Ο αδερφός του κυρίου Μπ., ο Νότης, συνήλθε από την ξαφνική λιποθυμία του. Όμως, δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να ενθυμηθεί τι την είχε προξενήσει. Αυτό που παρατήρησαν όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ήταν κάτι που δε γινόταν να περάσει απαρατήρητο από κανέναν! Ο θείος ήταν πλέον μια σπιθαμή κοντότερος. Είχε συρρικνωθεί μέσα σ’ ένα κατακίτρινο, σταφιδιασμένο δέρμα!
-Απίστευτο… Αδιανόητο… Πώς γίνονται τέτοια πράγματα; έλεγαν μεταξύ τους, κοιτώντας τον θείο Νότη, που είχε χάσει αρκετά εκατοστά από το ανάστημά του.
Επίσης, μετά από υπεράνθρωπες προσπάθειες κατάφεραν να επαναφέρουν στις αισθήσεις της και τη θεία Ειρήνη, που ούτε κι εκείνη μπορούσε να ανακαλέσει από τη σαστισμένη μνήμη της τα γεγονότα, που οδήγησαν στην κατάρρευσή της.
-Μα, τι συνέβη, θεία; Θυμάσαι να μας πεις;
-Το μόνο που ξέρω να σας πω είναι ότι ένα μαύρο πράγμα εισέβαλε, με ένα ζωώδες σάλτο, μες στο δωμάτιό μας κι ύστερα, όλα σκοτείνιασαν…
Από εκείνη την αποφράδα μέρα κι έπειτα, η θεία αρρώστησε από μια παράξενη ασθένεια, που ούτε όνομα δεν είχε, κατά τους γιατρούς που την επισκέφτηκαν, ανάμεσά τους και διάσημοι καθηγητές. Κανένας τους δε διέγνωσε το είδος της ασθένειας κι επομένως, δεν υπήρχε δυνατότητα θεραπείας. Πάντως, η θεία Ειρήνη δεν είχε όρεξη για φαγητό, δεν ένιωθε ανάγκη για ύπνο και ο κόσμος της φαινόταν μισητός.
Οι νύχτες είχαν αγριέψει ακόμα πιο πολύ και το σπίτι είχε παραδοθεί συθέμελα στην αγκαλιά του σκότους. Είχε πλέον μετατραπεί ολότελα στο λημέρι του Διαβόλου. Οι ένοικοί του, αποκαρδιωμένοι, εξαντλημένοι, άυπνοι, κατατρομαγμένοι, με ένα μόνιμο τρέμουλο στα μέλη τους, με νεύρα τεντωμένα, ειδοποίησαν τον ιδιοκτήτη ότι θα το εγκατέλειπαν σύντομα.
Παράλληλα, η κατάσταση της υγείας της θείας Ειρήνης ήταν τραγική. Έμοιαζε να λιώνει, να βυθίζεται στην απελπισία κάθε μέρα όλο και πιο πολύ, ενώ κάθε της κίνηση και κάθε της λόγος ήταν μεστός από κακία, μίσος και χολή. Σε λιγότερο από έναν μήνα, τη βρήκαν νεκρή.
Τον τελευταίο καιρό, κανένα φως δεν έμενε στο σπίτι αναμμένο. Κατανάλωναν στοίβες από σπίρτα, μέχρι να καταφέρουν να ανάψουν μια λάμπα ή ένα κερί. Κι όταν το κατόρθωναν με πολύ μόχθο κι εκνευρισμό, ξαφνικές ριπές ψυχρού αέρα το έσβηναν αμέσως.
Αντίθετα, άλλες στιγμές το σπίτι λαμποκοπούσε ολόκληρο, μέχρι του σημείου που όλα γίνονταν άσπρα και ξεθωριασμένα, ενώ τα μάτια πονούσαν από την αινιγματική φωτοχυσία και τον απόκοσμο καταυγασμό, σαν να είχε πυρακτωθεί από μια πάλλευκη φωτιά.
Μια νύχτα, άκουσαν όλοι τους καθαρά έναν άγριο καβγά και τους φάνηκε πως κάποιος σκοτώθηκε από τουφεκιές. Αναστάτωσαν όλο το σπίτι, μα μάταια… Τίποτα δε βρέθηκε…
Τα μέλη της οικογένειας του κυρίου Μπ. είχαν βρει καινούρια οικία για να μετακομίσουν και ετοιμάζονταν με ανείπωτη χαρά να φύγουν από το καταχθόνιο σπίτι της οδού Μαυρομιχάλη. Από το προηγούμενο βράδυ, όλα τα υπάρχοντα τους ήταν τακτοποιημένα, έτοιμα να μεταφερθούν στον νέο προορισμό.
Μα, εκείνη η στερνή τους νύχτα ήταν η πιο θορυβώδης που είχαν βιώσει. Τριγμοί, συρσίματα, κρότοι, βηματισμοί, τρεχαλητά, αλυσίδες και εκσφενδονισμοί… Αναστεναγμοί, μουγκρητά, ουρλιαχτά και κρύο… Προπαντός, πολύ κρύο… Το ξημέρωμα τα βρήκαν όλα ανάστατα κι έτσι, αναγκάστηκαν να ξαναπακετάρουν τα πάντα απ’ την αρχή.
Την τελευταία στιγμή της μετακόμισης, οι αχθοφόροι αμαξηλάτες είχαν λησμονήσει ένα κιβώτιο στο υπόγειο του σπιτιού. Έτσι, δύο από αυτούς κατέβηκαν για να το πάρουν. Ενώ ήταν μικρό και πανάλαφρο, τους ήταν αδύνατο να το σηκώσουν. Κοιτούσε ο ένας τον άλλο με έκπληξη. Πάλευαν, ίδρωναν, μα το κιβώτιο ούτε που κουνήθηκε απ’ τη θέση του. Βλασφήμησαν επανειλημμένως απ’ τον θυμό τους, αλλά το κιβώτιο έμοιαζε καρφωμένο στο πάτωμα.
Ξάφνου, είδαν μέσα απ’ τον τοίχο τη σκιά μιας μαυροντυμένης γυναίκας να ξεπετάγεται και να τους πλησιάζει απειλητικά, ενώ ταυτόχρονα μειδιούσε βλοσυρά. Ο αέρας έγινε με μιας πηχτός και δύσοσμος. Άρπαξαν όπως – όπως το κουτί, που απέκτησε και πάλι το φυσιολογικό του βάρος και τσακίστηκαν στις σκάλες, μέχρι να βγουν από το καταραμένο σπίτι, για το οποίο τόσα και τόσα είχαν ακούσει να λένε στη γειτονιά.
Δύο μήνες αργότερα, ο θείος Νότης πέθανε κι αυτός από την ίδια ανομολόγητη κι ανεξήγητη ασθένεια, που παρέσυρε στον θάνατο και την αδερφή του. Δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν και μισούσε τους πάντες και τα πάντα…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», στις 06/09/1913…