Τον Δεκέμβριο του 1959, μια αλλόκοτη είδηση συγκλόνισε τους κατοίκους του Λονδίνου, άλλοτε προκαλώντας μειδιάματα κι άλλοτε σοβαρό προβληματισμό. Πάντως, πρωτοστατούσε στις μεταξύ τους συζητήσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η μικρούλα Τζίνετ Τόμσον, ηλικίας μόλις τριών ετών, ζούσε σ’ ένα στοιχειωμένο σπίτι της αγγλικής πρωτεύουσας, αλλά δεν ένιωθε κανέναν απολύτως φόβο, καθώς προστατευόταν από έναν νεκρό, όπως τουλάχιστον ισχυριζόταν, με απαράμιλλη παρρησία και αφοπλιστική ειλικρίνεια, η μητέρα του κοριτσιού.
Στη δημοσιότητα δόθηκε, μάλιστα, και φωτογραφία του προστατευτικού φαντάσματος, το πρόσωπο του οποίου διακρινόταν ξεκάθαρα στη δεξιά τσέπη του παντελονιού, που φορούσε η χαριτωμένη μικρούλα.
Η μητέρα του τρίχρονου κοριτσιού πίστευε ότι ο αδερφός της, ο οποίος είχε πεθάνει λίγο καιρό νωρίτερα, σε ηλικία 35 ετών και ο οποίος υπεραγαπούσε την ανιψιά του, ήταν το φάντασμα που στοίχειωνε την κατοικία τους και που άπλωνε τις υπερφυσικές φτερούγες του από το υπερπέραν, ώστε να προφυλάσσει το κοριτσάκι από κάθε κακό.
Ακόμα, η μητέρα διαβεβαίωνε πως η μορφή που απεικονιζόταν συχνά στα ρούχα του παιδιού, έμοιαζε καταπληκτικά με τον νεκρό αδερφό της!
Επιπλέον, χωρίς κανέναν ενδοιασμό ή φόβο, δήλωσε στους δημοσιογράφους πως το σπίτι τους ήταν «ασφαλώς στοιχειωμένο». Συμπλήρωσε, ακόμη, πως από την πρώτη στιγμή που το κατοίκησαν, άσχημα πράγματα άρχισαν να τους συμβαίνουν. Άλλωστε, ο αδερφός της πέθανε εκεί μέσα και ύστερα από αυτό το θλιβερό γεγονός, η μία ασθένεια διαδεχόταν την επόμενη.
Τις νύχτες, ισχυριζόταν η κυρία Τόμσον, ακούγονταν μυστηριώδη βήματα και ανεξιχνίαστοι ήχοι, ενώ πόρτες έκλειναν με εκκωφαντικό θόρυβο. Μάλιστα, ένα βράδυ που η οικογένεια καθόταν στο σαλόνι, βρήκαν όλες τις πόρτες των δωματίων κλειδωμένες από μέσα, χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν το πώς.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», στις 06/12/1959…