Ο φίλος του κυρίου Μπ. δεν άργησε να επανέλθει στα λογικά του, να ξαναβρεί την ψυχραιμία του και να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του. Ήταν άνθρωπος οξυδερκής και έμπιστος. Όταν οι δύο φίλοι διαπίστωσαν πως το φάντασμα συνέχιζε το θορυβώδες και καταστροφικό έργο του σε άλλα δωμάτια του στοιχειωμένου σπιτιού, πετώντας αντικείμενα εδώ κι εκεί, λούφαξαν στις θέσεις τους.
Τότε, ο επισκέπτης σκέφτηκε να πραγματοποιήσουν ένα πείραμα.
-Έχω μια ιδέα!
-Δηλαδή τι;
-Να… Να δούμε αν όντως τα έπιπλα «χορεύουν» εκεί πάνω.
-Μα, αμφιβάλλεις; Δεν ακούς τι γίνεται;
-Φυσικά, αλλά νομίζω πως πρέπει να κάνουμε ένα πείραμα. Με μια κιμωλία θα σημειώσουμε στο πάτωμα, εντός κύκλου, το μέρος στο οποίο ακουμπούν τα πόδια των επίπλων. Εάν, λοιπόν, αύριο δεν είναι στις σημειωμένες θέσεις τους, τότε θα ξέρουμε πως πράγματι «χορεύουν».
-Ωραιότατη η ιδέα σου και σε συγχαίρω!
Επειδή ο κύριος Μπ. ήταν έμπορος, πάντοτε υπήρχε εύκαιρη και μια κιμωλία. Έτσι, οι δυο φίλοι σημάδεψαν τα πόδια των επίπλων. Έπειτα, πήγαν και πάλι στο καθιστικό, πήραν μια βαθιά ανάσα και περίμεναν.
Στο ταλαιπωρημένο σπίτι βασίλευε νεκρική σιγή. Μια ανατριχιαστική και συνάμα, ανησυχητική βουβαμάρα.
Ξαφνικά, ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρότος στην κουζίνα. Αμέσως, ακολούθησε η πτώση της βαριάς πιατοθήκης, βιαστικά βήματα στον διάδρομο και συγχρόνως, άνοιξαν διάπλατα και οι δυο πόρτες της μεγάλης σάλας, με έναν κρότο πρωτοφανή. Τότε, τα έπιπλα ξεκίνησαν και πάλι τον δαιμονισμένο τους χορό.
Ο κύριος Μπ. ετοιμάστηκε κάτι να πει στον φίλο του, όταν εκείνος τον διέκοψε απότομα:
-Σώπα, γιατί κάτι παράξενο ακούω…
Όντως, εκείνη τη στιγμή κάτι μπερδεμένες και ακαταλαβίστικες λέξεις ακούγονταν από το δωμάτιο της σάλας. Ακολούθησε κάτι που έμοιαζε με φιλονικία και ύστερα, σχηματίστηκε πεντακάθαρα η φράση: «Βοήθεια, πνίγομαι…»
Ο φίλος του κυρίου Μπ. ταράχτηκε τόσο πολύ, που δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Τράβηξε μηχανικά το περίστροφό του κι άρχισε να πυροβολεί σε διάφορες κατευθύνσεις, νομίζοντας ότι αντιμετώπιζε άγνωστους κακοποιούς.
Ο κρότος των πυροβολισμών αναστάτωσε ολόκληρη την οικογένεια και σχεδόν όλη τη συνοικία. Ο κύριος Μπ., φοβούμενος μήπως είχε τίποτε τρεχάματα με την Αστυνομία, έσβησε ευθύς τα φώτα του σπιτιού και καθησύχασε τη γυναίκα, τα παιδιά και τον αδερφό του.
Σε απάντηση των πυροβολισμών, αντήχησε ένα βάρβαρο κι απειλητικό μούγκρισμα, σαν πυκνόρρευστη ροή οχετού. Επιτέλους, οι δύο φίλοι, αφού έπαψαν οι μυστηριώδεις θόρυβοι, έκαναν τον σταυρό τους ευλαβικά και μπήκαν άτολμα στη μεγάλη σάλα.
