Ο αδερφός του κυρίου Μπ. πετάχτηκε αμέσως έξω από το δωμάτιό του πανικόβλητος, καθώς είχε ακούσει προηγουμένως τον αδερφό του να καλεί απεγνωσμένα σε βοήθεια. Μα, στον διάδρομο δεν υπήρχε ψυχή. Το μόνο πράγμα που αισθάνθηκε ήταν μια ριπή δυνατού και παγερού αέρα να περνά από δίπλα του, αγγίζοντάς τον ελαφρά. Σάστισε. Τι ήταν ετούτο πάλι;
Στο δωμάτιο του αδερφού του επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Άνοιξε επιφυλακτικά την πόρτα και διαπίστωσε πως εκείνος κοιμόταν. Άρχισε να καταβάλλεται από φόβο και χωρίς να αναστατώσει κανέναν, έτρεξε στο κρεβάτι του, όπου έμεινε άυπνος έως το ξημέρωμα. Ποιος άραγε είχε καλέσει σε βοήθεια; Ποιανού η φωνή είχε μετατραπεί σε επιθανάτιο ρόγχο;
Όσο περνούσαν οι μέρες, η κατάσταση χειροτέρευε. Κανείς τους δεν ησύχαζε τις νύχτες, μιας και συνέβαινε πότε το ένα και πότε το άλλο. Ο φόβος τους είχε κυριεύσει σε τέτοιο βαθμό, που τίποτε από την καθημερινότητά τους δεν έμοιαζε να έχει την παραμικρή σημασία.
Εν τω μεταξύ, τον Γιώργο, τον μικρό γιο της οικογένειας, τον είχαν στείλει στο σπίτι ενός θείου του, καθώς είχε υποστεί σοκ από όλα τα τρομακτικά και ανεξήγητα, που διαδραματίζονταν στο στοιχειωμένο σπίτι της οδού Μαυρομιχάλη. Ο θείος του, ο κύριος Γ. Λόγγος, όταν έμαθε από τον ανιψιό του λεπτομέρειες για τα απίστευτα φαινόμενα που είχε βιώσει το παιδί και η οικογένειά του, αποφάσισε να μην τα μοιραστεί με κανέναν, επειδή δυσκολευόταν να τα πιστέψει και να τα αποδεχτεί.
Είχε περάσει πλέον αρκετός καιρός, που στο σπίτι κάθε βράδυ επαναλαμβάνονταν τα ίδια φρικιαστικά συμβάντα και η οικογένεια είχε οριστικώς αποφασίσει την αλλαγή κατοικίας. Τούτο κατέστη αναντίρρητο και απολύτως επιβεβλημένο, όταν το φάντασμα, με τη μορφή μιας νεαρής εικοσάχρονης κοπέλας, άρχισε να απειλεί και στο τέλος, να χειροδικεί εναντίον των δύσμοιρων ενοίκων.
Μάλιστα, ένα βράδυ που η κακοκαιρία μαστίγωνε την πόλη, η οικογένεια του κυρίου Μπ. έπεσε από νωρίς να κοιμηθεί. Κατά τις έντεκα, όμως, το σπίτι φόρεσε και πάλι το διαβολικό του προσωπείο. Αλυσίδες, βρόντοι, ξεροί κρότοι, θραύσεις γυαλικών, ανοιγοκλεισίματα θυρών, μετακινήσεις επίπλων, εκσφενδονισμοί αντικειμένων, μέσα σε ένα αλλόφρον πανδαιμόνιο άλλοτε αξιολύπητων θρήνων και άλλοτε σαρκαστικών γελώτων.
Ξάφνου, γοερές γυναικείες κραυγές τους πέταξαν όλους ξανά όρθιους από τα κρεβάτια τους, αναμαλλιασμένους και κοψοχολιασμένους. Ο κύριος Μπ., σαν να μην άντεχε άλλο αυτό το μαρτύριο, βρήκε το κουράγιο, ξαφνιάζοντας ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό και πήγε και στάθηκε μες στη μέση του διαδρόμου, αναζητώντας το φάντασμα.
