Ο Βρετανός H.B. Garling διηγήθηκε το εξής μυστηριώδες περιστατικό, που έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη του για πάντα:
«Είχα πάει στο Hertfordshire, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Λονδίνο, προκειμένου να επισκεφτώ μια φιλική μου οικογένεια, που διατηρούσε εκεί μια πανέμορφη έπαυλη. Θα με φιλοξενούσαν για δέκα ημέρες.
Προτού φύγω, όμως, για το Hertfordshire, πήγα να αποχαιρετήσω τον θείο μου Χάρισον, ο οποίος ήταν παπάς και έμενε σ’ ένα σπίτι, όχι μακριά από το δικό μου, μαζί με τη γυναίκα του και την πεθερά του. Δεν είχε αποκτήσει δικά του παιδιά, αλλά είχε εμένα ως παιδί του. Με αγαπούσε πολύ και ήθελε να πηγαίνω να με βλέπει συχνά.
Αφού τον αποχαιρέτησα, πήρα το τρένο κι ύστερα από δύο ώρες βρισκόμουν στην έπαυλη των φίλων μου, οι οποίοι με υποδέχτηκαν εγκάρδια. Στις πρώτες ημέρες της διαμονής μου, τίποτα παράξενο δεν είχε συμβεί. Ζούσαμε ήσυχα, όπως ζουν οι άνθρωποι στην εξοχή.
Την ημέρα που εκτυλίχθηκαν τα περίεργα γεγονότα, σηκωθήκαμε από το τραπέζι στις δύο το μεσημέρι. Ο καιρός ήταν υπέροχος εκείνο το απόγευμα και θέλησα, μετά το φαγητό, να κάνω έναν μικρό περίπατο. Άφησα, λοιπόν, τον φίλο μου και τους άλλους στο σπίτι και βγήκα έξω. Διάβηκα τον μεγάλο κήπο, που απλωνόταν μπροστά στην κομψή έπαυλη και που την χώριζε από τον δημόσιο δρόμο, άνοιξα τη βαριά καγκελένια εξώπορτα του κήπου και πήρα τον μεγάλο δημόσιο δρόμο.
Ο καιρός ήταν τόσο γλυκός, τόσο ευχάριστος, που αισθανόμουν ηδονή να περπατώ κι απομακρύνθηκα αρκετά, δίχως να το καταλάβω. Σε λίγο, είχα αφήσει πίσω μου και τα τελευταία σπίτια του Hertfordshire και απολάμβανα την όμορφη εξοχή. Αχνοφάνηκε μπροστά μου ένα γραφικό πανδοχείο και περίπου εκατό μέτρα εμπρός μου, βάδιζαν δύο χωρικοί.
Τότε, εντελώς ξαφνικά, ένα κατάμαυρο, αδιευκρίνιστο πράγμα ορθώθηκε σιμά μου. Ένας παράξενος σκοτεινός όγκος, ψηλός και με ακαθόριστο σχήμα, μου έφραξε το βήμα σε απόσταση μόλις ενός μέτρου. Αδύνατον να περιγράψω την έκπληξη και την ταραχή μου! Ενστικτωδώς, άρχισα να το κτυπώ αλλόφρων. Όσο το χτυπούσα, τόσο εκείνο διαγραφόταν καθαρότερα μπροστά μου. Διαπίστωσα γρήγορα πως ήταν ένας άνθρωπος ντυμένος στα μαύρα! Ένας παπάς! Θεέ και Κύριε! Ήταν ο θείος Χάρισον. Μου φάνηκε πως ο ουρανός σκοτείνιασε απότομα πάνω από το κεφάλι μου. Συνήλθα τάχιστα και κοίταξα θαρρετά το φάντασμα. Είδα την απόκοσμη φιγούρα του θείου μου να κουνάει τα χείλη του, σαν να ψιθύριζε κάτι, όμως, δεν έβγαινε ήχος από το στόμα του.
Ο θείος μου με κοιτούσε περίλυπος, γεμάτος βαθιά και βουβή θλίψη. Τρομαγμένος, οπισθοχώρησα και κοντοστάθηκα. Η οπτασία έμεινε ορατή για λίγα δευτερόλεπτα κι έπειτα, σιγά-σιγά, άρχισε να σβήνει, να εξατμίζεται, ώσπου έπαψε να υπάρχει.
Όσο για μένα, έμεινα καρφωμένος, ακίνητος, βαστώντας έως και την ανάσα μου. Μόλις συνειδητοποίησα τι είχα βιώσει, τότε με έπιασε ένας φόβος ανομολόγητος. Τα πόδια μου λύγιζαν και τα χέρια μου έτρεμαν ανεξέλεγκτα.
Σε μια ώρα, είχα καταφέρει να επιστρέψω πίσω στην έπαυλη, σχεδόν τρέχοντας. Φαινόμουν ωχρός και ταραγμένος. Οι φίλοι μου με ρώτησαν τι είχα, αλλά εγώ έκρινα σκόπιμο να μην αναφέρω τίποτα για το φοβερό περιστατικό που μου είχε συμβεί. Άλλωστε, δεν ήξερα τι να τους πω κι αν θα με πίστευαν.
