Πελώριοι σκελετοί, ύψους δέκα μέχρι δώδεκα ποδών (τρία έως τέσσερα μέτρα), ανακαλύφθηκαν σε ένα νέο χρυσωρυχείο, στα βουνά της Πολιτείας Chihuahua του Μεξικού, το 1925, από μεταλλωρύχους που προσπαθούσαν να ανακαλύψουν πολύτιμα μέταλλα.
Οι μεταλλωρύχοι ανέφεραν ότι ανακάλυψαν σκελετούς τεραστίων διαστάσεων, ανέπαφους, εντός ενός σπηλαίου. Τα πέλματα ήταν μήκους 18-20 ιντσών (45 έως 50 εκατοστά). Το Ανθρωπολογικό Τμήμα της μεξικανικής κυβέρνησης σχεδίαζε την αποστολή επιτροπής, με σκοπό την εξέταση της ανακάλυψης, καθώς οι σκελετοί φέρονταν ως διατηρούμενοι σε άριστη κατάσταση, ενώ υπήρχε η πιθανότητα ότι και άλλοι σκελετοί θα βρίσκονταν στην περιοχή αυτή. Επιπλέον, θεωρούνταν ότι η ανακάλυψη αυτή θα έλυνε το πρόβλημα της καταγωγής των ιθαγενών της περιοχής.
Η ανακάλυψη έγινε κοντά στο χωριό Sisoguichie. Οι σκελετοί βρέθηκαν καθιστοί. Οι ώμοι και οι βραχίονες έκλιναν προς τα εμπρός, ενώ τα γόνατα ήταν υψωμένα. Στην στάση αυτή, οι σκελετοί είχαν από την κορυφή του κρανίου μέχρι το έδαφος ύψος πέντε μέχρι έξι πόδια (ενάμιση έως δύο μέτρα).
Το σπήλαιο εντός του οποίου βρέθηκαν, θεωρούνταν ότι υπήρξε νεκροταφείο της φυλής, πιθανώς δε να είχαν τεθεί οι νεκροί σε κιβώτια κατά κάποιον τρόπο, καθότι όλοι οι σκελετοί στηρίζονταν επί μέρους, το οποίο άλλοτε ήταν, όπως φαινόταν, σανίδα.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ», στις 18/07/1925…