Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε ένα ωραιότατο σπίτι, στο οποίο, όμως, δεν τολμούσε να κατοικήσει κανείς, εξαιτίας ενός φαντάσματος, που έβγαινε τη νύχτα, το στοίχειωνε, αλλά χαλούσε συνάμα και την ομορφιά του χώρου.
Όταν ο φιλόσοφος Αθηνόδωρος ο Σάνδωνος έφτασε στην Αθήνα, είδε το ακατοίκητο σπίτι, εντυπωσιάστηκε από το σχέδιό του και το αγόρασε, χωρίς να δειλιάσει καθόλου για τα θρυλούμενα.
Την πρώτη του νυχτιά, στο ωραίο και καινούριο σπιτικό του, καθώς καταγινόταν με το γράψιμο, άκουσε ξαφνικά έναν τρομαχτικό ορυμαγδό, προερχόμενο από βαρύτατες αλυσίδες, που κροτάλιζαν με πάταγο καταγής. Συγχρόνως, είδε έναν γέροντα με απαίσια όψη, φορτωμένο με σίδερα, να τον πλησιάζει απειλητικά.
Ο Αθηνόδωρος, ατάραχος, συνέχιζε το γράψιμό του. Το φριχτό φάντασμα τού έγνευσε δεσποτικά να τον ακολουθήσει. Ο φιλόσοφος, με μια πρωτοφανή ηρεμία, έγνευσε με τη σειρά του στην άυλη οντότητα να περιμένει μια στιγμή και συνέχισε απρόσκοπτα τη συγγραφή του κειμένου του.
Το φάντασμα του κακόσχημου γέροντα αγρίεψε από την αδιαφορία του νέου ιδιοκτήτη. Πλησίασε ακόμα πιο κοντά και κλυδώνισε τις ασήκωτες αλυσίδες του, προκαλώντας μια βάναυση θηριωδία στριγκών ήχων. Τότε, ο Αθηνόδωρος, ενοχλημένος που διεκόπη η εργασία του, αποφάσισε να ακολουθήσει το φάντασμα, για να γλιτώσει μιαν ώρα αρχύτερα από τον θορυβώδη και φορτικό νυχτερινό επισκέπτη του.
Έτσι, ο φιλόσοφος άρπαξε ανόρεχτα τη λυχνία του και το φάντασμα τον οδήγησε στην αυλή, όπου χάθηκε εντελώς ξαφνικά από εμπρός του, μπαίνοντας μέσα στη γη.
Ο Αθηνόδωρος, χωρίς να σκιαχτεί ή να κιοτέψει, ξερίζωσε μια χούφτα αλόη, που φυόταν στο σημείο, όπου εξαφανίστηκε ο γέροντας, ώστε να θυμάται την ακριβή θέση. Έπειτα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα το διαφορετικό ή το ανησυχητικό, συνέχισε τη συγγραφή του έργου του.
Την άλλη μέρα, ο στωικός φιλόσοφος Αθηνόδωρος γνωστοποίησε στους άρχοντες της πόλης τα συμβάντα. Έψαξαν στο υποδειχθέν μέρος και βρήκαν, σε τρία μέτρα βάθος, τα κόκαλα ενός πτώματος, φορτωμένου με αλυσίδες.
Αφού το έθαψαν με τις πρέπουσες ιερατικές ευχές, το σπίτι έμεινε ήσυχο και το φάντασμα δεν ξαναφάνηκε ποτέ.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 01/11/1925…