Σε μια μικρή πόλη της Νορμανδίας κατοικούσε η οικογένεια του απόστρατου Συνταγματάρχη Λεντέκ, αποτελούμενη από τον ίδιο, τη γυναίκα του, τα δυο παιδιά του και μια υπηρέτρια.
Η ζωή της οικογένειας στην πανέμορφη Νορμανδία κυλούσε ήρεμα κι ευτυχισμένα, όταν τον Νοέμβριο του 1926, κάποιο απρόοπτο γεγονός αναστάτωσε την ήσυχη ζωή των μελών της, προξενώντας ταραχή και τρόμο.
Η οικογένεια, λοιπόν, είχε καθίσει στο τραπέζι για να δειπνήσει και όπως συνήθιζαν, έστειλαν κι εκείνο το βράδυ την υπηρέτρια στο υπόγειο κελάρι του σπιτιού, για να τους φέρει λίγο κρασί από τα βαρέλια τους.
Η υπηρέτρια άναψε ένα κερί και κατέβηκε, κρατώντας την άδεια φιάλη του κρασιού, που σκόπευε να γεμίσει. Δεν είχε ακόμα πλησιάσει στα βαρέλια, όταν έξαφνα άκουσε κοντά της μια βραχνή και συνάμα, στριγκιά φωνή να λέει: «Αλίμονο! Αλίμονο!»
Συγχρόνως, ένιωσε ένα αόρατο, δυνατό και παγερό φύσημα να της σβήνει το κερί. Η υπηρέτρια μετά βίας μπόρεσε να σταθεί στα πόδια της. Τρελή από τον φόβο, έτρεξε, ανέβηκε τις σκάλες και με την ψυχή στα δόντια, παρουσιάστηκε κάτωχρη και ξέπνοη στο αφεντικό της, για να του αναγγείλει το τρομακτικό φαινόμενο.
Στην αρχή, κανείς δεν την πίστεψε. Νόμισαν ότι η υπηρέτρια αστειευόταν και γελούσαν με τη φάρσα, που τους είχε σκαρώσει. Μα, η κοπέλα επέμενε τόσο, που ανάγκασε την κυρία Λεντέκ να κατεβεί μαζί της στο κελάρι. Ο σύζυγός της συνόδευσε τις δυο γυναίκες έως την επάνω πόρτα της σκάλας του υπογείου, τους άναψε το κερί και περίμενε. Η κυρία Λεντέκ πήγαινε μπροστά και από πίσω ακολουθούσε τρομοκρατημένη η υπηρέτρια. Κατέβηκαν τη σκάλα και πλησίαζαν τα βαρέλια του κρασιού, όταν η ίδια απόκοσμη φωνή ξανακούστηκε και πάλι, ακόμα πιο δυνατή αυτή τη φορά, πιο βροντερή και πιο δυσοίωνη: «Αλίμονο! Αλίμονο!»
Παράλληλα, το κερί ξανάσβησε από μια καινούρια παγωμένη ριπή ενός αόρατου φυσήματος. Η κυρία Λεντέκ έχασε τις αισθήσεις της και σωριάστηκε καταγής, ενώ η αποσβολωμένη υπηρέτρια έβαλε τόσο δυνατές φωνές, που ακούστηκαν μέχρι επάνω στην πόρτα, όπου περίμενε ο κύριός της, ο οποίος έτρεξε να κατεβεί τη σκάλα, για να δει τι είχε συμβεί, με την καρδιά του σφιγμένη από την αγωνία.
Ο Συνταγματάρχης, βοηθούμενος από την υπηρέτριά του, σήκωσαν στα χέρια τους τη λιπόθυμη σύζυγό του και ετοιμάζονταν να τη μεταφέρουν στο δωμάτιό της, όταν άκουσαν την ίδια αλλόκοσμη και βραχνή φωνή να επαναλαμβάνει στερεότυπα: «Αλίμονο! Αλίμονο!»
Ο Συνταγματάρχης κοίταξε γύρω του για να δει ποιος μιλούσε και από πού προερχόταν αυτή η αγριεμένη φωνή, που έμοιαζε βγαλμένη από τον τάφο, μα δεν είδε τίποτε απολύτως, αφού κανείς δεν ήταν εκεί. Μα, η φωνή δεν σταματούσε να επαναλαμβάνει αδιάκοπα τον ίδιο μακρόσυρτο γόο.
Αργότερα, ο κύριος Λεντέκ αποφάσισε να ζητήσει τη γνώμη ενός ιατρού φίλου του, που έμενε λίγο πιο πέρα, για τα ανεξήγητα γεγονότα, που έλαβαν χώρα στο υπόγειο του σπιτιού του. Ο ιατρός κατέβηκε στο κελάρι και έζησε κι εκείνος το ίδιο ακριβώς υπερφυσικό φαινόμενο, μη μπορώντας να δώσει καμιά εξήγηση.
Έτσι, ο κύριος Λεντέκ ανέφερε την απίστευτη ιστορία του στον Αστυνόμο και στον Δήμαρχο, ζητώντας να διενεργηθούν οι απαιτούμενες έρευνες, ώστε να διαλευκανθεί το γεγονός.
Πάντως, ο Συνταγματάρχης και η οικογένειά του αποφάσισαν να εγκαταλείψουν για πάντα το στοιχειωμένο σπίτι τους.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 23/12/1926…