«Γιατί μου πήρες την κούκλα μου;» ρωτούσε διαρκώς και με παράπονο η μικρούλα Κάρολ Άνταμς, μόλις τριών ετών, μέσα στον ύπνο της.
Η μητέρα της, Κριστίν Άνταμς, την κοίταξε αποσβολωμένη, επειδή η κορούλα της κοιμόταν βαριά την ώρα που μιλούσε και επειδή δεν υπήρχε καμιά κούκλα εκεί κοντά και επειδή – το σπουδαιότερο όλων – η Κάρολ μιλούσε εδώ και μέρες με την πεθαμένη της αδερφή, την Τρέισι.
Το φαινόμενο αυτό, που ταλάνιζε έντονα τους επιστημονικούς κύκλους στην Αγγλία εκείνη τη περίοδο, παρέμενε ανεξήγητο. Οι γονείς της μικρής Κάρολ δεν ήξεραν τι να σκεφτούν. Μερικές φορές η μικρούλα, καθώς κοιμόταν, ξεκινούσε έναν πραγματικό διάλογο:
Ποια είσαι εσύ; ρωτούσε ξαφνικά.
Και ευθύς, με ανατριχιαστικά αλλαγμένη φωνή, που θύμιζε απολύτως τη φωνή της νεκρής Τρέισι, απαντούσε:
Μα, είμαι η Τρέισι. Δε με γνωρίζεις;
Η Τρέισι είχε πεθάνει δύο χρόνια νωρίτερα και η τριετής Κάρολ ήταν αδύνατον να τη θυμάται. Το δύστυχο κοριτσάκι είχε πέσει θύμα οδικού δυστυχήματος. Την είχε χτυπήσει θανάσιμα ένα μοτοποδήλατο, καθώς εκείνη έπαιζε αμέριμνα στο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι της.
Στα παραμιλητά της Κάρολ, η φωνή της Τρέισι ανέφερε συχνά την κούκλα της, τη Σάλλυ, με την οποία έπαιζε τη στιγμή του τραγικού δυστυχήματος, που της στέρησε τη ζωή. Η Τρέισι, τις τελευταίες στιγμές της, παρακαλούσε τους γονείς της να περιμαζέψουν από τον δρόμο τη σπασμένη κούκλα της. Έτσι, κάθε τόσο, η Κάρολ, με το ίδιο παράπονο στη φωνή, επαναλάμβανε συνεχώς τη στερνή παράκληση της νεκρής αδελφούλας της.
Επιπλέον, στο σπίτι της οικογένειας, το παραμιλητό της Κάρολ δεν αποτελούσε το μοναδικό μυστήριο. Πόρτες άνοιγαν από μόνες τους, παιχνίδια σκορπίζονταν χωρίς να τα αγγίξει κανείς και γενικά, μια μυστηριώδης παρουσία ήταν σαν να γέμιζε το μικρό διαμέρισμα. Τα βράδια, τα φώτα τρεμόπαιζαν, δίχως να πειράξει κανείς τους διακόπτες.
Στην αρχή, οι γονείς της Κάρολ ζήτησαν τη βοήθεια του Πάστορα της ενορίας τους, που ήρθε με σκοπό να εξετάσει την περίεργη κατάσταση. Είχε φέρει μαζί του κι έναν σταυρό, για να εξορκίσει το Κακό. Η Κάρολ, μόλις είδε το ιερό σύμβολο, καταλήφθηκε από ολοκληρωτικό τρόμο, πισωπάτησε και στο τέλος, έπεσε λιπόθυμη.
Τότε πια, επενέβη ο πατέρας της, ο Τέρενς Άνταμς, που σοκαρίστηκε, όταν είδε το μικρό του κοριτσάκι σε αυτή την κατάσταση και έτσι, κάλεσε τον γιατρό. Ο γιατρός, όμως, αφού εξέτασε το εξασθενημένο παιδί, δεν εντόπισε καμία απολύτως οργανική πάθηση και δε διαπίστωσε κανένα παθολογικό αίτιο.
Παρόλα αυτά, τα παράξενα και φοβερά γεγονότα συνεχίζονταν αμείωτα, ειδικά τις νύχτες. Μόλις η Κάρολ αποκοιμιόταν, άρχιζε ο μεταφυσικός εκείνος διάλογος, που συχνά κατέληγε σε καυγά και σε κλάματα. Οι γονείς της πότε νόμιζαν ότι μιλούσε και έκλαιγε η Κάρολ και πότε η νεκρή αδερφή της.
Η μητέρα κατέληξε να πάθει νευρικό κλονισμό και πίστευε πλέον πεισματικά ότι η πεθαμένη της κορούλα επιζητούσε να έρθει σε επαφή με τους γονείς της μέσω της Κάρολ, την οποία και χρησιμοποιούσε ως μέντιουμ. Η ισχυρή της αυτή πεποίθηση την είχε κάνει να παρακολουθεί κάθε νύχτα με φρενήρη επιμονή την κοιμωμένη κόρη της και να προσπαθεί να παρέμβει στον ιδιότυπο διάλογο, που εκτυλισσόταν ενώπιόν της, χωρίς, όμως, να το κατορθώνει.
Μάλιστα, ένας ψυχολόγος, στον οποίο είχε αποτανθεί ο ανήσυχος πατέρας, συνέστησε να μαγνητοφωνήσουν τα παραμιλητά της τρίχρονης Κάρολ, ώστε να χρησιμεύσουν ως στοιχεία σε μια ψυχαναλυτική προσπάθεια.
Με τον τρόπο αυτό, οι γονείς της Κάρολ προσπαθούσαν απεγνωσμένα να αποκρυπτογραφήσουν τα παράξενα φαινόμενα, που διαδραματίζονταν στο σπίτι τους και ήταν ολοφάνερο πως ταλαιπωρούσαν το κοριτσάκι τους.
Εκείνη την περίοδο, είχε ξεκινήσει μια συντονισμένη προσπάθεια ειδικών επιστημόνων, με σκοπό να εμβαθύνουν στο μυαλό του κοριτσιού, ρίχνοντας φως στον τόσο σκοτεινό κόσμο της παιδικής ψυχολογίας και να εντοπίσουν τη ρίζα των ανεξήγητων γεγονότων, που έμοιαζαν εξόχως μεταφυσικά.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ», στις 30/01/1970…