Στην κομητεία του Wicklow, στην Ιρλανδία, υπάρχει ένα στοιχειωμένο σπίτι, όπου εμφανίζεται το φάντασμα ενός άντρα με κατάχλομη όψη και με δυο μεγάλα, γυρτά δόντια, που εξέχουν αισθητά από το στόμα του και μοιάζουν με χαυλιόδοντες.
Οι Ιρλανδοί ισχυρίζονταν πως, πολύ παλιά, το φάντασμα εμφανιζόταν σε εκείνο το σπίτι για εκατό συνεχόμενα χρόνια, μέχρι που ξαφνικά χάθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μα, εντελώς απροσδόκητα, ξαναφάνηκε…
Μια μέρα, ο γιος του ιδιοκτήτη κάλεσε μερικούς φίλους του, για να τους φιλοξενήσει στο σπιτικό του. Αλλά, το πρώτο κιόλας βράδυ, οι καλεσμένοι ήρθαν αντιμέτωποι με το φάντασμα, τρόμαξαν και κάλεσαν τις αρχές του τόπου, που αφού διερεύνησαν το παράξενο συμβάν, δε μπόρεσαν να δώσουν κάποια λογική εξήγηση.
Το στοιχειωμένο σπίτι του Wicklow, λοιπόν, που βρισκόταν σε μια ερημική τοποθεσία, το είχε αγοράσει κάποτε ένας κάτοικος του Δουβλίνου. Ευθύς αμέσως, περίεργα πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν. Περίεργα και ανεξήγητα. Κουδούνια χτυπούσαν αναίτια σε όλες τις κάμαρες, πόρτες κλειστές άνοιγαν αυτόματα και ανοιχτά παράθυρα σφάλιζαν με πάταγο, ενώ αλλόκοσμες μορφές αχνοφαίνονταν στις σκοτεινές γωνίες, στους διαδρόμους και στα δωμάτια.
Ένα πρωί, η γυναίκα του ιδιοκτήτη, μόλις άνοιξε τα μάτια της, είδε τρία κεριά αναμμένα μπροστά στο κρεβάτι της και σε λίγες μέρες, ο οικονόμος του σπιτιού είδε έξι κεριά να ανάβουν μυστηριωδώς γύρω από το δικό του το κρεβάτι.
Τα τρομακτικά αυτά γεγονότα ώθησαν τους νέους ιδιοκτήτες να το εγκαταλείψουν ατάκτως και να επιστρέψουν πίσω στο Δουβλίνο.
Μα, μόλις ήρθαν τα Χριστούγεννα, ο γιος του ιδιοκτήτη, βρισκόμενος σε άγνοια κινδύνου εξαιτίας της παραφοράς της νεότητάς του, πήρε μαζί του άλλους τέσσερις φίλους του και συμφοιτητές του, με σκοπό να περάσουν ηδονοθηρικές και συναρπαστικές γιορτές, γεμάτες έξαψη και συγκίνηση, μαζί με το φάντασμα, στο στοιχειωμένο σπίτι του.
Οι νεαροί καυχιόνταν για το θάρρος τους και είχαν βαλθεί να λύσουν το μυστήριο των ανεξήγητων και τρομακτικών φαινομένων, που συνέβαιναν εκεί. Σαν έφτασαν, είχε κιόλας αρχίσει να βραδιάζει. Ανέβηκαν επάνω, όταν ξαφνικά θυμήθηκαν ότι είχαν ξεχάσει μερικές αποσκευές στο αυτοκίνητο και κατέβηκε ένας να τις πάρει. Καθώς, όμως, σε μια στιγμή, έστρεψε τυχαία το κεφάλι του προς το μέρος του σπιτιού, είδε σε ένα από τα παράθυρα την κάννη ενός όπλου να τον σημαδεύει. Ο νεαρός, με ένα πλάγιο πήδημα, κρύφτηκε πίσω από τον κορμό ενός δέντρου. Από εκεί, προφυλαγμένος, διέκρινε μια σκιώδη σιλουέτα να απομακρύνεται από το παράθυρο και να εξαφανίζεται.
Ο νέος έτρεξε επάνω φανερά ταραγμένος και διηγήθηκε το επεισόδιο στους φίλους του, οι οποίοι άρχισαν να σχολιάζουν το παράξενο αυτό φαινόμενο, όταν έξαφνα ακούστηκαν από όλα τα δωμάτια μαζί συνταρακτικοί κρότοι: ριπές όπλων, πόρτες να κλείνουν με πρωτοφανή ορμή, παράθυρα να ανοίγουν με ορυμαγδό, έπιπλα να ανατρέπονται και γυαλικά να θρυψαλιάζονται.
Οι νεαροί δεν πρόφτασαν να συνέλθουν από το πρώτο κύμα τρόμου, όταν παρουσιάστηκε εμπρός τους ένας μυστηριώδης άντρας, με όψη κάτωχρη, με έκφραση μοχθηρή και δυο δόντια εξαιρετικώς μεγάλα, που εξείχαν σαν χαυλιόδοντες από το βλοσυρό του στόμα. Ένας μακρύς μανδύας έπεφτε από τις πλάτες του και σερνόταν στο πάτωμα.
Οι νεαροί φοιτητές, από τον ανεκδιήγητο φόβο τους, δεν μπόρεσαν ούτε να κινηθούν, ούτε και να φωνάξουν. Ο μυστηριώδης εκείνος άντρας πέρασε από μπροστά τους και στο πέρασμά του, όλα τα αντικείμενα του δωματίου άρχισαν να κατρακυλούν μέσα σε έναν θόρυβο εκκωφαντικό.
