Στο news-on.net παρεχουμε Ειδήσεις και σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

Το στοιχειωμένο σπίτι της οδού Μαυρομιχάλη, στην Αθήνα του 1913 (Μέρος Β)…

Στο στοιχειωμένο σπίτι της οδού Μαυρομιχάλη, τα μέλη της οικογένειας Μπ. ήταν ανάστατα από τα γεγονότα που προηγήθηκαν. Όμως, η εξάντλησή τους από το ταξίδι και τη μετακόμιση νίκησε τον αρχικό τους φόβο και τους οδήγησε και πάλι στις κλίνες τους. Άλλωστε, είχαν ήδη ψάξει κάθε γωνιά του σπιτιού και δεν είχαν εντοπίσει την πηγή των παράξενων θορύβων.

Μετά από λίγο, μέσα στους τέσσερις τοίχους δεν ακουγόταν τίποτε άλλο, παρά ο βαρύς ανασασμός των επτά κοιμώμενων ατόμων. Το ρολόι κόντευε να σημάνει ακριβώς μεσάνυχτα, όταν περίεργα φαινόμενα και εξόχως καταπληκτικά άρχισαν να συμβαίνουν εκ νέου, που ξύπνησαν για άλλη μια φορά τους πάντες.

Ένας χτύπος ρυθμικός και συνάμα μεταλλικός άρχισε να αναδύεται σιγά – σιγά από το υπόγειο του σπιτιού. Ακολούθως, ακούστηκε στο μαγειρείο και αφού δυνάμωσε αρκετά, μετέβαλε τη ρυθμικότητά του σε ένα αργόσυρτο τράβηγμα αλυσίδων, οι οποίες ακούγονταν σαν να ανεβοκατέβαιναν με δυνατό γδούπο. Τέλος, στο επάνω πάτωμα ακούστηκε ένας βροντερός θόρυβος, σαν να τοποθετήθηκαν όλες οι αλυσίδες σε ένα δωμάτιο με μιας.

-Μαμά… μαμά… σήκω! Κάτι παράξενο ακούγεται, φώναξε με έκδηλο τρόμο ο μικρός γιος.
-Τι είναι; Τι συμβαίνει; ρώτησε ταραγμένη η μητέρα του, η κυρία Φανή.
-Ακούω εδώ και ώρα να τραβάει κάποιος αλυσίδες.
-Αλυσίδες; Μα, τι λες; Κοιμήσου, σε παρακαλώ, είπε η μητέρα του.
-Όχι, μαμά, φοβάμαι. Οι αλυσίδες ακούγονται από το δωμάτιο, που θέλουμε να το κάνουμε γραφείο του μπαμπά, επέμενε ο μικρός.

Η κυρία Φανή ήταν έτοιμη να ξυπνήσει ξανά τον άντρα της, όταν έξαφνα όλο το σπίτι φωτίστηκε από ένα αόρατο φως, με εκτυφλωτική ένταση, σαν να ήταν μαγικό. Ακτινοβολούσαν ταυτοχρόνως όλα τα δωμάτια του διώροφου σπιτιού από ένα σελάγισμα φαντασμαγορικό μιας ακτινοβολίας απόκοσμης και μυστηριακής. Η γυναίκα τα έχασε. Η γλώσσα της είχε δεθεί. Δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε λέξη. Με πολύ κόπο, κατόρθωσε να ξεστομίσει μια άναρθρη κραυγή, βγαλμένη από τον ίδιο τον βόρβορο της κόλασης. Σε λίγο, η μεγαλοπρεπής φωταψία μετατράπηκε σ’ ένα σκότος αφύσικο, πηχτό και αδιαπέραστο, σαν να έπεσε ένα ασήκωτο, πνιγηρό και κατάμαυρο σάβανο, σκεπάζοντας τα πάντα.

-Σήκω γρήγορα, ούρλιαξε η κυρία Φανή και με μια σπασμωδική χειρονομία ταρακούνησε τον κοιμώμενο σύζυγό της.
-Τι τρέχει; ρώτησε αγουροξυπνημένος εκείνος.
-Κύριε ελέησον! Παναγία μου! Φοβάμαι εδώ μέσα! Τρέμω! Πάμε να φύγουμε γρήγορα από αυτό το παλιόσπιτο!

Μόλις ο κύριος Μπ. ενημερώθηκε από τον μικρό γιο του για τις αλυσίδες και από τη γυναίκα του για το απόκοσμο φως, βάλθηκε να ερευνήσει και πάλι κάθε σπιθαμή του οικήματος. Χωρίς να ξυπνήσει κανέναν άλλον, οπλίστηκε και βγήκε στον διάδρομο. Συγκράτησε την αναπνοή του και αφουγκράστηκε…

Δεν πέρασε πολλή ώρα και η μελωδία ενός αδιευκρίνιστου τραγουδιού αντήχησε από μακριά. Όσο ενέτεινε την προσοχή του, κατάλαβε πως ήταν ένα μοιρολόι. Μα, δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει από πού εκπορευόταν, μιας και ο ήχος του ήταν γλυκός και απαλός. Έτσι, έμεινε μετέωρος στη θέση του, με την παλάμη του να σφραγίζει το στόμα του, ώστε να πνίγει και τον αχό της ίδιας της ανάσας του.

