Το 1932, στην Κορσική, κοντά στον αυχένα του Όρους Piscia, υπήρχε ένα ερημικό σπίτι, που είχε την απόκοσμη φήμη ότι ήταν στοιχειωμένο και ότι αποτελούσε για πολλά χρόνια το άσυλο φαντασμάτων.
Μάλιστα, ο τελευταίος ιδιοκτήτης του το εγκατέλειψε ατάκτως, τρομοκρατημένος από τους ανεξήγητους κρότους που άκουγε κάθε βράδυ στο δωμάτιό του, από τα γοερά κλάματα που προέρχονταν από την οροφή και από το μεταλλικό τρίξιμο των αλυσίδων στη σκάλα.
Έκτοτε, το ακατοίκητο σπίτι πλαισιώθηκε από μια δυσοίωνη φήμη, με αποτέλεσμα να μην το πλησιάζει κανείς. Τις νύχτες, όταν έξω μαινόταν καταιγίδα, έβλεπαν συχνά φώτα στα έρημα δωμάτιά του, πίσω από τα παράθυρα με τα σπασμένα τζάμια.
Οι ηλικιωμένες γυναίκες του γειτονικού χωριού έλεγαν ότι το φάντασμα του σπιτιού αυτού μπορούσε να γιατρεύει τους τρελούς. Όλοι όσων το μυαλό είχε διαταραχθεί και περνούσαν τρεις μέρες στο στοιχειωμένο σπίτι, γίνονταν και πάλι καλά. Έτσι έλεγαν…
Κάπου-κάπου, έφερναν κάποιον δύσμοιρο παρανοϊκό στο καταραμένο σπίτι και τον έδεναν συνήθως με αλυσίδες στην καπνοδόχο του. Έβαζαν κοντά του νερό και ψωμί και τον άφηναν μόνο. Επί τρεις συνεχείς μέρες, ο ψυχικά διαταραγμένος άνθρωπος ακουγόταν τριγύρω να ουρλιάζει και να παραληρεί, αλλά κανείς δεν έπρεπε να τον ελευθερώσει πριν περάσουν τα τρία αυτά βασανιστικά, απάνθρωπα εικοσιτετράωρα.
Μερικοί δυστυχείς πέθαιναν δεμένοι πάνω στη μισογκρεμισμένη καπνοδόχο. Άλλοι πάλι, υπό το καθεστώς αυτού του βίαιου τρόμου, υφίσταντο τέτοιες εγκεφαλικές δονήσεις, που λεγόταν ότι θεραπεύονταν.
Υπήρχε, λοιπόν, ένας νέος άντρας, γλυκός στους τρόπους, μα θλιμμένος, που ο αμαθής κόσμος τον εξελάμβανε για τρελό. Στην πραγματικότητα, ήταν ένας νεαρός απελπισμένος. Αγαπούσε με πάθος ένα κορίτσι, που είχε παντρευτεί κάποιον άλλον. Εκείνος είχε φροντίσει να κρατήσει μυστικό τον έρωτά του.
Κάθε βράδυ, τον έβλεπαν να κάνει βόλτες γύρω από το σπίτι της κοπέλας, με σκυφτό κεφάλι, με χαμηλωμένα μάτια. Δεν είχε πια το κουράγιο να εργαστεί. Περνούσε μέρες ολόκληρες κουρνιασμένος σε μια γωνιά του σπιτιού του, βαστώντας το κεφάλι του στα αδύναμα χέρια του. Άλλοτε, ξεσπούσε σε κλάματα ασυγκράτητα κι άλλοτε, σε γέλια αδικαιολόγητα.
Οι Κορσικανοί χωρικοί τον είχαν για τρελό κι έτσι, ο πατέρας του αποφάσισε μια μέρα να τον πάει στο στοιχειωμένο σπίτι.
Παρά τα δάκρυα και τις διαμαρτυρίες του, τον τράβηξαν ως εκεί και τον άφησαν δεμένο, έρμαιο στα στοιχειά και στα πνεύματα. Όταν έκλεισε η πόρτα, βρέθηκε ολομόναχος σ’ ένα αδιάτρητο σκοτάδι. Ο άνεμος λυσσομανούσε ανάμεσα στα σπασμένα κεραμίδια. Ο νέος άρχισε να κλαίει.
Τρεις μέρες μετά, όταν ήρθαν να τον πάρουν, τον βρήκαν αναίσθητο, παντελώς εξαντλημένο, με αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του, σαν να είχε βουτηχτεί στα δαιδαλώδη κατώγια της Κόλασης. Το πρόσωπό του μαρτυρούσε πως είχε βιώσει ανείπωτο πόνο, φόβο και αγωνία.
Μόλις οι ακούσιοι δήμιοί του έτυχε να τον περάσουν μπροστά από το σπίτι της αγαπημένης του, εκείνη από περιέργεια βγήκε στην πόρτα. Ο δυστυχής σταμάτησε, την κοίταξε καλά, διαπεραστικά, βλοσυρά. Σάρκασε σαρδόνια και χίμηξε καταπάνω της, σαν άγριο, ατίθασο ζώο. Πριν προφτάσουν να τον συγκρατήσουν οι δικοί του, εκείνος είχε προλάβει να σφίξει τα χέρια του γύρω από τον λαιμό της και να τη στραγγαλίσει. Είχε πράγματι τρελαθεί…
Το στοιχειωμένο σπίτι της Κορσικής, το απόκοσμο αυτό άσυλο των φαντασμάτων, που οι αδαείς χωρικοί το θεωρούσαν αυτοσχέδιο σανατόριο των ψυχικά διαταραγμένων, αποτελούσε για χρόνια το μεγαλύτερο φόβητρο των κατοίκων του μεσογειακού αυτού νησιού.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», στις 16/02/1932…