Η έπαυλη απείχε από τα γειτονικά σπίτια τουλάχιστον διακόσια μέτρα. Στην αυλή υπήρχε ένα μεγάλο κι άγριο σκυλί, ενώ και μέσα στην οικία είχαμε ένα μικρό σκυλάκι, χαριτωμένο, μα νευρικό, που γάβγιζε με το παραμικρό. Οι καγκελένιες πόρτες του κήπου κλείδωναν, όταν έπεφτε η νύχτα. Επομένως, ήταν αδύνατο να πλησιάσει κανείς τη βίλα, χωρίς να γίνει αντιληπτός από τους ενοίκους.
Εκείνο το βράδυ, η ατμόσφαιρα ήταν ήρεμη. Η ώρα ήταν περασμένη. Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Καθόμασταν όλοι στην τραπεζαρία και κοιτούσαμε μερικές παλιές χαλκογραφίες. Σε λίγο, θα αποχωρούσαμε για ύπνο. Οι υπηρέτριες είχαν ήδη αποσυρθεί προ μισής ώρας.
Έξαφνα, δίχως να προηγηθεί κανένας άλλος κρότος, ούτε ο πλέον ανεπαίσθητος, ακούστηκαν χτυπήματα στην εξώπορτα. Χτυπήματα βροντερά, άγρια, λυσσαλέα. Αιφνιδιαστήκαμε και πεταχτήκαμε όλοι όρθιοι. Ποιος να ήταν τέτοια ώρα;
Τα χτυπήματα έπαψαν σχεδόν αμέσως. Πήγαμε και ανοίξαμε την πόρτα, μα δεν υπήρχε κανείς, ούτε στο κατώφλι, ούτε και στον κήπο. Ο φύλακας-σκύλος είχε κουρνιάσει καταγής, ενώ το μικρό σκυλάκι κρύφτηκε κάτω από τον καναπέ, ουρλιάζοντας σιγανά και φοβισμένα. Ένας αλλόκοτος τρόμος κατέλαβε τους πάντες. Εγώ στάθηκα ο ψυχραιμότερος. Με δυσκολία τους έπεισα να πάνε να κοιμηθούν.
Ο ύπνος άργησε να με πάρει. Στριφογύριζα στο κρεβάτι μου κι αναρωτιόμουν τι να σήμαιναν όλα αυτά τα παράδοξα.
Έμεινα στην εξοχή δυο μέρες ακόμη. Κατόπιν, πήρα το τρένο κι επέστρεψα στο Λονδίνο. Το πρωί, στη συνηθισμένη μου ώρα, βρισκόμουν στο γραφείο μου. Πληροφορήθηκα πως στο διάστημα της απουσίας μου, ένας κύριος είχε έρθει και με ζητούσε επιτακτικά, λέγοντας πως επρόκειτο για ένα προσωπικό μου ζήτημα, εξόχως σημαντικό.
Πράγματι, σε λίγο ο κύριος Τσάντβικ, στενός φίλος του θείου μου, ήρθε και μου ανάγγειλε τα θλιβερά νέα. Ολόκληρη η οικογένεια του ιερέα θείου μου Χάρισον ξεκληρίστηκε από επιδημία χολέρας, που έπληξε τη συνοικία του. Πρώτη, κατέληξε η πιστή τους υπηρέτρια, κατόπιν η θεία μου, η μητέρα της και τέλος, νόσησε ο καλός μου θείος.
Ο θείος μου καταλάβαινε πως ζύγωνε το τέλος του και όπως μου εκμυστηρεύτηκε ο κύριος Τσάντβικ, γύρευε επιτακτικά να με δει, πριν ξεψυχήσει. Ήθελαν να με ειδοποιήσουν, αλλά δε γνώριζαν πού βρισκόμουν. Μου είπε πως ίσως θα τον προλαβαίναμε ζωντανό, αν καλούσαμε γρήγορα μια άμαξα.
Φύγαμε στη στιγμή. Μα, όταν φτάσαμε, ήταν πια αργά. Ο θείος μου δε ζούσε πια.
-Πότε με ζητούσε ο θείος μου; ρώτησα τον κύριο Τσάντβικ.
-Τη Δευτέρα το μεσημέρι, μου αποκρίθηκε.
Ήταν η ώρα που τον είχα δει μπροστά μου, στον δημόσιο δρόμο του Hertfordshire…
Όσο για τα μυστηριώδη χτυπήματα στην πόρτα της μοναχικής βίλας, δεν ξέρω τι ήταν. Πάντως, έχω την πεποίθηση πως σχετίζονταν με κάποιον ανεξήγητο και υπερφυσικό τρόπο με την τραγωδία, που διαδραματιζόταν εκείνες τις ημέρες στο σπίτι του λατρευτού μου θείου, στο Λονδίνο».
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 22/11/1928…