Ο Παυσανίας, στρατηγός των Λακεδαιμονίων στις Πλαταιές, είχε καταδικαστεί σε θάνατο από πείνα μέσα στον ναό της Αθηνάς Χαλκιοίκου, στην αρχαία Σπάρτη.
Για πολύ καιρό, το φάντασμα του Παυσανία παρουσιαζόταν μέσα στον ναό, συνοδευόμενο από θορύβους και τρομακτικούς κρότους. Το φάντασμά του εξαφανίστηκε μόνο, όταν κλήθηκε από τη Θεσσαλία ένας διάσημος ψυχαγωγός ή ιερέας, ο οποίος πιστευόταν ότι μπορούσε να συνεννοηθεί με τα πνεύματα. Κάτι ανάλογο, άλλωστε, αναφερόταν και για τον Περσέα, ο οποίος επί μακρόν διάστημα ενέσπειρε τον τρόμο με το φάντασμά του.
Ο φιλόσοφος Αθηνόδωρος ο Σάνδωνος είχε αγοράσει ένα σπίτι στην πόλη των Αθηνών. Την πρώτη του νύχτα, ενώ μελετούσε, όπως συνήθιζε να κάνει τα βράδια, άκουσε έναν θόρυβο, ο οποίος έμοιαζε με συρόμενη βαριά αλυσίδα. Γύρισε ανύποπτος και είδε με κατάπληξη έναν γέροντα με θλιμμένο ύφος, σιδηροδέσμιο, ο οποίος τον πλησίασε και του έγνεψε να τον ακολουθήσει. Κάθε άλλος στη θέση του θα είχε λιποθυμήσει από τον τρόμο, αλλά ο Αθηνόδωρος σηκώθηκε ψύχραιμα και τον ακολούθησε. Ο σιδηροδέσμιος γέροντας τον οδήγησε στην αυλή του σπιτιού, έδειξε με το αποστεωμένο χέρι του ένα σημείο στο έδαφος και κατόπιν, χάθηκε από τα μάτια του.
Την επόμενη ημέρα, ο Αθηνόδωρος διηγήθηκε το περιστατικό στους δικαστές, οι οποίοι ανέσκαψαν το υποδειχθέν σημείο στην αυλή και εντόπισαν έναν ανθρώπινο σκελετό δεμένο με αλυσίδες. Όταν ο σκελετός τάφηκε στο νεκροταφείο της πόλης, το φάντασμα έπαψε πια να στοιχειώνει το σπίτι του φιλόσοφου.
Συνήθως, σύμφωνα με μια διαδεδομένη θεωρία, οι ψυχές των δολοφονημένων και εκείνων που αυτοκτόνησαν, παραμένουν στον τόπο που πέθαναν, προξενώντας παράδοξους θορύβους και μετακινώντας συχνά αλυσίδες. Οι ψυχές των κλεφτών και των παιδιών τους, οι οποίοι απόλαυσαν τον κακώς αποκτηθέντα πλούτο, επισκέπτονται κάθε νύχτα τις οικίες των θυμάτων τους και δεν ησυχάζουν, εάν δε διορθωθεί το κακό, που προκάλεσαν. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους ιερείς, οι οποίοι καταχράστηκαν τη θέση και το αξίωμά τους.
Σχετικώς είχε γίνει πολύς θόρυβος στην Αγγλία για τη βασιλική έπαυλη του Whitehall. Μετά την καρατόμηση του Βασιλιά Charles I, ο Oliver Cromwell απέστειλε στο παλάτι επιτρόπους, οι οποίοι διανυκτέρευσαν δεκαπέντε συνεχόμενες νύχτες και καταλήφθηκαν από τρόμο. Κάθε νύχτα άκουγαν υπόκωφους θορύβους και άγριους κρότους, ενώ συντελούνταν πρωτόγνωροι λιθοβολισμοί με καυτές πέτρες, που έπεφταν μέσα και στα πιο απομονωμένα δωμάτια. Τα κρεβάτια ανυψώνονταν, τα τραπέζια ανατρέπονταν και τα καθίσματα εκσφενδονίζονταν. Όλοι υπέθεταν ότι το φάντασμα του καρατομημένου Βασιλιά ήταν υπεύθυνο για εκείνον τον αδυσώπητο ορυμαγδό.
Σε μια άλλη περίπτωση, ένας κύριος ονόματι Μ.Β. είχε μεταβεί να εγκατασταθεί σε μια πόλη της Σκωτίας. Εκεί αγόρασε ένα σπίτι και έβαλε ένα συνεργείο εργατών να κάνει τις απαραίτητες επιδιορθώσεις. Από την πρώτη κιόλας μέρα, παρατήρησε ότι οι εργάτες αρνούνταν να μένουν μέχρι αργά και πριν σκοτεινιάσει, έσπευδαν να φύγουν. Το όλο πράγμα του έκανε εντύπωση, αλλά δεν έδωσε μεγάλη σημασία.
Μια νύχτα, όμως, η σύζυγός του πετάχτηκε αναστατωμένη από τον ύπνο της, γιατί άκουγε ένα ήχο, που έμοιαζε με επιθανάτιο ρόγχο. Μια άλλη νύχτα, ξύπνησε και πάλι αιφνιδίως και είδε μια σκιά μέσα σ’ ένα φωτεινό νέφος.
Τέλος, μια άλλη φορά και οι δυο σύζυγοι αντιλήφθηκαν ανθρώπινα βήματα και λυγμούς δακρύων, οι οποίοι συνεχίστηκαν για όλη εκείνη τη νύχτα και ολόκληρη την επόμενη ημέρα. Οι υπηρέτες του σπιτιού ζητούσαν να εγκαταλείψουν τη στοιχειωμένη εστία με κάθε τρόπο. Κατόπιν, η σύζυγος άκουσε δυο μυστηριώδεις φωνές να συζητούν μεταξύ τους και τελικά, είδε το φάντασμα μιας γυναίκας, που φορούσε ένα γκρίζο φόρεμα.
Το ζεύγος πληροφορήθηκε εκ των υστέρων ότι οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες είχαν βιώσει μια τραγική και ολέθρια ιστορία, αφού ο άντρας είχε δολοφονήσει με αγριότητα τη σύζυγό του μέσα σε εκείνους τους τοίχους.
Επίσης, το 1860, στον Πύργο του Λονδίνου, από το κελί όπου φυλάσσονταν τα κοσμήματα και οι θησαυροί του Βρετανικού Στρέμματος και όπου είχαν άλλοτε εγκλείσει τη Βασίλισσα της Αγγλίας, Anne Boleyn, εθεάθη να εξέρχεται ένα παράδοξο φάντασμα υπό τη μορφή άρκτου. Στη φρικώδη θέα του, ο φρουρός του Πύργου πέθανε από συγκοπή.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 14/02/1938…