισμό σε όλους και ειδικά στο ωραίο φύλο, που τον έβρισκε ακαταμάχητο.
Παρά το γεγονός ότι δεν παντρεύτηκε ποτέ (είχε ωστόσο μια εικοσαετή σχέση που θα απέδιδε τον μοναχογιό του), η γυναικεία συντροφιά δεν του έλειψε ποτέ.
Ιππότης και οπαδός του fair play, έκανε όλους, ακόμα και τους πιο παθιασμένους αντίπαλούς του να τον λατρεύουν. «Οι περισσότεροι από μας που οδηγούσαμε γρήγορα ήμασταν καθάρματα», έλεγε ο Μος, που τον αποκαλούσε κι αυτός «μαέστρο» και τον αγαπούσε σαν πατέρα.
Ο μόνος εξάλλου που τον κακολόγησε ποτέ ήταν ο Φεράρι, που δεν του συγχώρησε το γεγονός πως εγκατέλειψε τη Scuderia Ferrari μετά τον θρίαμβο του 1956 για να πάει στον μεγαλύτερό της αντίπαλο, τη Maserati. Ο Έντζο δήλωσε δημοσίως πως ο Φάντζιο δεν έμεινε ποτέ πιστός σε κανέναν, κι αυτό για να διασφαλίσει το γεγονός πως θα οδηγούσε πάντα το καλύτερο αυτοκίνητο.
Ο Μος μάς λέει όμως μια διαφορετική ιστορία γιατί οδηγούσε πάντα το καλύτερο μονοθέσιο ο Αργεντίνος: «Γιατί ήταν ο καλύτερος οδηγός! Η φτηνότερη μέθοδος για να γίνεις μια επιτυχημένη ομάδα του Grand Prix ήταν να υπογράψεις με τον Φάντζιο»! Εκείνος πάντως περιοριζόταν απλώς να δηλώνει: «Στην εποχή μου ήταν 75% αυτοκίνητο και μηχανικός, 25% οδηγικές ικανότητες και το υπόλοιπο τύχη. Σήμερα [τέλη της δεκαετίας του ’80] είναι 95% αυτοκίνητο»…
Η περιβόητη απαγωγή
Ολοκληρώνοντας τις αγωνιστικές του υποχρεώσεις το 1957, την επόμενη χρονιά έμελλε να λάβει ακόμα μεγαλύτερη παγκόσμια προβολή, όταν τον «δανείστηκαν» οι κουβανοί αντάρτες του Φιντέλ Κάστρο για να φέρουν λίγη από τη λάμψη του στον δικό τους αγώνα. Όπως όμως συνέβη και με όποιον άλλον τον είχε γνωρίσει, οι απαγωγείς του θα μαγεύονταν από τον Φάντζιο και θα τον απελευθέρωναν χωρίς άλλα παρατράγουδα.
Παρά το γεγονός ότι η Κούβα δεν φιλοξενούσε επίσημο αγώνα της Formula 1, διοργάνωσε μεταξύ 1957-1960 ένα ετήσιο μη διαγωνιστικό Gran Prix, στοχεύοντας στο πρωτάθλημα των κατασκευαστών. Και για να διασφαλίσει την επιτυχία του γεγονότος, ο Μπατίστα πλήρωνε τρελά ποσά στα αστέρια της Formula 1 για να έρθουν στο νησί, πόσο μάλλον στον πρωταθλητή Φάντζιο, ο οποίος με τη Maserati 300S του είχε κερδίσει το κουβανικό Gran Prix του 1957 και ερχόταν τώρα ως παλαίμαχος πιλότος για το event του 1958.
Εκείνη τη χρονιά όμως οι επαναστάτες είχαν απειλήσει πως θα ματαιώσουν τον αγώνα, αν και κανείς δεν είχε πιστέψει τις συχνές απειλές τους. Μόνο που τώρα το είχαν πάρει σοβαρά και στράφηκαν στον εύκολο στόχο, τον άνθρωπο που απέφευγε το πολύβουο και φρουρούμενο Hotel Nacional που έμεναν όλοι για το πιο ήσυχο Hotel Lincoln. Έμενε μάλιστα στο δωμάτιο 810 κάθε φορά που επισκεπτόταν την Αβάνα και όλοι το γνώριζαν αυτό.
