Είναι γνωστό πως οι συνθήκες που αντιμετωπίζουμε ως οδηγοί, μας κάνουν ορισμένες φορές να ξεχνάμε βασικούς κανόνες οδήγησης και να αυξάνουμε χωρίς λόγο τις πιθανότητες να εμπλακούμε σε κάποιο τροχαίο.
Μία αρκετά συχνή παρατυπία που πραγματοποιούμε είναι η μη τήρηση της ενδεδειγμένης απόστασης από το προπορευόμενο όχημα. Είτε γιατί θεωρούμε ότι το αυτοκίνητό μας θα “κοκκαλώσει” μόλις του το ζητήσουμε, είτε γιατί εκείνη την ώρα ο νους μας ταξιδεύει και δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους που διατρέχουμε.
Η σωστή απόσταση από το προπορευόμενο όχημα θα βοηθήσει να αντιδράσουμε εγκαίρως σε μια δύσκολη στιγμή και να αποφύγουμε τυχόν συνέπειες, ενώ κάνει και πιο ξεκούραστη την οδήγηση λόγω του μεγαλύτερου χρόνου που έχει ο εγκέφαλός μας να επεξεργαστεί τα δεδομένα που λαμβάνει από τον δρόμο και την ροή της κίνησης.
Σύμφωνα με τα όσα μαθαίνουμε στις σχολές οδήγησης, η σωστή απόσταση από το προπορευόμενο όχημα μετριέται σε χρόνο και αυτός είναι τα 2 και πλέον δευτερόλεπτα.
Εάν για παράδειγμα κινούμαστε στον αυτοκινητόδρομο με 100 χλμ./ώρα, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι εκείνη την στιγμή διανύουμε 27,8 μέτρα το δευτερόλεπτο. Και αυτή είναι η απόσταση που πρέπει να έχουμε από το προπορευόμενο όχημα.
Φυσικά αυτό δεν είναι ποτέ αρκετό, καθώς πρέπει να συνυπολογίσουμε ένα ακόμη δευτερόλεπτο (δηλαδή άλλα 28 μέτρα), που χρειάζεσαι από την στιγμή που θα αντιληφθούμε τον κίνδυνο, μέχρι την στιγμή που θα πατήσουμε το πεντάλ του φρένου. Επομένως, πρέπει να υπολογίζουμε και τον χρόνο αντίδρασης.
Συνολικά αυτό μεταφράζεται σε τουλάχιστον δύο δευτερόλεπτα (ιδανικά τρία) ή όπως αναφέρει το παράδειγμα σε 56 μέτρα απόστασης από το προπορευόμενο όχημα, εάν θέλουμε να είμαστε ασφαλείς και να έχουμε την σωστή απόσταση ακινητοποίησης για την αποφυγή τροχαίου. Και για να το κάνουμε ακόμα πιο λιανά, εάν οδηγούμε σουπερμίνι (έχουν 4 μέτρα μήκος) θα πρέπει να έχουμε απόσταση 14 αυτοκινήτων.
Τέλος, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι υπολογισμοί για την σωστή απόσταση ακινητοποίησης είναι γενικοί και δεν ισχύουν σε κάθε περίπτωση. Σημαντικοί παράγοντες, όπως οι καιρικές συνθήκες, η κατάσταση του οδοστρώματος, των ελαστικών αλλά και του κάθε αυτοκινήτου, διαφοροποιούνται ανάλογα με τις περιστάσεις και επηρεάζουν τον χρόνο ακινητοποίησης του αυτοκινήτου και αντίδρασης του οδηγού.