Στην ελληνική μυθολογία γινόταν λόγος για τις Σειρήνες, που φώλιαζαν στις ακτές της Σικελίας και για τις Γοργόνες, που ζούσαν στην Αφρική.
Μα, ούτε οι Σειρήνες, ούτε οι Γοργόνες εκείνες ομοιάζουν με τις Γοργόνες, που δημιούργησε η λαϊκή φαντασία και η νεοελληνική μυθολογία, η οποία τις θέλει να είναι κοπέλες πεντάμορφες από τη μέση και πάνω και συγχρόνως, ψάρια από τη μέση και κάτω.
Οι Σειρήνες της Σικελίας ήταν πουλιά και οι Γοργόνες της Αφρικής ήταν γυναίκες, που είχαν φίδια αντί για μαλλιά και η θωριά τους απολίθωνε όσους τις κοιτούσαν. Τρεις αδελφές, εκ των οποίων τη μία, τη Μέδουσα, είχε σκοτώσει ο ευνοούμενος των θεών, ο Περσέας, με το γνωστό τέχνασμα της αντανάκλασης και χάρισε το κεφάλι της στη θεά Αθηνά, για να στολίσει την ασπίδα της.
Άλλο πράγμα, συνεπώς, ήταν η Γοργόνα της νεότερης μυθολογίας μας, την οποία ο ιστορικός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αρριανός, ανέφερε ότι εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της ναυσιπλοΐας των Μακεδόνων κατακτητών στον Ινδικό Ωκεανό, ενώ άλλοι τη θεωρούσαν ως την αδελφή του, η οποία περιπλανιόταν στα πελάγη, παρουσιαζόταν αιφνιδιαστικά στους ναυτικούς και τους υπέβαλλε το γνωστό ερώτημα: «Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;» Αν της απαντούσαν: «Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει», τους άφηνε να συνεχίσουν τη ρότα τους. Σε διαφορετική απάντηση, καταπόντιζε τα πλοία τους.
Αυτή τη Γοργόνα την περιέγραφαν ως μια πεντάμορφη κοπέλα, που το κορμί της κατέληγε σε ουρά ψαριού. Ανεξίτηλες ζωγραφιές χαραγμένες στα μπράτσα των ναυτικών και σκαλίσματα σε προμετωπίδες διαφόρων ενυδρείων του κόσμου μας έδιναν μια ιδέα των μυθικών αυτών πλασμάτων.
Άραγε, υπήρξαν πράγματι Γοργόνες; Κανείς δεν μπορεί να το βεβαιώσει αυτό. Οι ιστορικοί του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που αφηγούνταν αποκλειστικώς τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του τρανότερου κατακτητή της Ιστορίας, δεν επηρεάζονταν καθόλου από τη φαντασία. Κι όμως, έκαναν λόγο στις καταγραφές τους για τις περίφημες Γοργόνες. Ίσως, αποτελούσαν ένα άγνωστο είδος ψαριού, που δεν είχε εντοπιστεί ακόμη.
Οι Γοργόνες, λοιπόν, έκαναν την εμφάνισή τους το 1936 στις ακτές του Ινδικού Ωκεανού. Η καταπληκτική αυτή ιστορία, πασίγνωστη σ’ ολόκληρη τη Νότιο Αφρική, μνημονεύτηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», όπως την είχαν διηγηθεί πολλοί αξιόπιστοι Έλληνες.
Στον Ινδικό Ωκεανό και συγκεκριμένα, στην αφρικανική ακτή της τότε Πορτογαλικής αποικίας της Μοζαμβίκης, χυνόταν λίγο έξω από το λιμάνι του Λοουρένσο Μάρκες ο ποταμός Κοματί. Εκεί είχε εγκαταστήσει αλυκές κάποιος πολυμήχανος Έλληνας, ο κύριος Παρασκευάς. Απασχολούσε περίπου εκατό γηγενείς στη δούλεψή του και έκανε εξαγωγή σημαντικών ποσοτήτων άλατος κάθε χρόνο.
