Το Volkswagen Group θα επενδύσει 33 δισ. ευρώ στην ηλεκτροκίνηση μέχρι το 2024 προκειμένου να συμβάλει στην καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Το γκρουπ θεωρεί ότι είναι μία από τις σημαντικότερες παγκόσμιες προκλήσεις και έχει δεσμευτεί στη Συμφωνία του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή για ουδέτερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα όσον αφορά στο CO₂, έως το 2050.
Η εστίαση στην ηλεκτροκίνηση συμβάλλει θετικά στις παραπάνω δεσμεύσεις, καθώς το ηλεκτρικό αυτοκίνητο με μπαταρία έχει την καλύτερη περιβαλλοντική συμπεριφορά ανάμεσα σε όλους τους τύπους αυτοκίνησης. Αυτό είναι αποτέλεσμα μεγάλου αριθμού επιστημονικών μελετών στη Γερμανία, μεταξύ άλλων του Ινστιτούτου Fraunhofer, του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Περιβάλλοντος και της «δεξαμενής σκέψης» Agora Verkehrswende.
Το Volkswagen Group έχει σκοπό να γίνει ο παγκόσμιος ηγέτης στην ηλεκτροκίνηση τα επόμενα χρόνια και επενδύει συνολικά 33 δισεκατομμύρια ευρώ για την επίτευξη αυτού του στόχου, έως το τέλος του 2024, με τη Volkswagen στην πρωτοκαθεδρία. Μέχρι το 2029, το Group θα κυκλοφορήσει έως 75 καθαρά ηλεκτρικά μοντέλα και θα έχει διαθέσει στην αγορά συνολικά 26 εκατομμύρια ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Η τεχνική και οικονομική ραχοκοκαλιά της ηλεκτρικής επίθεσης του Volkswagen Group είναι η αρθρωτή πλατφόρμα για την ηλεκτροκίνηση (MEB – Modularer E-Antriebs Baukasten). Περίπου 20 εκατομμύρια ηλεκτρικά οχήματα του Group που έχουν προγραμματιστεί έως το 2029, θα βασιστούν σε αυτή. Η συγκεκριμένη αρχιτεκτονική, ειδικά σχεδιασμένη για ηλεκτρικά κινητήρια συστήματα, προσφέρει μεγάλη αυτονομία έως 550 χιλιόμετρα, άφθονους εσωτερικούς χώρους και εξαιρετικό βαθμό ενεργειακής απόδοσης.
Το ID.3 είναι το πρώτο ηλεκτρικό αυτοκίνητο που βασίζεται στην MEB, με το ID.4, το πρώτο καθαρά ηλεκτρικό SUV της Volkswagen, να ακολουθεί τους επόμενους μήνες. Και τα δύο οχήματα θα παραδίδονται με ουδέτερο κλιματικά ισοζύγιο ως προς το CO₂. Σε παγκόσμιο επίπεδο, έως το 2022, η Volkswagen θα μετατρέψει οκτώ εργοστάσιά της για την παραγωγή οχημάτων βασισμένων στην MEB.
Για την οικογένεια μοντέλων ID., η Volkswagen επικεντρώνεται σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής του ηλεκτρικού αυτοκινήτου - από την εξόρυξη πρώτων υλών έως την παραγωγή και την ανακύκλωση.
Η εταιρεία ακολουθεί μια σαφή αρχή: όπου είναι δυνατόν, αποφεύγονται οι εκπομπές CO₂. Εάν αυτό δεν είναι πλήρως εφικτό, οι εκπομπές μειώνονται όσο το δυνατόν περισσότερο. Οι εκπομπές που δεν μπορούν να αποφευχθούν επί του παρόντος, αντισταθμίζονται από επενδύσεις σε έργα προστασίας του κλίματος.
Όσον αφορά δε στη διάρκεια ζωής ενός μοντέλου ID., η Volkswagen προσφέρει πολλές ευκαιρίες για φόρτιση του ηλεκτρικού αυτοκινήτου με φιλική προς το κλίμα ηλεκτρική ενέργεια. Για παράδειγμα, στη Γερμανία, για φόρτιση στο σπίτι υπάρχει το δίκτυο Volkswagen Naturstrom. Για κάθε κιλοβατώρα που καταναλώνει ο πελάτης, η ίδια ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές όπως η αιολική, η ηλιακή ή η υδροηλεκτρική ενέργεια, τροφοδοτείται πίσω στο δίκτυο. Επί του παρόντος, το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας προέρχεται από υδροηλεκτρικούς σταθμούς στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία.
Αλλά και σε επίπεδο παραγωγής, η Volkswagen μειώνει διαρκώς το οικολογικό της αποτύπωμα. Το εργοστάσιο ηλεκτρικών οχημάτων του Zwickau, όπου κατασκευάζονται τα ID.3 και ID.4, είναι ένας από τους πρωτοπόρους στον τομέα αυτό: χρησιμοποιεί αποκλειστικά εξωτερικά πιστοποιημένη ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.
Διαθέτει επίσης μία πολύ αποδοτική μονάδα παραγωγής θερμικής ενέργειας, που είναι σε θέση να λειτουργεί με αέριο ουδέτερο ως προς το CO₂. Τα κτίρια και τα συστήματα βελτιστοποιούνται συνεχώς για ενεργειακή απόδοση, για παράδειγμα με τη χρήση ανεμιστήρων και αντλιών ελεγχόμενων μέσω συχνοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο, οι απαιτήσεις ηλεκτρικής ενέργειας, νερού και θερμότητας, μειώνονται συνεχώς.
Πράσινη ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιείται επίσης στην παραγωγή μπαταριών από τους προμηθευτές, όπου οι απαιτήσεις σε ενέργεια είναι μεγάλες. Από την 1η Ιουλίου 2019, η Volkswagen ελέγχει τους προμηθευτές της σύμφωνα με μια παγκόσμια βαθμολογία αειφορίας. Το 2019, η έρευνα συμπεριέλαβε περίπου 12.000 προμηθευτές και πραγματοποιήθηκαν σχεδόν 1.300 έλεγχοι αειφορίας.