Η μία στις πέντε γυναίκες κι ο ένας στους επτά άντρες στη Γερμανία πίστευαν στα φαντάσματα, στα πνεύματα και στα στοιχειά τη δεκαετία του 1960. Ο καθηγητής Hans Bender, ο οποίος δίδασκε Παραψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Freiburg, είχε αναλάβει μια σταυροφορία ενάντια σε αυτές τις πεποιθήσεις, που τις θεωρούσε αληθινή μάστιγα για τον σύγχρονο άνθρωπο.
Όταν κάποιος ιερέας καλούνταν για να διώξει, με τη θεία μεσολάβηση, τα στοιχειά και τα φαντάσματα, ο καθηγητής Hans Bender ήταν πάντοτε παρών.
Ο πάστορας Ενκ έφτασε, στα μέσα Μαρτίου του 1969, σ’ ένα στοιχειωμένο σπίτι, ενώ κατέφτασε συγχρόνως και ο καθηγητής Bender, κουβαλώντας μαζί του ένα σωρό βοηθητικά μηχανήματα και εργαλεία, όπως ειδική φωτογραφική μηχανή, μαγνητόφωνο κι ό,τι άλλο θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμο, προκειμένου να απαθανατίσει οτιδήποτε περίεργο.
Ο πρώην ένοικος του σπιτιού είχε καλέσει τον πάστορα. Ο ίδιος είχε μετακομίσει, επειδή θεωρούσε ότι η πρότερη οικία του είχε κυριευθεί από φαντάσματα. «Μου άρεσε πολύ αυτό το σπίτι. Το αγαπούσα. Ήταν άνετο. Με εξυπηρετούσε πολύ, αλλά ξαφνικά έγινε ακατοίκητο. Φαντάσματα και στοιχειά με απειλούσαν και έβλεπα με δέος ότι θα τρελαινόμουν, καθώς όλα έδειχναν ότι εδώ, κοντά μου, ήρθαν να φτιάξουν το άντρο τους», εξήγησε ο τρομαγμένος άντρας.
Έτσι, κάλεσε τον πάστορα και τον καθηγητή, για να διώξουν τους ανεπιθύμητους εισβολείς από το σπίτι του. Ο πάστορας θα τους πολεμούσε με τη βοήθεια του Θεού και τα όπλα της Εκκλησίας. Ο επιστήμονας ήθελε να τα φωτογραφίσει, να τα μαγνητοφωνήσει και, αν γινόταν, να επικοινωνήσει μαζί τους, ώστε να τα απομακρύνει με τρόπο διπλωματικό.
Ο καθηγητής δεν είχε ξεκαθαρίσει μέσα του εάν πραγματικά πίστευε στην ύπαρξη των φαντασμάτων ή όχι. Γνώριζε, όμως, πολύ καλά ότι τον ενδιέφερε το κυνήγι τους και ότι το κυνήγι θα ήταν εκείνο που θα του αποσαφήνιζε αν θα έπρεπε να πιστεύει ή όχι, τελικά.
Το περιστατικό του στοιχειωμένου σπιτιού στο Nicklheim, της πανέμορφης αυτής πόλης της Κεντρικής Βαυαρίας, ήταν η αφορμή, που ούτε καν υποπτευόταν!
Ήταν 26 Νοεμβρίου 1968. Η οικογένεια Ρεντλ είχε δειπνήσει και συνομιλούσαν, όταν άκουσαν ξαφνικά έναν δυνατό χτύπο στην πόρτα της κουζίνας. Η μητέρα έστειλε τη 13χρονη κόρη της να δει ποιος ήταν.
Η κοπέλα άνοιξε την πόρτα, αλλά δε φάνηκε κανένας στο κατώφλι. Επέστρεψε στη μητέρα της, μα και πάλι ακούστηκε ο χτύπος. Ξανάνοιξαν την πόρτα, αλλά και πάλι δε φάνηκε κανείς. Η μητέρα και η κόρη άρχισαν να τρέμουν από τον φόβο τους, ενώ ο πατέρας προσπαθούσε να τις καθησυχάσει.
Μετά από διάφορα αλλόκοτα και επίμονα περιστατικά, όπως ανεξήγητα χτυπήματα σε πόρτες και παράθυρα, απροσδιόριστα τριξίματα και συρσίματα, αντικείμενα που χάνονταν, μετακινούνταν από μόνα τους ή εκσφενδονίζονταν μακριά, η κυρία Ρεντλ έτρεξε στον πάστορα για να ζητήσει τη γνώμη του, αλλά και τη βοήθειά του.
Ο πάστορας Ενκ πήγε στο σπίτι των Ρεντλ. Και καθώς έμπαινε μέσα, μια πελώρια πέτρα έπεσε από το ταβάνι και κατέληξε μόλις λίγα εκατοστά μακριά του, αν και όλες οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν κλειστά. Όταν την πήρε στα χέρια του, διαπίστωσε ότι η πέτρα ήταν καυτή! Παρόλο που ερεύνησαν κάθε σπιθαμή του σπιτιού, δεν έλειπε ούτε ένα κομμάτι από τον τοίχο ή έστω, ένα λιθάρι.
Μερικές μέρες αργότερα, η κατάσταση χειροτέρεψε. Σκεύη, έπιπλα, ρουχισμός, υποδήματα, ως και τα παιχνίδια του κοριτσιού μετακινούνταν, έπεφταν, εξακοντίζονταν, χάνονταν και επανεμφανίζονταν. Οι χτύποι μετατράπηκαν σε εκκωφαντικό πάταγο. Το σπίτι έπαψε ολοσχερώς να είναι βιώσιμο. Οι ένοικοί του, συγκλονισμένοι από τρόμο, μουδιασμένοι από ανασφάλεια και απόγνωση, ικέτευαν για την οποιαδήποτε μορφή βοήθειας.
Τότε, απευθύνθηκαν σε έναν νομικό, τον Σίγκμουντ Άνταμς, που είχε αποκτήσει κάποια πείρα σε αυτά τα παράδοξα φαινόμενα, αλλά η βοήθειά του υπήρξε πενιχρή. Έπειτα, κάλεσαν έναν φυσικό επιστήμονα από το Ινστιτούτο του Μονάχου, ο οποίος έφερε μαζί του ένα ειδικό μηχάνημα καταγραφής, που, όμως, όταν τοποθετήθηκε στο σπίτι, άρχισε να λειτουργεί κατά τρόπο τρελό και απερίγραπτο. Επομένως, ούτε κι αυτός μπόρεσε να προσφέρει ουσιαστική αρωγή στα προβλήματα των Ρεντλ.
Τελικώς, έφτασε ο καθηγητής Hans Bender. Στα όργανα καταγραφής του, αποτυπώθηκαν ανεξήγητοι και πραγματικά απίθανοι ψίθυροι, θόρυβοι και κινήσεις, εντυπωσιάζοντας πρώτα απ’ όλους τον ίδιο, που αδυνατούσε με τη φωνή της λογικής, που πρωτοστατεί σ’ έναν επιστήμονα, να ερμηνεύσει και να αποδεχτεί.
Οι κάτοικοι της περιοχής, όταν έμαθαν ότι το σπίτι των Ρεντλ ήταν στοιχειωμένο, απέδωσαν το στοίχειωμα αυτό στην αποκοτιά του κατασκευαστή του, που το έχτιζε τις Κυριακές, αντί να πηγαίνει στην Εκκλησία. Ο καθηγητής διαφωνούσε. Πίστευε πως κάτι σοβαρότερο κρυβόταν εκεί μέσα και ανυπομονούσε να το εντοπίσει.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», στις 29/03/1969…