Το περιστατικό συνέβη μια φεγγαρόλουστη νύχτα του Μαΐου. Ο Παρασκευάς και οι ντόπιοι εργάτες του ξύπνησαν κατατρομαγμένοι από άγρια ξεφωνητά, που προέρχονταν από το μέρος των αλυκών. Ο Έλληνας ιδιοκτήτης της περιοχής άρπαξε την καραμπίνα του, ενώ οι εργάτες του οπλίστηκαν με ξύλα και έτρεξαν αλαφιασμένοι προς το σημείο, όπου ακούγονταν οι απόκοσμες κραυγές.
Το υπέρλαμπρο φεγγάρι φώτιζε τον δρόμο τους σαν να ήταν μέρα κι έτσι, δεν χρειάστηκαν φανούς. Καθώς πλησίαζαν σ’ ένα παράκτιο τμήμα της αλυκής, οι φωνές, που ήταν κάτι ανάμεσα σε ουρλιαχτό σκύλου και απεγνωσμένης ανθρώπινης κραυγής, δυνάμωσαν αισθητά, ενώ ένα θέαμα μοναδικό παρουσιάστηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Παρασκευά και των συντρόφων του.
Κάτι τερατώδες κινούνταν μέσα στην αλυκή και ο Παρασκευάς αδυνατούσε να καταλάβει τι ήταν εκείνο που σάλευε. Ένας όγκος όρθιος, που είχε χέρια, με τα οποία χειρονομούσε έντονα, σώμα, κεφάλι, μαλλιά μακριά, αλλά δεν είχε πόδια και συρόταν, αντί να περπατά στα ρηχά νερά της αλυκής. Επειδή δεν μπορούσε να δώσει καμιά απολύτως εξήγηση στο φαινόμενο και επειδή οι φωνές του, τελείως άναρθρες δε γινόταν να προέρχονταν από ανθρώπινο ον, πίστεψε πως είχε ενώπιόν του κάποιο φάντασμα, ένα είδος ξωτικού.
Διέταξε, λοιπόν, τους συντρόφους του να το συλλάβουν, αλλά ο τρόμος τούς είχε καρφώσει στη θέση τους. Στο μεταξύ, οι κραυγές του πλάσματος δυνάμωναν και ο Παρασκευάς, περισσότερο θυμωμένος παρά τρομαγμένος πια, πήδησε στα νερά της αλυκής και πλησίασε αποφασιστικά το περίεργο τέρας, για να δει επιτέλους τι ήταν και να σιγουρευτεί ότι δεν ονειρευόταν.
Οι εργάτες του τον ακολούθησαν φοβισμένοι, με τα ξύλα στα χέρια. Καθώς πλησίασε αρκετά, ο θαρραλέος Έλληνας διαπίστωσε ότι είχε μπροστά του τη Γοργόνα του παραμυθιού. Σάστισε. Για ένα δευτερόλεπτο, αμφισβήτησε τη λογική και τις αισθήσεις του. Μα, πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε, η Γοργόνα του όρμησε, με σκοπό να τον δαγκώσει. Οι εργάτες πρόλαβαν να τη χτυπήσουν στο κεφάλι με τα ξύλα τους. Εκείνη έπεσε καταγής και ξέσπασε σ’ ένα κλάμα σπαρακτικό, ενώ, συγχρόνως, το κορμί της σφάδαζε.
Ο Παρασκευάς δεν μπόρεσε να αντέξει στο θέαμα εκείνο. Πήρε τους συντρόφους του και γύρισε στο παράπηγμά του, ενώ τα κλάματα, σπαρακτικά και γοερά, τον ακολουθούσαν. Με κόπο αποκοιμήθηκε και φριχτοί εφιάλτες τάραζαν τον ύπνο του.