Ακριβώς έξω από την κρεβατοκάμαρά του, είδε το ειδεχθέστερο θέαμα της ζωής του. Μια νεαρή γυναίκα, με κατάλευκα φορέματα, περπατούσε με το κεφάλι μισοκομμένο, ενώ από τον λαιμό της κυλούσαν αίματα. Ο κύριος Μπ. ένιωσε τα δόντια του να κροταλίζουν απ’ τον τρόμο. Μα, δεν άντεχε πια την παρατεταμένη φρίκη και ρώτησε δυνατά:
-Μα, επιτέλους! Τι γυρεύεις πια σ’ αυτό το σπίτι;
-Εσένα θέλω…, αποκρίθηκε με βραχνή φωνή η υπερφυσική οπτασία.
Ευθύς, το πάλλευκο φάντασμα εξαφανίστηκε μέσα σε μια δίνη από ατμό. Ήταν τόσο απότομη και βίαιη η απάντηση που έλαβε ο κύριος Μπ., ώστε έτρεξε να βρει καταφύγιο στο δωμάτιό του. Με το που διάβηκε την πόρτα, όμως, έλαβε ένα ισχυρό ράπισμα από ένα αόρατο, ατσαλένιο χέρι.
Τα λόγια δεν μπορούσαν να περιγράψουν το καθολικό συναίσθημα του πανικού, του ειλικρινούς τρόμου, της αυθεντικής αγωνίας όλων των μελών της οικογένειας, που φάνταζαν αδύναμοι και παραδομένοι στο σκότος. Τότε, άκουσαν όλοι τους ένα ατελεύτητο ανεβοκατέβασμα της σκάλας πάνω – κάτω, με ταχύτητα εξωφρενική, με χτύπους, με άγρια πηδήματα σαν αλαφιασμένα ποδοβολητά, που νόμιζε κανείς ότι χίλιοι άνθρωποι προσπαθούσαν να ανεβούν, ενώ άλλοι χίλιοι προσπαθούσαν να κατεβούν.
Όταν, όμως, το ρολόι σήμανε μία μετά τα μεσάνυχτα, ο μανιασμένος θόρυβος κατέπαυσε και το σπίτι ξαναβρήκε τη γαλήνη.
Μια μέρα ήρθε ένας στενό φίλος του κυρίου Μπ, ο οποίος, κατόπιν προσκλήσεως, θα φιλοξενούνταν στο σπίτι της οδού Μαυρομιχάλη. Μετά το βραδινό φαγητό, οι δυο φίλοι έμειναν μόνοι και συζητούσαν. Τότε, ο κύριος Μπ. του εκμυστηρεύτηκε τα παράδοξα γεγονότα, που τους βασάνιζαν κάθε νύχτα, μα ο επισκέπτης δεν πείστηκε. Έτσι, ο κύριος Μπ. του πρότεινε να μείνει άγρυπνος έως τα μεσάνυχτα, για να το διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια.
Το ενδιαφέρον του φίλου του εξήρθη. Πρότεινε στον κύριο Μπ. να μείνουν ξάγρυπνοι μέσα στη μεγάλη σάλα, με κλειστά τα φώτα, περιμένοντας το φάντασμα να παρουσιαστεί.
Γύρω στις έντεκα, άρχισαν να τρίζουν και κατόπιν, να σπάνε τα πιάτα της κουζίνας. Σε λίγο, τα έπιπλα σύρονταν, μετακινούνταν και αιωρούνταν. Η σφαλιστή πόρτα του σαλονιού άνοιξε απότομα.
Ο επισκέπτης σηκώθηκε να την κλείσει, μα η πόρτα έστεκε ακίνητη και ακλόνητη από τις κοπιαστικές καταβαλλόμενες δυνάμεις του. Τελικά, απελπίστηκε και γύρισε στη θέση του. Τότε, η πόρτα έκλεισε από μόνη της, με έναν βροντερό πάταγο, ενώ ο επισκέπτης έλαβε δυο ηχηρότατα ραπίσματα στο πρόσωπο.
Κάτωχρος και ανατριχιασμένος από τον οδυνηρό φόβο, έστρεψε το έκπληκτο βλέμμα του προς τον φίλο του, τον κύριο Μπ., για να βρει παρηγοριά, καθώς νόμιζε ότι έχανε τα λογικά του. Πράγματι, ο κύριος Μπ. έσπευσε να τον καθησυχάσει.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», στις 04/09/1913…