Σε μια πόλη της Δυτικής Μακεδονίας, που παραλείπεται επίτηδες το όνομα της περιοχής, αλλά και των προσώπων, επειδή ήταν περίπου σύγχρονο με την περίοδο, που γράφτηκε το άρθρο, συνέβησαν γεγονότα τρομαχτικά κι ανεξήγητα.
Κάποιος ντόπιος έμπορος αγόρασε από έναν Τούρκο ένα κτήμα με το σπίτι του, το οποίο το γκρέμισε κι έχτισε στη θέση του ένα καινούριο, διώροφο.
Στην άκρη του περιβολιού, βρισκόταν ένας περιποιημένος τάφος κάποιου Τούρκου, τον οποίο οι Οθωμανοί της περιοχής σέβονταν βαθιά, τον θεωρούσαν άγιο και κάθε βράδυ τού άναβαν το καντήλι. Πάνω από τον τάφο του, είχε φυτρώσει μια μεγάλη, θαλερή ροδιά, που κάθε χρόνο έκανε ένα σωρό καρπούς, που δρόσιζαν και γλύκαιναν τον κόσμο.
Ένας όρος της συμφωνίας της αγοροπωλησίας ανάμεσα στον Τούρκο πωλητή και στον Μακεδόνα αγοραστή ήταν να διατηρηθεί ανέπαφος ο τάφος του Τούρκου αγίου. Πριν εγκαταλείψουν το χωριό οι Τούρκοι, παρακάλεσαν τον Χριστιανό ιδιοκτήτη να μη λησμονάει να ανάβει το καντήλι στον τάφο κι εκείνος κράτησε τον λόγο του, φυσικά.
Μα, ευθύς από την πρώτη φορά που επιχείρησε να ανάψει το καντήλι, διαπίστωσε πως μόλις περνούσε λίγη ώρα, εκείνο έσβηνε μυστηριωδώς. Το ξανάναβε, μα σε λίγο το ξαναέβρισκε ανεξήγητα σβησμένο.
Το θέμα πήρε διαστάσεις και έγινε το βασικό αντικείμενο συζήτησης του χωριού. Αναρωτιόντουσαν με τρόμο ποιος να ήταν ο ανίερος που έσβηνε το καντήλι και άραγε γιατί. Έτσι, οι γειτόνισσες παραφύλαξαν και είδανε με φρίκη ότι, λίγο μετά το άναμμά του, ένα σκελετωμένο χέρι πρόβαλε από τον τάφο και έσβηνε τη μικρή φλογίτσα. Σάλος και μέγας πανικός κατέλαβε τους κατοίκους του χωριού, όταν συνειδητοποίησαν πως ο σεβάσμιος Τούρκος δεν ήθελε χριστιανικό χέρι να του ανάβει το καντήλι.
Ο νέος ιδιοκτήτης είχε αναστατωθεί και είχε σκιαχτεί απ’ όλους πιο πολύ. Σκέφτηκε για μια στιγμή να μην ξανανάψει το καντήλι, μα φοβόταν μήπως θύμωνε ακόμα περισσότερο ο Τούρκος άγιος. Η γυναίκα του και τα παιδιά του ήθελαν να φύγουν γρήγορα από εκεί. Αλλά, εκείνος δε μπορούσε να εγκαταλείψει το νέο σπιτικό, ειδικά αφού είχε δαπανήσει τόσο μεγάλο χρηματικό ποσό. Συλλογιζόταν να το πουλήσει, μα ποιος θα τολμούσε να το αγοράσει; Πρακτικός άνθρωπος καθώς ήταν, έβαλε μαστόρους να κατεδαφίσουν τον τάφο. Οι Τούρκοι βρίσκονταν μακριά για να διαμαρτυρηθούν.
Άφησε απείραχτη μονάχα τη ροδιά. Από τότε, μόνο η ροδιά άναβε τα άλικα των λουλουδιών της καντήλια πάνω από τον ρημαγμένο τάφο. Τα άνθη τινάζονταν κι έστρωναν ένα αιματηρό χαλί στο ακριβές μέρος, που αναπαυόταν ο Τούρκος άγιος. Κι όταν, σπανιότατα, έδενε κανένα ρόδι, ετούτο ήταν στυφό, κατάπικρο και φαρμακερό στη γεύση. Οι ντόπιοι κρατούσαν αποστάσεις και δε ζύγωναν ποτέ στο μαγαρισμένο περιβόλι.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 13/10/1927…