Το προηγούμενο του αγώνα βράδυ, στις 8:45 μ.μ., ο Φάντζιο βρισκόταν στο λόμπι του ξενοδοχείου με τους μηχανικούς της Maserati όταν τον πλησίασε ένας άγνωστος με ένα σαρανταπεντάρι πιστόλι στο χέρι. Δύο ακόμα ένοπλοι βρισκόταν στις εξώπορτες. Ο ένοπλος πλησίασε τον Φάντζιο και του ζήτησε να τον ακολουθήσει στο όνομα του Κινήματος της 26ης Ιουλίου, του αντάρτικου του Κάστρο!
Η όλη απαγωγή έγινε στα γρήγορα και χωρίς περιπέτειες. Οι επαναστάτες ενημέρωσαν αμέσως τα Μέσα για την απαγωγή του θρύλου της Formula, λέγοντας πως το έκαναν για να σταματήσουν την αιμορραγία των δημόσιων ταμείων που χρηματοδοτούσε μηχανοκίνητα σπορ την ώρα που ο κουβανικός λαός πέθαινε από τη φτώχεια.
Αστυνομία και στρατός όργωσαν την Αβάνα και έμπαιναν σε σπίτια πολιτών, καθώς το γεγονός ήταν ντροπιαστικό για το καθεστώς του Μπατίστα. Μάταια όμως! Ο Μπατίστα διέταξε να γίνει η κούρσα κανονικά, αν και όλοι είχαν το μυαλό τους στον Φάντζιο. Μετά τον αγώνα, ο αργεντινός πρεσβευτής στην Κούβα δέχτηκε ένα τηλεφώνημα για να παραλάβει τον παλαίμαχο πιλότο σε προκαθορισμένο σημείο.
Σύντομα ο Φάντζιο βρισκόταν στην Πρεσβεία της Αργεντινής στην Αβάνα και τα Μέσα μετέδιδαν τη χαρμόσυνη είδηση. Ο Χουάν είπε πως του συμπεριφέρθηκαν ιδιαιτέρως καλά και δεν απειλήθηκε η ζωή του ούτε στιγμή. Τον κράτησαν σε ένα πολυτελές σπίτι και του σέρβιραν το πρωινό του στο κρεβάτι. Και τον άφησαν φυσικά να ακούσει από το ραδιόφωνο όλο το Grand Prix. Στο τέλος, έλαβε και την παχυλή αμοιβή του από την κουβανική κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι δεν συμμετείχε στην κούρσα…
Τελευταία χρόνια
Το ρεκόρ των πέντε πρωταθλημάτων του έζησε για 46 χρόνια, προτού καταρριφθεί από τον Σουμάχερ. Ο θρύλος του όμως δεν κινδυνεύει από τέτοια. Ο Φάντζιο επέστρεψε στην Αργεντινή, όπου τον ανακήρυξε η Mercedes-Benz επίτιμο πρόεδρό της, «εμένα, έναν ασήμαντο από μια μικρή πόλη». Ο μύθος συνέχισε να τιμά τη μνήμη των αδικοχαμένων φίλων του, να συμμετέχει σε αγώνες ταχύτητας και να οδηγεί τα αγαπημένα του αυτοκίνητα, ειδικά εκείνη τη Maserati και τη Mercedes που τόσο είχε τιμήσει στα σιρκουί.
Ως ζωντανός θρύλος του μηχανοκίνητου αθλητισμού, συνέχισε να περιφέρεται στα σιρκουί, αν και από τη δεκαετία του 1980 η υγεία του επιδεινώθηκε και περιόρισε πλέον τις εμφανίσεις του. Τώρα λάμβανε τιμές και μετάλλια από παντού και οργάνωνε το μουσείο με τα αναμνηστικά και τα πρωταθλήματά του, το οποίο άνοιξε στη γενέτειρά του το 1986.
Το 1990 τον περιέλαβαν στο International Motorsports Hall of Fame, όπου και γνώρισε έναν νεότερο θαυμαστή του και ήδη παγκόσμιο πρωταθλητή, τον .
Ο Χουάν Μανουέλ Φάντζιο άφησε την τελευταία του πνοή στις 17 Ιουλίου 1995 στο Μπουένος Άιρες, σε ηλικία 84 ετών. Στην κηδεία του ήταν παρόντες πολλοί, όπως ο καλός του φίλος σερ Μος…