Όταν οι νέοι συνήλθαν κάπως από το αρχικό σοκ, που τους είχε κυριολεκτικά παραλύσει, έτρεξαν αλαλιασμένοι να κρυφτούν στη σοφίτα του σπιτιού. Εκεί, όμως, είδαν κάτι που τους πάγωσε το αίμα. Ο απόκοσμος δαίμονας κρεμόταν από έναν γάντζο του ταβανιού, με το κεφάλι προς τα κάτω, όπως ακριβώς η νυχτερίδα!
Ύστερα κι από αυτό, οι φίλοι έτρεξαν αλλόφρονες προς τις σκάλες και πετάχτηκαν έξω από το σπίτι. Παράτησαν τα πράγματά τους, μπήκαν όπως-όπως στο αυτοκίνητό τους και έφυγαν για το Δουβλίνο.
Σαν έφτασαν εκεί, άρχισαν να διηγούνται τα παθήματά τους, όχι μόνο για να αποσυμπιεστούν από τις σκοτεινές αναμνήσεις τους, αλλά και για να καταλάβουν τι τους είχε συμβεί στ’ αλήθεια. Ο ένας, μάλιστα, από αυτούς, που ήξερε να ζωγραφίζει καλά, αποπειράθηκε να φτιάξει το σκίτσο της οντότητας, που τους είχε κατατρομοκρατήσει. Πράγματι, είχε αποδώσει με μεγάλη πιστότητα το υπερφυσικό πλάσμα, που είχαν όλοι τους δει.
Ο νεαρός, υπερήφανος για το σκίτσο του, το δίπλωσε και το έβαλε στην τσέπη, για να το δείξει στον πατέρα του. Έτσι, μόλις έφτασε στην οικία του, βρήκε τους γονείς του να τρώνε. Τους εξιστόρησε τα πάντα, με κάθε μικρή λεπτομέρεια και στο τέλος, έβγαλε τη ζωγραφιά, για να τους δείξει πώς έμοιαζε ο μυστηριώδης άντρας. Μόλις, όμως, το ξεδίπλωσε, διαπίστωσε έκπληκτος πως το σκίτσο είχε εξαφανιστεί και η σελίδα ήταν ολόλευκη!
Εν τω μεταξύ, ένας από την παρέα είχε υποστεί τόσο ισχυρό νευρικό κλονισμό, που έπεσε στο κρεβάτι σε πολύ άσχημη κατάσταση και για πολύ καιρό.
Όταν μια επιτροπή ψυχικών ερευνών πήγε να εξερευνήσει το στοιχειωμένο σπίτι, ο τρομακτικός άντρας με τους δυο τεράστιους κυνόδοντες δεν εμφανίστηκε μπροστά τους. Το πρωί, όμως, που ξύπνησαν, παρατήρησαν στις σανίδες του πατώματος μακριά χνάρια, ωσάν πύρινα πόδια να πάτησαν εκεί, αφήνοντας ανεξίτηλα τα καμμένα σημάδια τους.
Η επιτροπή έμεινε ακόμα μια νύχτα, χωρίς να συμβεί τίποτε το παράξενο. Εκτός από το γεγονός, ίσως, ότι τα καπέλα τους, που τα είχαν κρεμάσει στο έπιπλο της εισόδου, τα βρήκαν το πρωί εντελώς ξεσκισμένα.
Τα φαινόμενα αυτά αναστάτωσαν τους κατοίκους της περιοχής και οι πιο ηλικιωμένοι θυμήθηκαν ιστορίες παμπάλαιες, που τις είχαν ακούσει από τους προπάτορές τους και που μιλούσαν για ένα μαλλιαρό ανθρωποειδές ον, με δυο μεγάλα δόντια, που έβγαινε και ούρλιαζε τις νύχτες, σαν αγριεμένος λύκος, στην αυλή του στοιχειωμένου σπιτιού.
Σαν άκουγαν τα ουρλιαχτά του, τα ζώα έτρεμαν και οι έγκυες γυναίκες απέβαλλαν, ενώ ο κόσμος έτρεχε να κρυφτεί όπου μπορούσε.
Μάλιστα, μια φορά, μια κοπέλα, κυνηγώντας να πιάσει τη γίδα της, που της είχε φύγει και τη βρήκε στην αυλή του φοβερού σπιτιού, είδε τη γίδα της να σηκώνεται ξαφνικά στα πίσω πόδια της, να την αγκαλιάζει και να τη φιλάει σφιχτά. Από το φίλημα αυτό, αισθάνθηκε ότι την άφηνε όλη της η ενέργεια και η ζωτικότητα. Δεν μπορούσε να συνέλθει πια…
Τη γίδα τη βρήκαν την επόμενη ημέρα στην αυλή, φουσκωμένη από το αίμα της κοπέλας, σκασμένη, με τουμπανιασμένη κοιλιά και με δυο δόντια καταμέλανα, σαν να της τα είχαν βάψει στο χρώμα της σκουριάς.
Επίσης, κατά το δείλι, τα πουλιά που αναπαύονταν στα κλαδιά των δέντρων του σπιτιού, μόλις έπαιρνε να βασιλέψει ο ήλιος, ψοφούσαν ανεξήγητα και σωριάζονταν άψυχα καταγής.
Το σπίτι σύντομα εγκαταλείφθηκε στην αχόρταγη βορά του χρόνου και κανένας δεν τολμάει πια ούτε από έξω να περάσει…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 15/08/1929…