Ο κύριος Μπ. ήταν άνθρωπος πρακτικός, τολμηρός και θαρραλέος. Δεν πίστεψε ποτέ του στα φαντάσματα και γι’ αυτό, όταν τον είχαν προειδοποιήσει οι γείτονες για το στοίχειωμα του σπιτιού που επρόκειτο να νοικιάσει, εκείνος κάγχασε περιπαιχτικά και απομακρύνθηκε. Τώρα πια, δεν ήξερε τι να πιστέψει ο άνθρωπος και ψέλλισε μέσα στο σκοτάδι:

-Να με πάρει ο διάβολος, αν καταλαβαίνω τίποτε…

Εν τω μεταξύ, ο μικρός γιος της οικογένειας είχε φωλιάσει στο πλευρό της μητέρας του, η οποία με ολοφάνερη ανησυχία παρακολουθούσε τον άντρα της, που παραμόνευε κάθιδρος και οπλισμένος έξω από την κάμαρά τους.

-Ακούς τίποτε; ρώτησε η κυρία Φανή.
-Ναι. Κάτι σαν κλάμα μικρού παιδιού.
-Κι εγώ κάτι τέτοιο ακούω. Από πού έρχεται η φωνή;
-Από το υπόγειο νομίζω, αποκρίθηκε ο σύζυγός της.

Ο διάλογός τους διακόπηκε απότομα, όταν το μεγάλο ρολόι σήμανε μία μετά τα μεσάνυχτα. Το σιγανό κλάμα σταμάτησε αιφνιδίως και συγχρόνως, φάνηκε και στους δυο πως το πηχτό έρεβος αραίωσε ελαφρώς. Τότε, ακούστηκε από το υπόγειο ένας ξεκάθαρος αναστεναγμός και τίποτε άλλο.

Μάταια περίμεναν και περίμεναν. Στο σπίτι επανήλθε μια ωραιότερη ατμόσφαιρα, μια ανακούφιση. Επομένως, αποφάσισαν να κατακλιθούν. Πέρασε αρκετός χρόνος μέχρι να αποκοιμηθούν. Γεύτηκαν έναν ύπνο ταραχώδη και ανήμερο.

Πάντως, το πρωί τους βρήκε να απαριθμούν τα μυστηριώδη νυχτερινά γεγονότα. Ερευνώντας και πάλι τον χώρο, υπό το κατευναστικό φως της ημέρας, διαπίστωσαν πως τίποτε δεν έλειπε. Όλα ήταν στη θέση τους και καμιά μετακίνηση επίπλων δεν φαινόταν πως είχε λάβει χώρα.

Παρά τις τρομακτικές αναμνήσεις τους, όλοι τους πάσχιζαν να υποβαθμίσουν τα γεγονότα και να μη δώσουν μεγαλύτερη έκταση. Μάλιστα, μέχρι το απόγευμα, αστειεύονταν με τον φόβο τους, ίσως για να πάρουν κουράγιο και να λησμονήσουν το θεριό της αγωνίας που τους κατέτρωγε.

Ήλπιζαν πράγματι ότι θα περνούσε το δεύτερο βράδυ τους χωρίς κανένα περίεργο περιστατικό. Μα, τα μεσάνυχτα, κάτι συνέβη…

Σημειωτέον, ο αδερφός του κυρίου Μπ., μαζί με τη γεροντοκόρη αδερφή τους, μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο. Τα παιδιά κοιμούνταν και τα τρία μαζί σ’ ένα άλλο δωμάτιο και οι δύο σύζυγοι κοιμούνταν στη δική τους κρεβατοκάμαρα. Τα υπνοδωμάτια βρίσκονταν όλα στο μεσαίο πάτωμα.

Τη δεύτερη νύχτα, λοιπόν, ο αδερφός του κυρίου Μπ. ξύπνησε από σπαραχτικές φωνές, που καλούσαν σε βοήθεια. Κατάλαβε με μιας ότι ήταν ο αδερφός του, που φώναζε «βοήθεια». Εν τούτοις, η αγωνιώδης ιαχή του έσβηνε, καταλήγοντας σε κάτι που έμοιαζε με επιθανάτιο ρόγχο.

Δίχως να διαστάσει ούτε για μια στιγμή, άνοιξε την πόρτα του δωματίου του και πετάχτηκε στον διάδρομο.

Συνεχίζεται…

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», στις 03/09/1913…

Tags
Back to top button