Ο Γάλλος συγγραφέας και μελετητής Cyrille De Neubourg, στο βιβλίο του «Φαντάσματα και στοιχειωμένα σπίτια» κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τα φαντάσματα ανήκουν στη σφαίρα των παραισθήσεων και των οραμάτων, δεν έχουν πραγματικό αντικείμενο και επί της ουσίας, ανήκουν στον τομέα της ψυχοπαθολογίας.
Εν τούτοις, οι οπαδοί του πνευματισμού, αλλά και αναρίθμητοι άλλοι, οι οποίοι δεν πρεσβεύουν καμία συγκεκριμένη θεωρία, έχουν διαφορετική γνώμη. Η στάση τους συνοψίζεται στην παρατήρηση του Allan Kardec ότι «τα φαντάσματα είναι οι ψυχές εκείνων, οι οποίοι έζησαν κάποτε πάνω στη Γη και πλέον έχουν εγκαταλείψει το υλικό τους περίβλημα».
Αντιθέτως, σύμφωνα με τη μελέτη του De Neubourg, οι ειδικοί του υπερφυσικού θεωρούν ότι η παρουσία ενός ζωντανού όντος μέσα σ’ ένα σπίτι, διαποτίζει σταδιακά τους τοίχους και τα αντικείμενά του. Επίσης, πιστεύουν πως ορισμένες περιστάσεις ευνοούν την υλοποίηση του ανθρώπινου διαποτισμού, οπότε τελικά εμφανίζεται το φάντασμα.
Μάλιστα, παραθέτουν το παράδειγμα με το νόμισμα και το γυαλί. Για παράδειγμα, εάν κάποιος κρατήσει για μια στιγμή ένα νόμισμα πάνω σ’ ένα καθαρό γυαλί, το αποσύρει με προσοχή και στη συνέχεια, θέσει την αναπνοή του στο γυαλί, ο αχνός θα αναδείξει ολόκληρο τον κύκλο του νομίσματος, που είχε ακουμπήσει προηγουμένως πάνω του.
Επίσης, ο Γάλλος συγγραφέας Roger De Lafforest, στο βιβλίο του «Αυτά τα σπίτια που σκοτώνουν», ισχυριζόταν ότι τα φαντάσματα, που κατοικοεδρεύουν σε κάποιες οικίες, είναι στην πραγματικότητα μια προβολή αναμνήσεων, την οποία έχουν συγκρατήσει οι τοίχοι και ότι οι καλόπιστοι μάρτυρες που τα είδαν, απλώς παρευρέθησαν σε μια προβολή ταινίας, της οποίας η δράση είχε εξελιχθεί στο παρελθόν, αλλά στο ίδιο περιβάλλον.
Πάντως, ο De Lafforest πρόσθετε ότι δε θα έπρεπε κανείς να συγχέει τα φαντάσματα, που είναι οράματα από τα περασμένα, με τα «στοιχειά», που υφίστανται και υπάρχουν, ανεξάρτητα από κάθε ανάμνηση και από κάθε περιβάλλον. Τα «στοιχειά», κατά τον De Lafforest, προέρχονται είτε από τον Θεό, είτε από τον Διάβολο και είναι ικανά να αναστατώσουν την ατμόσφαιρα ενός σπιτιού και να μεταβάλουν τη μοίρα των κατοίκων του.
Ο διάσημος κυνηγός φαντασμάτων και συγγραφέας πολλών ερευνητικών συγγραμμάτων, ο Άγγλος Harry Price, φωτογράφισε τη βιβλιοθήκη μιας οικίας, για την οποία τον είχαν πληροφορήσει πως ήταν στοιχειωμένη. Όπως τον είχαν βεβαιώσει, το δωμάτιο της βιβλιοθήκης ήταν ο χώρος του σπιτιού, όπου διάλεγε ένα φάντασμα, για να κάνει αισθητή την παρουσία του.
Τη στιγμή της φωτογράφισης, το δωμάτιο ήταν κενό, αλλά ο Harry Price, όταν εμφάνισε το φιλμ, διαπίστωσε με κατάπληξη την παρουσία ενός άντρα, ο οποίος διάβαζε ατάραχος την εφημερίδα του, καθισμένος αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα της εν λόγω βιβλιοθήκης.
Σύμφωνα με την έρευνα, ο άντρας αυτός ήταν ο παλαιός ιδιοκτήτης του σπιτιού, ο οποίος είχε πεθάνει πριν από αρκετά χρόνια. Το φάντασμά του, που ήταν αόρατο την ημέρα και εμφανιζόταν μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας, μπόρεσε να παγιδευτεί και να απαθανατιστεί στον φωτογραφικό φακό.
Ο Roger De Lafforest ήταν πεπεισμένος ότι στην υπόθεση που είχε αναλάβει ο Harry Price δεν υπήρχε ίχνος απάτης, δόλου ή πονηριάς. Απλώς, ο διάσημος Price είχε κατορθώσει να συλλάβει μια εικόνα από το παρελθόν, που είχε αποτυπωθεί στον χώρο.
Επίσης, ο De Lafforest θεωρούσε πως κάθε ζωντανό ον είναι προικισμένο με ακτινοβολία, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο έντονη, ανάλογα πάντα με την προσωπικότητα και τον ζήλο, που επιδείκνυε το ον αυτό, για την εκτέλεση και πραγμάτωση ορισμένων πράξεων. Μάλιστα, δεδομένου ότι ζούμε σ’ έναν κλειστό κόσμο, η ακτινοβολία αυτή δε χάνεται, αλλά απορροφάται ή αντικατοπτρίζεται και τελικώς, εγγράφεται μονίμως στον μυστηριώδη αιθέρα μέσα στον οποίο ζούμε.
Έτσι, είναι δυνατόν, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, να εμφανιστούν εμπρός μας, έστω και για μια μικρή στιγμή, άυλες μορφές ενός μακρινού παρελθόντος, τα αποκαλούμενα «φαντάσματα», τα οποία τείνουν να επαναλαμβάνουν κινήσεις και συνήθειες της ζωής τους, σαν μια μόνιμη και πεισματική αποτύπωση στον οικείο χώρο, όπου περνούσαν τη ζωή τους.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», στις 13/08/1972…