Εκεί βρέθηκαν ενώπιον μιας συγκλονιστικής έκπληξης. Τα έπιπλα είχαν πράγματι μετακινηθεί, σε σημείο που είχε στοιβαχτεί το ένα πάνω στο άλλο, ενώ, προφανώς, τα σημάδια από τις κιμωλίες καταδείκνυαν πού θα έπρεπε να βρίσκονται κανονικά.
Ο φίλος του κυρίου Μπ. ήταν σίγουρος πλέον πως το σπίτι της οδού Μαυρομιχάλη ήταν στοιχειωμένο και τον συμβούλεψε να πάρει άμεσα την οικογένειά του και να φύγουν γρήγορα από τον καταραμένο εκείνο χώρο, πριν τους βρει κανένα μεγαλύτερο κακό.
Η ώρα είχε πάει κιόλας μία μετά τα μεσάνυχτα, όταν έπεσαν να κοιμηθούν.
Θα είχαν περάσει περίπου τέσσερις εφιαλτικοί μήνες από τότε που η οικογένεια του κυρίου Μπ. είχε εγκατασταθεί στη διώροφη οικία της οδού Μαυρομιχάλη. Αν και το κάθε βράδυ ήταν χειρότερο από το προηγούμενο, εκείνη η κατάσταση δεν συνηθιζόταν. Με το που έπιανε να σκοτεινιάζει, ο τρόμος κατοικοέδρευε μέσα του με μια επιβολή θανατερή.
Όμως, ένα πρωί συνέβη κάτι τόσο φριχτό, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο των δύο αδερφών του κυρίου Μπ., δηλαδή της γεροντοκόρης αδερφής του Ειρήνης και του αδερφού του Νότη.
Τα δυο αδέρφια κοιμούνταν στο ίδιο δωμάτιο. Αν και πάντοτε ξυπνούσαν νωρίς, εκείνο το πρωί δεν κατέβηκαν για πρωινό. Μόλις η ώρα πήγε εννιά, η κυρία Φανή, η σύζυγος του κυρίου Μπ., ένιωσε άξαφνα ένα κακό προαίσθημα να τη διαπερνά σε όλο της το κορμί, σαν βαθιά μαχαιριά. Τινάχτηκε επάνω και με τεράστιες δρασκελιές, βρέθηκε έξω από την πόρτα του δωματίου τους. Δίχως να χτυπήσει, όρμησε μέσα στην κάμαρα.
Είδε και τα δύο αδέρφια του άντρα της να κείτονται καταγής, ακριβώς κάτω από τα κρεβάτια τους. Σύρθηκε στο πάτωμα, βγάζοντας μια σπαρακτική κραυγή και τους έπιασε τα χέρια, που ήταν άκαμπτα και παγερά, σαν χέρια νεκρών. Οι όψεις, δε, των προσώπων τους ήταν κέρινες κι ωχρές.
-Θεέ μου! Βοήθεια! Πέθαναν… κραύγαζε με πόνο η δύστυχη γυναίκα.
Τα παιδιά της κατέφτασαν στο δωμάτιο τρομαγμένα, προσπαθώντας να συλλάβουν και να σχηματοποιήσουν στο μυαλουδάκι τους το μέγεθος της οδύνης. Ξέσπασαν σε κλάματα για τους αγαπημένους θείους τους.
Το χέρι του πεσμένου θείου Νότη για μια στιγμή σάλεψε ελαφρά. Άνοιξε αμυδρά τα βλέφαρά του, κοίταξε τριγύρω με βλέμμα χαμένο, απλανές, σβηστό κι έπειτα, σαν να συνειδητοποίησε τι είχε προηγηθεί, έβγαλε ένα άγριο κι απόκοσμο ουρλιαχτό και πετάχτηκε όρθιος, σαν κεραυνοχτυπημένος, με μάτια γουρλωμένα, έξω από τις κόγχες τους.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», στις 05/09/1913…