Την επόμενη ημέρα, πρωί-πρωί, έτρεξε στο σημείο, όπου είχε εκτυλιχθεί το νυχτερινό δράμα. Βρήκε τη Γοργόνα νεκρή. Την έσυρε έξω από τα νερά και την ξάπλωσε στην άμμο, βοηθούμενος από τους εργάτες του. Την κοίταζε πολλή ώρα, δίχως να μπορεί να πιστέψει στα μάτια του. Μια κοπέλα καστανή, με ολοστρόγγυλο κεφάλι, μάγουλα ρόδινα, λεπτή μύτη, χείλη ωχρά, μάτια γαλανά ελαφρώς σχιστά, χαρακτηριστικά μιας ωραιότατης Κινεζούλας.
Τα καλλίγραμμα χέρια της κατέληγαν σε πέντε λεπτά και μακριά δάχτυλα, ενωμένα μεταξύ τους με λεπτή μεμβράνη. Το κορμί της ροδόχρωμο κι αυτό, με ορθωτούς μαστούς, μέση δακτυλένια και μόρια γεννητικά κάτω, από τα οποία η γυναίκα εξαφανιζόταν και παραχωρούσε τη θέση της στο ψάρι, ένα ψάρι λευκό, με φαρδιά ουρά και δυσδιάκριτα λέπια, τα οποία άλλωστε κάλυπταν ολόκληρη την επιδερμίδα της.
Δε χωρούσε αμφιβολία ότι το παράξενο εκείνο πλάσμα ήταν μια καλλονή. Ένα από τα χτυπήματα της είχε ανοίξει το κεφάλι και από την πληγή είχε τρέξει αίμα, που πλέον είχε ξεραθεί. Επίσης, αίμα είχε τρέξει και απ’ το στόμα της σε μια λεπτή κόκκινη γραμμή, που κατέβαινε ως το συμμετρικό πηγούνι της, ενώ κάτω από τα χείλη της ξεχώριζε διπλή σειρά σφιγμένων, ολόλευκων δοντιών.
Ο Παρασκευάς κόντευε να χάσει το μυαλό του. Κατέβηκε μέχρι το πολύβουο λιμάνι του Λοουρένσο Μάρκες και αφηγήθηκε το παράδοξο περιστατικό σε όσους Έλληνες, Πορτογάλους και ξένους συναντούσε.
Ήταν πασίγνωστος για τις φάρσες, που διαρκώς μηχανευόταν και κανείς δεν έδωσε σημασία στα λόγια του. Γελούσαν και τον πείραζαν για την καινούρια σκανταλιά του. Εκείνος, όμως, οργισμένος, έβαλε μερικά στοιχήματα ότι θα τους παρουσίαζε τη Γοργόνα, για να τους αποστομώσει.
Έτσι, το ίδιο εκείνο απόγευμα, όλοι οι κάτοικοι του Λοουρένσο Μάρκες βίωσαν την ολοκληρωτική κατάπληξη. Όσοι είχαν γελάσει μαζί του το πρωί, μετέδιδαν πια με τη μέγιστη σοβαρότητα το απίστευτο νέο και ο Παρασκευάς, σύμφωνα με τις συμβουλές πολλών, γέμισε ένα βαρέλι με οινόπνευμα και τοποθέτησε μέσα το νεκρό πλάσμα, για να προλάβει την αποσύνθεση, μέχρις ότου προμηθευτεί την κατάλληλη γυάλα.
Μέσα στο βαρέλι με το οινόπνευμα, τα στήθη της Γοργόνας έπεσαν, αλλά διατήρησε αναλλοίωτη τη δροσιά των υπόλοιπων χαρακτηριστικών της, όπως και τη ροδαλότητα του χρώματός της.
Ο Παρασκευάς ξαναγύρισε στην αλυκή του και η υπόθεση κόντευε να ξεχαστεί, όταν τρεις νύχτες αργότερα, τα ίδια ακριβώς ξεφωνητά ακούστηκαν από το ίδιο σημείο της αλυκής.
Αναστατώθηκαν και πάλι οι εργάτες, οπλίστηκαν με ξύλα και φανούς εκείνη τη φορά, καθώς βαριά σύννεφα σκέπαζαν το φεγγάρι και απόλυτο σκοτάδι κυριαρχούσε.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 08/10/1939…